Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΣΤΙΧΩΝ

Ι.3.1. Ανάλυση στίχων


Απόσπασμα 1 [18]

(στιχ. 1) Ο ήρωας του τραγουδιού, ένας Κρητικός, κολυμπάει νύχτα στη θάλασσα, προφανώς μετά το ναυάγιο του πλοίου του, για το οποίο δε γίνεται καμία αναφορά στο ποίημα, κρατώντας την αγαπημένη του, την οποία προσπαθεί να σώσει από τα κύματα21. Το έργο γεννιέται ακριβώς τη στιγμή που το φως σχίζει το σκοτάδι και η φωνή την αφωνία22· η πρώτη λέξη «εκοίταα», καθορίζει εξαρχής το πρόσωπο της αφήγησης και μέσα από τα άφθονα «α» που δηλώνουν έκταση, φανερώνει την αγωνία του αφηγητή για τη μακρινή απόσταση από το ακρογιάλι, που μόλις διακρίνεται στο φως της αστραπής.

«Εκοίταα, κι ήτανε μακριά ακόμη τ’ ακρογιάλι»

Όμως η λέξη «γιαλός» υπάρχει και στο τέλος του ποιήματος (σχήμα κύκλου), απόδειξη για το Δ. Μαρωνίτη ότι δεν πρόκειται για απόσπασμα, αλλά για σύνολο λόγο με κοινό ορόσημο στην αφετηρία και στην κατάληξή του23. «Και τέλος φθάνω στο γιαλό την αρραβωνιασμένη»

(στιχ. 2) Η ανάγκη να σταθμίσει καλά την απόσταση από τη στεριά, όπου και τους περιμένει η σωτηρία, κάνει τον Κρητικό να επικαλεστεί ένα κυρίαρχο στοιχείο της φύσης, το αστροπελέκι, χρησιμοποιώντας ευφημιστικό επίθετο

«Αστροπελέκι μου καλό, για ξαναφέξε πάλι!»

(στιχ. 3-6) Το θαυμαστό περιστατικό που του συμβαίνει, η αίσθηση δέους που βιώνει, μετά την εμφάνιση τριών ακόμη κεραυνών [συμβολικός αριθμός, μοτίβο του τρία] πολύ κοντά στην κορασιά που εμφανίζεται για πρώτη φορά, ως δεύτερο πρόσωπο στη σύνθεση – και η συμμετοχή πια του κοσμικού στοιχείου, του ουρανού, της θάλασσας, των γιαλών και των βουνών,

Απόσπασμα 2 [19]

(στιχ. 2-4) τον οδηγεί στην ανάγκη να πάρει όρκο – ο όρκος αφορά στα δικά του ιερά πράγματα, που δεν είναι άλλα από τον αγώνα το δικό του και των συντρόφων του για την απελευθέρωση της πατρίδας, και στην αγαπημένη κόρη, που όμως τώρα πια είναι πεθαμένη.

«Μα την ψυχή που μ’ έκαψε τον κόσμο απαρατώντας»

Μάλιστα οι όρκοι έχουν αποδέκτες κάποιο υποτιθέμενο ακροατήριο με σκοπό να το πείσουν για την αλήθεια των λεγομένων, αφού στο σημείο αυτό υπάρχει αποστροφή προς αυτούς μέσα από το β΄ πληθ. πρόσωπο (στιχ. 1). Πιστέψετε π’ ό,τι θα πω είν’ ακριβή αλήθεια

(στιχ. 5-8) Με την ανάμνηση της πεθαμένης κόρης, τον κυριεύει αγωνία και αναστάτωση, ταράζεται αφάνταστα και φωνάζει να έρθει η Δευτέρα Παρουσία, να αναστηθούν οι νεκροί, για να μπορέσει και ο ίδιος να ξαναδεί την αγαπημένη του. Κάνει την ευχή «Λάλησε Σάλπιγγα» και αμέσως βιώνει νοερά τη συγκλονιστική μεταφυσική αυτή εμπειρία, η οποία φανερώνει τη βαθιά πνευματικότητα του Σολωμού, που αγκαλιάζει όλη τη φύση, πραγματική και ιδεατή σε θαυμαστή ενότητα. Κυρίαρχο εδώ είναι το μοτίβο της φωτιάς, που κατακαίει τον παλιό κόσμο και ετοιμάζει την έλευση του καινούριου. Ενδιαφέρον στοιχείο αποτελεί και ο φανταστικός διάλογος με τους αναστημένους

«Και σχίζω δρόμο και τς αχνούς αναστημένους κράζω

Μην είδετε την ομορφιά που την Κοιλάδα αγιάζει;»

Η διατυπωμένη με μεταφορικό τρόπο ερώτηση θυμίζει ταυτόχρονα δημοτικό τραγούδι και Παλαιά Διαθήκη24.

