ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΩΝ ΤΕΧΝΙΚΩΝ
Οι αφηγητές της ιστορίας.
Ο Γιωργής:
• Είναι εξωδιηγητικός-ομοδιηγητικός τύπος αφηγητή. Πρόκειται για έναν αφηγητή πρώτου βαθμού, ο οποίος διηγείται την ιστορία του. [Αφηγητής πρώτου βαθμού είναι εκείνος που κατέχει το κύριο λόγο της αφήγησης και διηγείται συνολικά την ιστορία.]
• Είναι δραματοποιημένος. Συμμετέχει στην αναπαράσταση των γεγονότων, εμφανίζεται δηλαδή ως πρόσωπο της ιστορίας που αφηγείται.
• Στο πρώτο μέρος της ιστορίας είναι «περιορισμένος», καθώς δεν έχει βαθιά γνώση των γεγονότων που αφηγείται. Όταν ο αφηγητής είναι ένα μικρό παιδί, είναι λογικό να έχει περιορισμένες δυνατότητες κατανόησης σε σχέση με τα γεγονότα που αφηγείται.
• Σε ό,τι αφορά πάλι το πρώτο μέρος της ιστορίας είναι «αναξιόπιστος». Αναξιόπιστος είναι ο αφηγητής που ενδέχεται κάποια στιγμή να διορθώσει ο ίδιος τον εαυτό του είτε να διορθωθεί από κάποιον άλλο αφηγητή.
Η μητέρα:
• Είναι ενδοδιηγητικός-ομοδιηγητικός τύπος αφηγητή. Πρόκειται για έναν αφηγητή δευτέρου βαθμού, ο οποίος αφηγείται την ιστορία του. [Αφηγητής δεύτερου βαθμού είναι εκείνος που αφηγείται την ιστορία του μέσα στα πλαίσια της κεντρικής ιστορίας.]
• Είναι δραματοποιημένος, εφόσον εμφανίζεται ως πρόσωπο της ιστορίας που αφηγείται.
• Είναι «προνομιακός» αφηγητής, καθώς έχει βαθιά γνώση των γεγονότων που αφηγείται.
• Είναι «αξιόπιστος» αφηγητή, καθώς ο αναγνώστης μπορεί να εμπιστευτεί τα λεγόμενα και τις κρίσεις που διατυπώνει.
Οπτική γωνία:
Η αφήγηση μας δίνεται από την οπτική γωνία του Γιωργή και στη συνέχεια, όταν αναλαμβάνει η μητέρα τον αφηγηματικό λόγο, από τη δική της οπτική.
Εστίαση:
Η αφήγηση γίνεται με εσωτερική εστίαση, καθώς η θέαση των γεγονότων είναι περιορισμένη και ανήκει στον Γιωργή. Τα γεγονότα, δηλαδή, μας παρουσιάζονται όπως τα είδε και τα κατανόησε ο Γιωργής.
Η εστίαση είναι όμως μεταβλητή, καθώς το σύνολο της αφηγηματικής πληροφορίας δεν περνά από ένα μόνο ήρωα. Ένα σημαντικό μέρος των γεγονότων θα το πληροφορηθούμε από τη μητέρα.
Στην αφήγηση του κεντρικού αφηγητή έχουμε «εναλλαγές στην εστίαση», καθώς σε ορισμένα σημεία έχουμε περισσότερες πληροφορίες από όσες επιτρέπει ο κυρίαρχος τύπος εστίασης. [Κάποιες φορές το παιδί-αφηγητής εμφανίζεται να γνωρίζει και να κατανοεί πληροφορίες που κανονικά δε θα επέτρεπε η περιορισμένη θέαση της παιδικής του ηλικίας. Όταν, για παράδειγμα, αναφέρεται σε λαογραφικά στοιχεία το παιδί-αφηγητής μοιάζει να έχει μια πλήρη εικόνα της λαϊκής παράδοσης. Επίσης, σε κάποια σημεία της αφήγησης έχουμε παρέμβαση της ενήλικης φωνής, που σχολιάζει γεγονότα που κανονικά θα περνούσαν απαρατήρητα από το μικρό παιδί.]
Αφηγηματικός χρόνος:
Σε ό,τι αφορά την αφηγηματική οργάνωση του χρόνου διακρίνουμε τρεις κατηγορίες: την τάξη ή σειρά, τη διάρκεια και τη συχνότητα.
α) Η τάξη ή σειρά αφορά τη σχέση ανάμεσα στη χρονική διαδοχή των γεγονότων στην ιστορία και στη σειρά με την οποία αυτά αναδιατάσσονται μέσα στο αφηγηματικό κείμενο.
Η αφήγηση των γεγονότων στο διήγημα δε γίνεται ευθύγραμμα και με τη σειρά ακριβώς που συνέβησαν στην πραγματικότητα, καθώς αυτό θα αναιρούσε την απορία που επιχειρεί να δημιουργήσει ο αφηγητής σχετικά με το αμάρτημα της μητέρας του και θα καθιστούσε την αφήγηση λιγότερο ενδιαφέρουσα.
Έτσι, ανάμεσα στην ιστορία και την αφήγηση έχουμε χρονικές ασυμφωνίες τις οποίες ονομάζουμε αναχρονίες. Οι αναχρονίες διακρίνονται σε αναλήψεις (αναδρομές) και προλήψεις.
[Ανάληψη είναι κάθε ανάκληση ενός γεγονότος που χρονικά είναι προγενέστερο από το σημείο της ιστορίας στο οποίο βρισκόμαστε σε μια συγκεκριμένη στιγμή∙ αντίθετα, πρόληψη είναι κάθε αφηγηματικός ελιγμός που συνίσταται στην πρόωρη αφήγηση ενός μελλοντικού γεγονότος.]
Στο διήγημα έχουμε μία πρόληψη (όταν ο αφηγητής αναφέρεται στις περιπέτειες που του επιφύλασσε η παραμονή του στο εξωτερικό και στις πίκρες που επρόκειτο να προκαλέσει στη μητέρα του με την απουσία του), και επτά αναλήψεις.
Η σημαντικότερη ανάληψη είναι η 7η και τελευταία όπου η μητέρα αποκαλύπτει στον Γιωργή το αμάρτημά της.
Η εμβέλεια (ή απόσταση) αυτής της ανάληψης είναι εξαιρετικά διευρυμένη καθώς γυρνά την αφήγηση 28 χρόνια πίσω στο παρελθόν. Η αποκάλυψη του αμαρτήματος γίνεται το 1875 και η μητέρα αρχίζει να αφηγείται γεγονότα από το 1847, τη χρονιά δηλαδή που έγινε το αμάρτημα.
Εξίσου διευρυμένη είναι και η έκταση (ή το εύρος) της ανάληψης, μιας και η μητέρα θα καλύψει -με συνοπτικό έστω τρόπο- γεγονότα 28 χρόνων, από τη στιγμή δηλαδή του αμαρτήματος μέχρι το παρόν της αφήγησης.
Η ανάληψη αυτή είναι μεικτή, καθώς ξεκινά πριν από το αρκτικό σημείο της αφήγησης που διακόπτει και στη συνέχεια το ξεπερνά. Ανακαλεί δηλαδή και γεγονότα που εμπίπτουν χρονικά στο διάστημα που καλύπτει η αφήγηση (εσωτερική ανάληψη), αλλά και γεγονότα που βρίσκονται έξω από αυτό (εξωτερική ανάληψη). Η κύρια αφήγηση ξεκινά από την ασθένεια της δεύτερης Αννιώς, ενώ η ανάληψη αυτή ξεκινά από το θάνατο της πρώτης Αννιώς και φτάνει στο παρόν της κύριας αφήγησης με τη δεύτερη υιοθεσία.
Η ανάληψη αυτή είναι πλήρης, μιας και ενώνεται με την κύρια αφήγηση χωρίς να αφήνει κανένα κενό.
Επίσης, θεωρείται συμπληρωματική μιας και καλύπτει ένα σημαντικό κενό της κύριας αφήγησης σχετικά με το ποιο είναι το αμάρτημα της μητέρας, και ως ένα βαθμό είναι επαναληπτική εφόσον αναφέρεται σε γεγονότα, όπως είναι η ασθένεια της Αννιώς, που έχουν ήδη αναφερθεί στην κύρια αφήγηση.
Η 1η, η 2η και η 4η είναι εξωτερικές αναδρομές, καθώς αναφέρονται σε γεγονότα που συνέβησαν πριν το αρκτικό σημείο της κύριας αφήγησης, ενώ η 3η, η 5η και η 6η είναι εσωτερικές, εφόσον αναφέρονται σε γεγονότα που συνέβησαν μέσα στα χρονικά πλαίσια της κύριας αφήγησης. Θα πρέπει να αναφερθεί ότι ως αρκτικό σημείο της κύριας αφήγησης θεωρούμε τα γεγονότα που συνέβησαν μετά το θάνατο του πατέρα (1854) και αναφέρονται στην ασθένεια της Αννιώς που θα καταλήξει στο θάνατό της μόλις ένα χρόνο μετά (1855).
Η 1η αναδρομή «Ανεκάλεσα εις την μνήμην μου... το αδικημένο του». Είναι εξωτερική, εφόσον αναφέρεται σε γεγονότα που συνέβησαν πριν το αρκτικό χρονικό σημείο της κύριας αφήγησης, αναφέρεται δηλαδή στα πρώτα χρόνια της Αννιώς και στο διάστημα που ζούσε ο πατέρας τους. Η εμβέλειά της είναι περίπου 5 χρόνια (γέννηση της Αννιώς 1850) και η έκτασή της φτάνει σχεδόν ως το θάνατο του πατέρα (1854).