(στιχ. 11-18) Οι αναστημένοι απαντούν πως τη γνωρίζουν και μάλιστα

«ψηλά την είδαμε πρωί. Της τρέμαν τα λουλούδια»

όπου βέβαια τα λουλούδια παραπέμπουν στην παρθενική της υπόσταση, γνωστό μοτίβο στην ποίηση του Σολωμού. Και προχωρούν ακόμη περισσότερο συμπληρώνοντας ότι εκείνη τον ψάχνει συνεχώς, πιστή πάντοτε στην αγάπη τους, προβάλλοντας στον ουράνιο κόσμο εντελώς γήινες καταστάσεις

«Όμως κοιτάζει εδώ κι εκεί και κάποιονε γυρεύει»

Στο σημείο αυτό σκόπιμα η αφήγηση διακόπτεται από τον ποιητή, αφήνοντας μετέωρη τη ζητούμενη μεταθανάτια ερωτική συνάντηση του ήρωα και της αγαπημένης του. Το πάθος όμως και η ευδαιμονία που βιώνει από την απάντηση των αναστημένων τον οδηγούν σε έκσταση.

Απόσπασμα 3 [20]

(στιχ. 1-8) Ο Κρητικός ξαναβρίσκει την ηρεμία του, επανέρχεται στο αφηγηματικό παρόν και συνεχίζει τη διήγησή του. Στη θάλασσα, που πλαισιώνεται από δύο παρομοιώσεις (σαν τον χοχλό που βράζει, σαν περιβόλι ευώδησε) μετά τα αστροπελέκια, έχει πέσει θαυμαστή γαλήνη, και μάλιστα αυτή η ηρεμία της φύσης θεωρείται απότοκος «θαυμαστού μυστηρίου», κάποιας μυστικής δηλαδή δραστηριότητας μεταφυσικού χαρακτήρα

«Κάτι κρυφό μυστήριο εστένεψε τη φύση»

(στιχ. 9-13) Προετοιμάζεται έτσι η εμφάνιση της Φεγγαροντυμένης, η οποία μέσα από την απόλυτη νηνεμία, και το λαγαρό φεγγάρι, «ξετυλίζει» και υψώνεται ως πανέμορφη, θεϊκή μορφή μπροστά στα μάτια του Κρητικού

«Έτρεμε το δροσάτο φως στη θεϊκιά θωριά της»

περιγράφονται δηλαδή οι ανταύγειες του φεγγαρόφωτου στη μορφή της μυστηριακής γυναίκας· η χρήση των λέξεων φως, δροσιά, τρέμουλο είναι συνηθισμένη στην ποίηση του Σολωμού όσον αφορά στην περιγραφή της γυναικείας οπτασίας. Η φοβερή δύναμη της εικόνας δίνεται με τη χρήση δύο σχημάτων λόγου, του σχήματος της συναισθησίας, εφόσον συμφύρονται δύο διαφορετικές αισθήσεις (αφή – όραση), και του οξύμωρου, αφού το φως εκπέμπει θερμότητα, όχι δροσιά. Η περιγραφή συνοπτικά και συγκλονιστικά ολοκληρώνεται με το δίδυμο: ολόμαυρα μάτια – χρυσά μαλλιά, ξεφεύγοντας από το κλασικό παραδοσιακό πρότυπο: «κόρη ξανθή και γαλανή» και αποκαλύπτοντας ίσως το πρότυπο της ιδανικής γυναίκας για το Σολωμό· ίσως όμως το επίθετο «ξανθός» να χρησιμοποιείται εδώ ως συνώνυμο του ωραίου, σύμφωνα με την ομηρική χρήση.