Η 2η αναδρομή «Το μοιρολόγιον τούτο εσύνθεσεν... εξήλθε της αυλής μας». Είναι εξωτερική, με εμβέλεια περίπου ενός έτους (ο πατέρας πεθαίνει το 1854 ενώ η Αννιώ το 1855) και η έκτασή της είναι πολύ σύντομη καθώς περιγράφει γεγονότα μίας ημέρας μόνο.
Η 3η αναδρομή «Τότε μου ήλθεν εις τον νουν... πλήν μυστικήν ευδαιμονίαν». Είναι εσωτερική, καθώς αναφέρεται σε γεγονότα που συνέβησαν μετά το θάνατο του πατέρα, οπότε τίθεται στα χρονικά πλαίσια της κύριας αφήγησης. Η έκτασή της καλύπτει ένα επαναλαμβανόμενο γεγονός κατά τη διάρκεια ενός έτους, από το θάνατο του πατέρα μέχρι το θάνατο της Αννιώς.
Η 4η αναδρομή «Πολλοί είχον κατηγορήσει την μητέρα μου... εχήρευσε πολύ νεά». Είναι εξωτερική, η εμβέλειά της είναι ένας χρόνος, τότε δηλαδή που πέθανε ο πατέρας και η έκτασή της είναι οι δυο-τρεις μέρες που καλύπτουν το θάνατο, την αγρύπνια για τον νεκρό και την κηδεία του.
Η 5η αναδρομή «Η χρηματική μας περιουσία... δεν είχομεν πλέον πόθεν να ζήσωμεν». Είναι εσωτερική και η έκτασή της καλύπτει το διάστημα της ασθένειας της Αννιώς κατά το οποίο εξαντλήθηκε η περιουσία της οικογένειας.
Η 6η αναδρομή «Ήτο καθ’ ην εποχήν η μήτηρ μας ειργάζετο... –Αμ’ θρέψε δα πρώτα τον εαυτό σου και ύστερα βλέπουμε». Είναι εσωτερική και η έκτασή της είναι πολύ σύντομη καθώς καλύπτει τα γεγονότα μιας ημέρας.
β) Η δεύτερη κατηγορία αφηγηματικής οργάνωσης του χρόνου είναι η διάρκεια, δηλαδή η σχέση ανάμεσα στη χρονική διάρκεια των γεγονότων στην ιστορία, και στην έκταση που καταλαμβάνει η αφήγησή τους μέσα στο κείμενο.
Σε ό,τι αφορά τη διάρκεια διακρίνουμε τέσσερις κατηγορίες αφηγηματικού ρυθμού (ή ταχύτητας): τη σκηνή, την έλλειψη, την περίληψη ή σύνοψη και την παύση.
Η σκηνή χαρακτηρίζεται από την ισοχρονία ανάμεσα στην ιστορία και την αφήγηση (ΧΑ=ΧΙ). Ο Χρόνος της Αφήγησης συμπίπτει με το Χρόνο της Ιστορίας, όταν έχουμε διάλογο μεταξύ προσώπων και όταν έχουμε εσωτερικό μονόλογο.
Οι σκηνές όπου τα πρόσωπα της ιστορίας διαλέγονται μεταξύ τους είναι προφανείς και δηλώνονται μάλιστα τυπογραφικά με τις παύλες που εισάγουν τα λόγια κάθε προσώπου.
Οι εσωτερικοί μονόλογοι είναι οι σκηνές όπου επιχειρείται να δοθεί παραστατικότερα η συναισθηματική κατάσταση του προσώπου, φέρνοντας στην επιφάνεια την αδιάκοπη ροή σκέψεων, εικόνων, αναμνήσεων, συνειρμών και εντυπώσεων που διασχίζουν την ψυχή και το νου του ήρωα.
Παράδειγμα εσωτερικού μονολόγου έχουμε όταν ο Γιωργής, που έχει φύγει τρέχοντας από την εκκλησία όταν άκουσε την προσευχή της μητέρας, σταματά και προσπαθεί να θυμηθεί αν ποτέ έφταιξε σε κάτι στη μητέρα του. (σελ. 133)
Η έλλειψη συνιστά μορφή ανισοχρονίας που χαρακτηρίζεται από τη μεγαλύτερη δυνατή επιτάχυνση: ένα τμήμα της ιστορίας που οπωσδήποτε έχει κάποια διάρκεια, αποσιωπάται εντελώς από την αφήγηση (ΧΑ=0 <ΧΙ=ν). Η έλλειψη μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο εμφανής ή και υποθετική.
Κατά τη διάρκεια της απουσίας του αφηγητή-Γιωργή στο εξωτερικό, ο αφηγητής αγνοεί τι συμβαίνει στην οικογένειά του, οπότε πολλά γεγονότα αποσιωπώνται. «Εγώ έλειπον, μακράν, πολύ μακράν, και επί πολλά έτη ηγνόουν τι συνέβαινεν εις τον οίκον μας.»
Η περίληψη ή σύνοψη αποτελεί μορφή ανισοχρονίας που και αυτή χαρακτηρίζεται από ρυθμούς επιτάχυνσης, λιγότερου γοργούς όμως από αυτούς της έλλειψης. Ενδέχεται για παράδειγμα να συνοψιστεί μέσα σε λίγες φράσεις η ζωή ενός ανθρώπου (ΧΑ < ΧΙ).