Απόσπασμα 4 [21]

(στιχ. 1-10) Ένα ακόμη δυνατότερο φως, μεσημεριανό φως, πλημμυρίζει τη νύχτα και φωτίζει όλη την πλάση – το γνωστό σχήμα από τα δημοτικά τραγούδια «παράσταση του αδιανόητου καθ’ υπερβολή»· ο ήρωας βλέπει, με τα μάτια της ψυχής πια το κρυφό όραμα, τη Φεγγαροντυμένη, που αποδίδεται μόνο με θετικά κατηγορούμενα (έρωτας, ταπεινοσύνη, ομορφιά, καλοσύνη)25, αφού εξιδανικεύεται η μορφή της – στοιχείο ρομαντισμού – και έλκεται μυστικά από αυτήν. Οπωσδήποτε στη μορφή της αντανακλά το αρχαιοελληνικό ιδεώδες του καλού κἀγαθού, διηθημένο μέσα από τη χριστιανική παράδοση, που του δημιουργεί έλξη ψυχική, πνευματική, ίσως και σωματική.

«Καταπώς στέκει στο Βοριά η πετροκαλαμίθρα»

(στιχ. 11) αλλά και εκείνη αγνοεί την κόρη και επικεντρώνει την προσοχή της σε αυτόν

«Όχι στην κόρη, αλλά σ’ εμέ την κεφαλή της κλίνει»

(στιχ. 13-18) και καθώς όλος απορία προσπαθεί να ανιχνεύσει την ταυτότητά της, αντιλαμβάνεται γεμάτος θαυμασμό και έκσταση γυρίζοντας πίσω στο χρόνο ότι εκείνη είναι παντού μέσα του, (ασφαλώς απήχηση από πλατωνικές και αριστοτελικές θεωρίες για την ανάμνηση εννοιών), ενωμένη με τις βαθύτερες μνήμες του, με την ίδια τη συνείδησή του, την ίδια την υπόστασή του, ακόμη από την εποχή που βύζαινε το γάλα της μάνας του

«Έλεγα πως την είχα ιδεί πολύν καιρό οπίσω

Ήτανε μνήμη παλαιή, γλυκιά κι αστοχισμένη»

(στιχ. 19-24) Ο Κρητικός συνταράσσεται από τη θεϊκή μορφή, τα μάτια του πλημμυρίζουν με δάκρυα· η περιγραφή ορίζεται μέσα από συσσώρευση μεταφορών και παρομοιώσεων και πολυπλοκότητα εξωτερικών και εσωτερικών εικόνων. Αποτέλεσμα της πλημμυρίδας των δακρύων του είναι να μην μπορεί να δει τη Φεγγαροντυμένη, όμως νιώθει τα μάτια της μέσα στα σωθικά του, που τρέμουν και δεν τον αφήνουν να αρθρώσει λέξη. Παρά τη σιωπή, νιώθει ότι επικοινωνεί καλύτερα μαζί της, πως εκείνη του διαβάζει το νου

«Γιατί άκουγα τα μάτια της μέσα στα σωθικά μου

Που έτρεμαν και δε μ’ άφηναν να βγάλω τη μιλιά μου

………………………………………………………..

Κι ένιωθα πως μου διάβαζε καλύτερα το νου μου

(στιχ. 25-29) Η όλη σκηνή μοιάζει με διαδικασία μύησης, όπου τα απόκρυφα πράγματα οδηγούν στην ποιητική δημιουργία και φανερώνονται μέσω της ποίησης, ενώ τα μάτια του ίδιου του ποιητή ανοίγουν, αφουγκράζονται και καταγράφουν τα βαθιά μυστήρια του σύμπαντος.

Σύμφωνα με το Γ. Αποστολάκη, «ο Σολωμός κατάφερε να ζωντανέψει σε εξαίσια και ολόθερμη ποιητική γλώσσα τη θεία στιγμή της βαθιάς συλλογής και του θαυμασμού, και αυτό γιατί ο Κρητικός δεν είναι από τους τεχνητούς ανθρώπους, παρά είναι ένας από εκείνη τη μεγάλη γενιά ανθρώπων, που τη ζωή τους δεν την πέρασαν κλεισμένοι μέσα στην κάμαρα, παρά όξω ανάμεσα γης και ουρανού… Ο Κρητικός είναι ηρωικός άνθρωπος, δεν είναι άνθρωπος πολιτισμένος. Τεράστια πάθη φωλιάζουν μέσα του»26,.

(στιχ. 30-38) Αυτή όμως η πορεία προς τα έσω τού φέρνει στο φως νέες αναμνήσεις, μέσα από το μοτίβο της δοκιμασίας.

«Κοίτα με μες στα σωθικά, που φύτρωσαν οι πόνοι»

και ο οραματισμός συγκρούεται με τα πάθη της ψυχής του και αντιπαρατίθεται και στο δύσκολο παρόν, αλλά και στο φοβερό παρελθόν, το οποίο δίνεται μέσα από ανάδρομη αφήγηση, με τους φριχτούς θανάτους των δικών του από το χέρι των Τούρκων, που τον οδηγούν σε έξοδο από τη γενέθλια γη, με μόνο φυλαχτό μια χούφτα χώμα – μεταφορά για την ιδέα της πατρίδας – και τη συντροφιά της αγαπημένης του, από την οποία κρατιέται με απόγνωση

«Βόηθα, Θεά, το τρυφερό κλωνάρι μόνο να ’χω

Σε γκρεμό κρέμουμαι βαθύ, κι αυτό βαστώ μονάχο»

Απόσπασμα 5 [22]

(στιχ. 1-4) Στο τελευταίο μέρος του ποιήματος, υπάρχουν διαδοχικές χρονικές τοποθετήσεις πότε στο παρόν και πότε στο παρελθόν και ο Κρητικός χάνει από τα μάτια του τη Φεγγαροντυμένη, αφού όμως δει τα μάτια της να δακρύζουν, και τότε να αλλάζουν και να μοιάζουν με τα μάτια της καλής του – η λέξη «καλή» τονίζει το βαθύ τους δέσιμο.

«Κι εδάκρυσαν τα μάτια της, κι έμοιαζαν της καλής μου»

Πριν εξαφανιστεί, του αφήνει πολύτιμο θησαυρό και παρηγοριά το δάκρυ της που σταλάζει επάνω στο χέρι του27

«Εχάθη, αλιά μου! Αλλ’ άκουσα του δακρύου της ραντίδα

Στο χέρι, που ’χα σηκωτό μόλις εγώ την είδα»

(στιχ. 5-10) Η επίδρασή της πάνω στον Κρητικό είναι καταλυτική και μάλιστα το δάκρυ της του μεταστρέφει τον ψυχισμό του και προκαλεί νέα ιεράρχηση στις αξίες του, αφού παύει μέσα του κάθε επιθυμία για πόλεμο και δεν έχει πια καμιά αξίωση στη ζωή, περιγραφή που επιχειρείται με προβολή έξω και εμπρός από τον επεισοδιακό χρόνο28

«Χαρά δεν του ’ναι ο πόλεμος, τ’ απλώνω του διαβάτη

Ψωμοζητώντας, κι έρχεται με δακρυσμένο μάτι»

(στιχ. 11-20) Το αστροπελέκι που ξεσπά στο άγριο πέλαγος, τον επαναφέρει στη σκληρή πραγματικότητα, δηλ. στη θάλασσα που προσπαθεί να καταπιεί την αγαπημένη του, αφού η εξαφάνιση της Φεγγαροντυμένης αγριεύει εκ νέου το πέλαγος. Ο νους του Κρητικού ταράζεται για λίγο, όμως το χέρι του που δέχτηκε το δάκρυ δυναμώνει και σχίζει τα κύματα με τόση δύναμη, που δεν είχε ούτε στα πρώτα νιάτα του, όταν πολεμούσε τους Τούρκους στην Κρήτη.

«Μήτε όταν τον μπομπο-Ισούφ και τς άλλους δύο βαρούσα

Σύρριζα στη Λαβύρινθο π’ αλαίμαργα πατούσα»

(στιχ. 21-24) Μετά την παρέκβαση, ο Κρητικός επανέρχεται στο παρόν και περιγράφει το δυνατό καρδιοχτύπι του, καθώς ακουμπούσε στην «πλεύρα» της αγαπημένης του, ώσπου το γρήγορο ρυθμό της κολύμβησης αναστέλλει ένας ήχος γλυκύτατος, που πλημμυρίζει από παντού τον Κρητικό και τον συνοδεύει

«Ηχός, γλυκύτατος ηχός, οπού με προβοδούσε»