Περίληψη έχουμε όταν ο αφηγητής, που απουσιάζει στο εξωτερικό, αποδίδει με 4 ρήματα την πορεία του πρώτου υιοθετημένου κοριτσιού. «Πρίν δε κατορθώσω να επιστρέψω, το ξένον κοράσιον ηυξήθη, ανετράφη, επροικίσθη και υπανδρεύθη, ως εάν ήτον αληθώς μέλος της οικογένειάς μας.»
Στην παύση ένα τμήμα της αφήγησης, που οπωσδήποτε έχει κάποια διάρκεια (έστω και ως αναγνωστικός χρόνος), δεν έχει αντίστοιχό του στην ιστορία (ΧΑ=ν > ΧΙ=0). Η αφήγηση, δηλαδή, συνεχίζεται, ενώ η ιστορία έχει χαθεί απ’ τα μάτια μας. Η συνέχιση της αφήγησης μπορεί να πάρει τη μορφή παρεκβάσεων, σκέψεων ή σχολίων του αφηγητή ή, πολύ συχνά, περιγραφών.
Στο διήγημα αυτό δεν υπάρχουν εκτενείς περιγραφές που να μπορούν να θεωρηθούν ως παύσεις, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στο Όνειρο στο κύμα, υπάρχουν όμως παρεκβάσεις κατά τις οποίες ο αφηγητής καταγράφει τις λαϊκές αντιλήψεις σχετικά με τις ασθένειες, όπου έχουμε εμφανείς παύσεις, καθώς ο χρόνος της αφήγησης συνεχίζεται, ενώ ο χρόνος της ιστορίας σταματά προσωρινά.
Για παράδειγμα: «Σαράντα ημερονύκτια. Διότι μέχρι τοσούτου.... Σώζουν την ψυχήν των.»
γ) Η τρίτη κατηγορία αφηγηματικής οργάνωσης είναι η συχνότητα, η οποία συνίσταται στη σχέση ανάμεσα στις φορές που ένα γεγονός συμβαίνει στην ιστορία και στις φορές που αυτό αναφέρεται στην αφήγηση.
Στο αμάρτημα της μητρός μου έχουμε κυρίως μοναδική αφήγηση, καθώς έχουμε μία αφήγηση αυτών που στην ιστορία συνέβησαν μία φορά. Εντούτοις, όταν η αφήγηση γίνεται από τη μητέρα έχουμε σημεία επαναληπτικής αφήγησης, μιας και επαναλαμβάνονται, έστω και με συνοπτικό τρόπο, η ασθένεια, ο θάνατος της Αννιώς, το γεγονός ότι ο πατέρας του Γιωργή τον αποκαλούσε «το αδικημένο του». Υπάρχει, επίσης, η ανασκευαστική επανάληψη σχετικά με τα συναισθήματα και τις αντιδράσεις του Γιωργή απέναντι στην προφανή προσήλωση της μητέρας στη φιλάσθενη Αννιώ.
Ο Χρόνος της Ιστορίας
Σχετικά με τον ιστορικό χρόνο των γεγονότων αξίζει να καταγράψουμε μερικές βασικές χρονολογίες.
• Το 1846 γεννιέται ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας ο Χρηστάκης.
• Το 1847 γεννιέται και πεθαίνει η πρώτη Αννιώ. Η χρονιά του αμαρτήματος.
• Το 1849 γεννιέται ο αφηγητής-Γιωργής.
• Το 1850 γεννιέται η δεύτερη Αννιώ.
• Το 1854 γεννιέται ο «κοιλιάρφανος» Μιχαήλος και πεθαίνει ο πατέρας των παιδιών.
• Το 1855 πεθαίνει η δεύτερη Αννιώ. (Η χρονιά των γεγονότων του πρώτου μέρους του διηγήματος.)
• Το 1860 περίπου, σε ηλικία δέκα ετών ο Γιωργής φεύγει για την Κωνσταντινούπολη.
• Το 1875 σε ηλικία 26 ετών ο Βιζυηνός μαθαίνει από τη μητέρα του το αμάρτημά της.
Για τη χρονολόγηση της αποκάλυψης του αμαρτήματος από τη μητέρα στο Γιωργή, έχουμε μια σαφή αναφορά του ίδιου του αφηγητή. «Επί εικοσιοχτώ τώρα έτη βασανίζεται η τάλαινα γυνή...»
Τα 28 χρόνια, αν προστεθούν στη χρονιά του αμαρτήματος (1847), μας φέρνουν στο 1875.
Η επιβεβαίωση ότι το 1875 είναι η χρονιά της αποκάλυψης μας δίνεται και πάλι από τον αφηγητή. Δύο χρόνια μετά, αναφέρει ο αφηγητής, όταν ήρθε η μητέρα του να τον επισκεφτεί στην Κωνσταντινούπολη την πήγε στον Πατριάρχη, τον Ιωακείμ τον δεύτερο.
Τα δύο χρόνια που μεσολάβησαν από την αποκάλυψη, τοποθετούν την επίσκεψη στον Πατριάρχη στο 1877, μοναδική χρονολογία που θα μπορούσε να γίνει η συνάντηση της μητέρας με τον Πατριάρχη Ιωακείμ Β΄, καθώς εκείνος πέθανε τον αμέσως επόμενο χρόνο (1878).
Το 1878, η χρονιά θανάτου του Πατριάρχη, αποτελεί terminus ante quem για τη χρονολόγηση τόσο της εξομολόγησης της μητέρας, όσο και της αποκάλυψης του αμαρτήματος.
Η προσπάθεια του Παν. Μουλλά να τοποθετήσει τη συγγραφή του διηγήματος την ίδια χρονιά με την αποκάλυψη της μητέρας είναι λανθασμένη, καθώς δε λαμβάνει υπόψη του την επίσκεψη στον Πατριάρχη που έγινε δύο χρόνια μετά την αποκάλυψη και φυσικά το θάνατο του Πατριάρχη, που αποκλείει οποιαδήποτε προσπάθεια χρονολόγησης μετά το 1878.
Άρα, ο αφηγητής πολύ σωστά αναφέρει ότι η μητέρα του βασανίζεται για 28 χρόνια, υπολογίζοντας από τη χρονιά του αμαρτήματος (1847) μέχρι τη χρονιά της εκμυστήρευσης (1875).
Το γεγονός ότι η συγγραφή του διηγήματος έγινε λίγα χρόνια μετά (1882-3), δεν έχει καμία σχέση με τη χρονολόγηση των γεγονότων της ιστορίας.
Προοικονομία – Προϊδεασμός
Η προοικονομία προετοιμάζει κατάλληλα τον αναγνώστη για κάτι που πρόκειται να συμβεί ή να ακολουθήσει στη μελλοντική πορεία και εξέλιξη του μύθου. Ουσιαστικά, δηλαδή, η προοικονομία είναι ένας τρόπος να προ-ρυθμίζονται και να διευθετούνται από τα πριν μελλοντικές σκηνές και γεγονότα που θα ακολουθήσουν μέσα στη διαρκή ροή μιας αφήγησης. Αυτή η προ-ρύθμιση προετοιμάζει τον αναγνώστη να δεχθεί αργότερα κάτι και να το βιώσει ως απόλυτα φυσικό και λογικό.
Με τον προϊδεασμό ο αφηγητής μας δίνει μια γενική ιδέα, κάπως αόριστη βέβαια, για κάτι που πρόκειται να συμβεί μετά.
Η ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στην προοικονομία και τον προϊδεασμό είναι η εξής: η προοικονομία σχετίζεται πιο πολύ με την πλοκή του μύθου και των γεγονότων. Με την προοικονομία ένα μελλοντικό γεγονός του μύθου προετοιμάζεται κατάλληλα, για να το δεχτεί ο αναγνώστης ως κάτι το απόλυτα λογικό και φυσικό. Αντίθετα, με τον προϊδεασμό παίρνουμε μια μικρή υποψία, ένα είδος πρόγευσης και διαμορφώνουμε μια πρώτη γενική και αόριστη ιδέα για κάτι που θα συμβεί σε επόμενες στιγμές και στη μετέπειτα εξέλιξη του μύθου.
Στο Αμάρτημα της μητρός μου, ο αφηγητής οφείλει να προετοιμάσει τον αναγνώστη για δύο βασικά γεγονότα: το θάνατο της Αννιώς και την αποκάλυψη του αμαρτήματος από τη μητέρα στο γιο της.
• Η προοικονομία του θανάτου της Αννιώς, η προετοιμασία δηλαδή του αναγνώστη, ώστε να δεχτεί το θάνατο του μικρού παιδιού ως κάτι το λογικό και αναμενόμενο γίνεται από την αρχή κιόλας του διηγήματος, με την αναφορά στη φιλάσθενη και καχεκτική φύση της. Επίσης, μέσα από το μοτίβο για την επιδείνωση της ασθένειας, ο αφηγητής κατορθώνει να συμφιλιώσει από νωρίς τον αναγνώστη με την ιδέα ότι το μικρό κορίτσι δε θα καταφέρει να επιβιώσει.
• Η προοικονομία για την αποκάλυψη του αμαρτήματος γίνεται μέσα από δύο συγκρούσεις. Οι δυο αδερφοί του αφηγητή συγκρούονται με τη μητέρα τους, όταν αρνούνται να βοηθήσουν τη μητέρα στο μεγάλωμα του δεύτερου κοριτσιού, καθιστώντας σαφή την αδυναμία τους να κατανοήσουν την ενδόμυχη ανάγκη της μητέρας και τονίζοντας την απόστασή τους από τη μητέρα. Η δεύτερη σύγκρουση είναι με τον ίδιο τον αφηγητή, όταν εκφράζεται κι αυτός αρνητικά για το δεύτερο κορίτσι, προκαλώντας μεγάλη έκπληξη στη μητέρα, που θεωρούσε ότι τουλάχιστον ο Γιωργής θα αγαπούσε το Κατερινιώ και θα της συμπαραστεκόταν στην απόφασή της να το υιοθετήσει.
Προοικονομίες έχουμε βέβαια και για επιμέρους γεγονότα.
• Η επιστροφή του Γιωργή από την ξενιτιά προοικονομείται μέσα από την υπόσχεσή του να κάνει λεφτά κι επιστρέφοντας να συντηρεί τη μητέρα του και το υιοθετημένο κορίτσι. Υπόσχεση που επαναλαμβάνεται από τη μητέρα, όταν έρχεται αντιμέτωπη με τις έντονες αντιρρήσεις των άλλων της γιων.
• Ο μεγάλος σπαραγμός της μητέρας για το θάνατο της Αννιώς και η αναφορά του αφηγητή πως η μητέρα του στην πορεία συγκάλυψε απλώς το πένθος της, χωρίς να κατορθώσει να το μετριάσει, μας προετοιμάζουν για τις προσπάθειές της να αντιμετωπίσει τον πόνο της μέσα από τις υιοθεσίες.
• Το πλάκωμα του βρέφους προοικονομείται με τις συχνές αναφορές της μητέρας στο πόσο κουραστική υπήρξε η μέρα του γάμου και το γλέντι που ακολούθησε καθώς και με την αναφορά της ότι πρέπει να θηλάσει το μωρό.
Προϊδεασμοί:
• Η προσευχή της μητέρας στην εκκλησία, όπου αναφέρεται στην αμαρτία της, και την ακούει ο Γιωργής, αποτελεί προϊδεασμό για τη στιγμή της αποκάλυψης του αμαρτήματος στο γιο της.
• Το γεγονός ότι η μητέρα ψάλει το μοιρολόγι, που είχε συντεθεί για τον άντρα της, για πρώτη φορά από τότε που ασθένησε η Αννιώ, αποτελεί προϊδεασμό για το θάνατο του παιδιού.
• Η αναφορά του αφηγητή για τους ρουμπιέδες: «Τότε είχομεν ακόμη αρκετούς.», αποτελεί προϊδεασμό για τα μελλοντικά οικονομικά προβλήματα της οικογένειας.
• Όταν ο Γιωργής αισθάνεται την ευωδία του θυμιάματος και αναφωνεί: «Ω!, απέθανε το καϋμένο το Αννιώ μας!», αποτελεί προϊδεασμό για το θάνατο του παιδιού.
• Το σχόλιο του ενήλικα αφηγητή, σχετικά με τη δική του προσευχή να έρθει ο πατέρας να πάρει εκείνον για να γίνει καλά το Αννιώ, που άθελά του πληγώνει τη μητέρα του: «Πιστεύω να μ’ εσυγχώρησεν», αποτελεί προϊδεασμό για τη μετέπειτα σκηνή, όπου ενήλικας πλέον, θα ζητήσει συγνώμη από τη μητέρα του, για την ασπλαχνία του απέναντι στην ανάγκη της μητέρας να κρατήσει το υιοθετημένο κορίτσι. [Τα σχόλια αυτά του ενήλικα αφηγητή, που εκ των υστέρων κατανοεί τον πραγματικό πόνο της μητέρας του, προοικονομούν τις μελλοντικές του προσπάθειες να παρηγορήσει τη μητέρα του και να τη βοηθήσει να απαλλαγεί από τις ενοχές της.]
• Η προετοιμασία που κάνει η μητέρα, τοποθετώντας τα ρούχα του πεθαμένου άντρα της στο κρεβάτι και παρακαλώντας τον να έρθει να «γιατρέψει» την Αννιώ, αποτελούν προϊδεασμό για το θάνατο του κοριτσιού.
Αφηγηματικά επίπεδα
Στο αμάρτημα της μητρός μου, έχουμε δύο επίπεδα:
• το διηγητικό ή ενδοδιηγητικό επίπεδο, το οποίο συγκροτείται από τα γεγονότα που ανήκουν στην κύρια αφήγηση.
• το μεταδιηγητικό ή υποδιηγητικό που περιλαμβάνει τη δευτερεύουσα αφήγηση της μητέρας.
Υπάρχει και το εξωδιηγητικό επίπεδο, που το συναντάμε στο Όνειρο στο κύμα, με την υπογραφή του συγγραφέα (Δια την αντιγραφήν). Το επίπεδο αυτό περιλαμβάνει οτιδήποτε είναι εξωτερικό σε σχέση με το κείμενο, όπως ενδείξεις ότι ο συγγραφέας αναπαράγει μια ιστορία που δεν είναι δική του.
Δομή – Πλοκή – Ιστορία
Δομή είναι ο τρόπος και η τεχνική με την οποία τα μέρη ενός κειμένου οργανώνονται σε σύνολο. Με αυτή την οργάνωση εξασφαλίζεται ο μέγιστος βαθμός συνοχής του λογοτεχνικού κειμένου.
Με τον όρο δομή υπονοούνται δύο πράγματα: α) τα μέρη από τα οποία αποτελείται ένα λογοτεχνικό κείμενο και β) ο τρόπος με τον οποίο τα μέρη αυτά «χτίζονται» σε οργανωμένο σύνολο.
Στο αμάρτημα της μητρός μου, ο συγγραφέας θέλει να παρουσιάσει τις αναμνήσεις που είχε από τα παιδικά του χρόνια, τα γεγονότα που έμαθε όσο καιρό απουσίαζε, τις εμπειρίες της ενήλικης ζωής του και την παρουσίαση των γεγονότων από τη μητέρα του. Αυτές οι διακριτές ενότητες πρέπει να δομηθούν σ’ ένα οργανωμένο σύνολο με τέτοιο τρόπο, ώστε η μετάβαση από το ένα μέρος στο άλλο να γίνεται ομαλά και με τη μέγιστη δυνατή συνοχή.
Πλοκή είναι ο τρόπος με τον οποίο ο δημιουργός του λογοτεχνικού κειμένου οργανώνει και παρουσιάζει το αφηγηματικό του υλικό (=γεγονότα, περιστατικά, επεισόδια, συγκρούσεις) και προωθεί την εξέλιξη του μύθου. Οι όποιες, βέβαια, επιλογές του συγγραφέα αποβλέπουν σ’ έναν, κυρίως στόχο: να εκθέσει έτσι τα γεγονότα του μύθου, ώστε να προκαλείται συνεχώς το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Αν η δομή υποδηλώνει περισσότερο την εξωτερική αρχιτεκτονική του λογοτεχνικού κειμένου, η πλοκή ισοδυναμεί με την εσωτερική αρχιτεκτονική και την οργάνωση-εξέλιξη των περιστατικών του μύθου.
Η ιστορία αποτελείται από μια σειρά γεγονότων, αληθινών ή μυθοπλαστικών, διευθετημένων με βάση τις χρονικό-αιτιολογικές σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ τους∙ πλοκή είναι η αφήγηση αυτών των γεγονότων, η οποία αυτόματα συνεπάγεται την καλλιτεχνική τους αναδιάρθρωση, μέσα απ’ την κατάργηση των χρονικών και αιτιακών σχέσεων, την προσθήκη σχολίων ή παρεκβάσεων κτλ. Είναι προφανές, επομένως, ότι η ίδια ιστορία μπορεί να δοθεί μέσα από πολλές διαφορετικές πλοκές, θεωρητικά άπειρες.
Στοιχεία Πλοκής
Στα αφηγηματικά κείμενα υπάρχει ένα (ή και περισσότερα) συγκεκριμένο «γεγονός», που συντελεί στην προώθηση του μύθου. Το γεγονός αυτό ονομάζεται στοιχείο πλοκής. Όταν στη σταδιακή εξέλιξη του μύθου καταργείται ένα στοιχείο πλοκής, ο συγγραφέας αυτόματα εισάγει και δημιουργεί ένα άλλο. Έτσι μονάχα εξασφαλίζεται η περαιτέρω προώθηση του μύθου.
• Το πρώτο εμφανές στοιχείο πλοκής στο αμάρτημα της μητρός μου, είναι η ασθένεια της Αννιώς που προωθεί το μύθο κατά το πρώτο μέρος της ιστορίας.
• Παράλληλα, υπάρχει ως διαρκέστερο στοιχείο πλοκής η ασίγαστη ενοχή της μητέρας, που διατρέχει την ιστορία μέχρι το τέλος της και ωθεί τη μητέρα διαρκώς σε νέες απόπειρες εξιλέωσης.
• Επίσης, υπάρχει το ανομολόγητο αμάρτημα της μητέρας, που διατηρεί την απορία του αναγνώστη και οδηγεί σε πλάνη τον αφηγητή.
Αφηγηματικοί Τρόποι
Οι αφηγηματικοί τρόποι περιλαμβάνουν: την αφήγηση, το διάλογο, τον πλάγιο λόγο, τον ελεύθερο πλάγιο λόγο, τον εσωτερικό μονόλογο, την περιγραφή, τα σχόλια.
Η αφήγηση αποτελεί την κύρια αφηγηματική πράξη κατά την οποία ο αφηγητής μας διηγείται τη σειρά γεγονότων που αποτελούν την ιστορία του.
Στο αμάρτημα της μητρός μου, έχουμε μεικτό τρόπο αφήγησης, καθώς συνδυάζεται η αφήγηση με τον διάλογο. Η αφήγηση γίνεται με μίμηση, μιας και ο αφηγητής, που είναι ένα από τα πρόσωπα της ιστορίας, μας διηγείται τα γεγονότα σε πρώτο πρόσωπο.
Στα πλαίσια της αφήγησης παρουσιάζονται διάφορα πρόσωπα, τα λόγια των οποίων ο αφηγητής παρουσιάζει είτε με ευθύ λόγο, σ’ έναν διάλογο, είτε με πλάγιο λόγο, είτε, τέλος, με ελεύθερο πλάγιο λόγο.
Ο ευθύς λόγος είναι εμφανής και τυπογραφικά, με τη χρήση παύλας κάθε φορά που μεταφέρονται αυτούσια τα λόγια κάποιου προσώπου.
Για παράδειγμα έχουμε τον διάλογο ανάμεσα στη μητέρα και τον αφηγητή-Γιωργή:
- Το θυμάσαι το Αννιώ μας; με ηρώτησε μετά τινας στιγμάς πληκτικής σιωπής.
- Μάλιστα, μητέρα! Πώς δεν το θυμούμαι! Ήταν η μόνη μας αδελφή, κ’ εξεψύχησεν εμπρός στα μάτια μου.
- Ναί! μέ είπεν, αναστενάξασα βαθέως, αλλά δεν ήτο το μόνο μου κορίτσι!...
Με τον πλάγιο λόγο ο αφηγητής μεταφέρει τα λόγια των προσώπων, δηλώνοντας όμως με τα ρήματα εξάρτησης πως καταγράφει τα λόγια ενός άλλου προσώπου.
Για παράδειγμα:
... παρέλαβεν η μήτηρ μου το θετόν αυτής θυγάτριον εκ των χειρών του ιερέως, αφού πρώτον υπεσχέθη εις επήκοον πάντων, ότι θέλει αγαπήσει και αναθρέψει αυτό, ως εάν ήτο σαρξ εκ της σαρκός και οστούν εκ των οστών της.
Ο ελεύθερος πλάγιος λόγος αποτελεί μια συγκεκριμένη τεχνική, η οποία δίνει στον αφηγητή τη δυνατότητα να μεταφέρει τα λόγια, τις σκέψεις, τις διαθέσεις ή τα συναισθήματα ενός άλλου προσώπου, χωρίς να αλλάξει την τριτοπρόσωπη αφήγηση ούτε το βασικό αφηγηματικό χρόνο.
Για παράδειγμα:
«Διότι η μήτηρ μας εθύμωνε, και δεν έστεργε να καταβροχθίζωμεν ημείς ό,τι επεθύμει να είχε γευθή καν η ασθενής της κόρη.»
«Τούτο μεν, δια να μην τον δυσαρεστήση, τούτο δε....»
Με τον εσωτερικό μονόλογο επιχειρείται να δοθεί παραστατικότερα η συναισθηματική κατάσταση του προσώπου, φέρνοντας στην επιφάνεια την αδιάκοπη ροή σκέψεων, εικόνων, αναμνήσεων, συνειρμών και εντυπώσεων που διασχίζουν την ψυχή και το νου του ήρωα.
Για παράδειγμα:
«Οι λόγοι ούτοι, και ο τρόπος με τον οποίον τους επρόφερεν, ενέβαλον την καρδίαν μου εις μεγάλην ταραχήν. Τι είχε να μ’ εμπιστευθή η μήτηρ μου χωριστά από τους αδελφούς μου; Όλας τας κατά την απουσίαν μου δυστυχίας της μοι τας είχεν αφηγηθη. Όλον τον προτού της βίον τον εγνώριζον ωσάν παραμύθι. Τί ήτο λοιπόν αυτό που μας απέκρυπτε μέχρι τούδε; πού δεν ετόλμησε να φανερώση εις κανένα πλην του Θεού και του πνευματικού της;»
Με την περιγραφή ο αφηγητής παρουσιάζει χώρους, τοποθεσίες και πρόσωπα, επιτρέποντας στον αναγνώστη να σχηματίσει στη σκέψη του τις ανάλογες εικόνες. Στο αμάρτημα της μητρός μου βρίσκουμε σύντομες περιγραφές, που λειτουργούν συμπληρωματικά προς το αφηγηματικό υλικό.
Για παράδειγμα, όταν ο αφηγητής περιγράφει το πρόσωπο της Αννιώς, μας δίνει την ευκαιρία όχι μόνο να σχηματίσουμε μια εικόνα για το πως έμοιαζε η μικρή του αδερφή, αλλά και να αντιληφθούμε την άμεση συμπάθεια που προκαλούσε σ’ όποιον την αντίκριζε.
Τα σχόλια του αφηγητή αποτελούν κάποτε συνειρμικές κρίσεις που ενδέχεται να αποκλίνουν από τον κύριο αφηγηματικό κορμό, όπως αυτό συμβαίνει συχνά στα κείμενα του Γιώργου Ιωάννου. Στο αμάρτημα της μητρός μου, εντοπίζουμε σχόλια του ενήλικα αφηγητή που παρεμβαίνει στην αφήγηση του παιδιού αφηγητή.
Για παράδειγμα: «Δεν ησθανόμην ο ανόητος ότι τοιουτοτρόπως εκορύφωνα την απελπισίαν της! Πιστεύω να μ’ εσυγχώρεσεν.»