(στιχ. 25-49) Εκστασιασμένος προσπαθεί μάταια να βρει κάτι με το οποίο να τον συγκρίνει· οι τρεις αλλεπάλληλες αρνήσεις (δεν είν’):

α) το τραγούδι μιας κόρης που το δειλινό τραγουδάει τον κρυφό της έρωτα

β) το τραγούδι του κρητικού αηδονιού μέσα στους ψηλούς και άγριους βράχους, μέχρι να προβάλει η αυγή και

γ) το σουραύλι ενός βοσκού, που το άκουγε στον Ψηλορείτη και του ξυπνούσε τον καημό της Ελευθερίας για τη «θεϊκιά και όλη αίματα Πατρίδα»29 τονίζουν τη μοναδικότητα του ήχου και αποκαλύπτουν την ουσία του – τον Έρωτα, τη Φύση, τον Πόθο της Ελευθερίας.

(στιχ. 50-51) Η αρμονία εκείνη μπαίνει στην ψυχή του Κρητικού και την καταλαμβάνει, βαραίνει επάνω του όπως ο Έρωτας και ο Χάρος, η αντιθετική δυάδα των Ελευσίνιων Μυστηρίων

«Μόλις είν’ έτσι δυνατός ο Έρωτας και ο Χάρος.

Μ’ έδραχνεν όλη την ψυχή, και νά ’μπει δεν ημπορεί»

(στιχ. 52-58 ) Λαχταρά να χωριστεί από τη σάρκα του και να ακολουθήσει τον θεσπέσιο ήχο – αντανάκλαση της δυϊστικής φιλοσοφικής άποψης περί σώματος και ψυχής -, όμως εκείνος παύει, ο χώρος και πάλι εγκοσμιώνεται και τότε ξαναθυμάται την κόρη, που αποκτά μάλιστα για πρώτη φορά και τον επίσημο τίτλο της «αρραβωνιασμένη»· ο ήρωας με χαρά την απιθώνει στο γιαλό, πιστεύοντας πια ότι πέρασε η περίοδος της δοκιμασίας, εμβρόντητος όμως διαπιστώνει το θάνατό της

«Την απιθώνω με χαρά, κι ήτανε πεθαμένη.»

Ίσως ο ήχος να ήταν η τέλεια αρμονία που συνόδευε την ψυχή της αγαπημένης στον ουρανό. Τώρα το μόνο που έχει να περιμένει είναι η αιώνια συνύπαρξη με την αγαπημένη του, όπως την περιέγραψε ο ποιητής στο απόσπασμα 2[19]. Και αφού το τρυφερό κλωνάρι που είχε στα χέρια του τσακίστηκε, η αγαπημένη κόρη χάθηκε, σε αντάλλαγμα οι θεοί του δώσανε τη σπάνια και εξαιρετική χάρη να τραγουδάει τα πάθη του.

Όπως φαίνεται από το έργο, η ποιητική του Σολωμού κινείται από τη Φύση στον Άνθρωπο και από το σωματικό στον πνευματικό κόσμο. Το διπολικό σύστημα Έρωτας-Θάνατος αισθητοποιείται στη Γυναίκα-Αγαπημένη και Γυναίκα-Φεγγαροντυμένη, μια οπτασία, η οποία οδηγεί τον ήρωα στην αναζήτηση της Ελευθερίας, στην ταύτιση του ατομικού με το καθολικό30.

Σύμφωνα με τον Αποστολάκη, η μορφή του Κρητικού αντανακλά την ψυχή του Σολωμού. Έκλεισε ο Σολωμός στην ψυχή του τον Κρητικό, κι εκεί μέσα τον εξαγίασε, τον εξευγένισε, τον έπλασε ποιητή31.

Οι δυνάμεις που ενεργούν μέσα στον Κρητικό (όπως και στα άλλα ώριμα σολωμικά έργα) είναι δύο ειδών: στοιχεία αρνητικά, που αντιπροσωπεύουν την άλογη βία μέσα στη φύση, και στοιχεία θετικά, που είναι η φύση ως αρχέτυπο του κάλλους και αγαθού, με το δεύτερο στοιχείο να υπερισχύει32. Η δράση, εξάλλου, διαδραματίζεται ανάμεσα σε δύο ζεύγη: Φύση-φεγγαροντυμένη, Κρητικός-αγαπημένη του33.

Δεν υπάρχουν σχόλια: