Συνολικές προβολές σελίδας

Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2012

ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΕΧΝΙΚΗ ΤΩΝ ΔΥΟ ΠΡΩΤΩΝ ΕΝΟΤΗΤΩΝ


ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΣΑ [A’, B’ ENOTHTA ]




 η τεχνική ανάπτυξης της πρώτης ενότητας ( σελ. 161-162),

-- η " διφυία" του αφηγητή,

-- ο εγκιβωτισμός του Σισώη,

-- ο εγκιβωτισμός του κυρ Μόσχου,

-- ο αρκαδισμός που εκφράζεται,

αλλά και άλλα ακόμα μέσα ( ποιητική γλώσσα, λυρισμός κα) είναι επιλεγμένα έτσι ώστε να εξυπηρετούν την αντιπαράθεση ανάμεσα στις έννοιες που θέλει ο συγγραφέας

Στην πρώτη ενότητα του έργου, λοιπόν, αντιπαρατίθεται το παρελθόν του αφηγητή ( στην πρώτη παράγραφο) με το παρόν του ( πέμπτη και έκτη παράγραφος).

Για το παρελθόν δίνονται τα στοιχεία της φτώχειας, της αγραμματοσύνης και της άγνοιας, της εφηβείας, της ρώμης και της "φυσικής" ζωής, δηλ. της ζωής στη φύση. Το άθροισμα αυτών των στοιχείων μάς κάνει ευτυχία ( "χωρίς να το ἠξεύρω, ἤμην εὐτυχής")

Για το παρόν δίνονται τα στοιχεία της μέσης ηλικίας, της γνώσης, της εγγραμματοσύνης, της αστικής ζωής, δηλ. της ζωής στον "πολιτισμό". Το άθροισμα των στοιχείων αυτών μάς κάνει δυστυχία.( "περιωρισμένος καί ἀνεπιτήδειος")

Ο Παπαδιαμάντης διασπά το αφηγηματικό υποκείμενο σε δύο πρόσωπα, τα οποία αντιστοιχούν στο παρελθόν και το παρόν του ήρωα. Άλλοτε συνομιλούμε με τον ώριμο αφηγητή και άλλοτε με το μικρό βοσκόπουλο που ήταν κάποτε. Εύκολα λειτουργεί τότε η παπαδιαμαντική νοσταλγία, μέσα από ένα άνθρωπο που ασφυκτιά στο εργασιακό παρόν του και αποζητά απελπισμένα τον απωλεσθέντα παράδεισο των παιδικών του χρόνων, την παιδική του αθωότητα.

Στο παρελθόν, δηλαδή, ακουμπάει η φωνή του αφηγητή που αντιστοιχεί στο βοσκόπουλο που ήταν, ενώ στο παρόν ακουμπάει η φωνή του αφηγητή που αντιστοιχεί στο μαραζωμένο βοηθό δικηγόρου που είναι τώρα.

Ανάμεσα στους δύο αυτούς αντιτιθέμενους πόλους ο εγκιβωτισμός του Σισώη, φαινομενικά ασύνδετος, γρήγορα όμως καταλαβαίνουμε πως αποτελεί μικρογραφία της μεγάλης αφήγησης, ένα "παράλληλο πρότυπό" της.

Σισώης και αφηγητής, βίοι παράλληλοι, όχι, όμως, και μέχρι το τέλος. Το τελικό στάδιο, κατά το οποίο ο Σισώης "σώζει την ψυχή του" ( τελευταία λέξη του εγκιβωτισμού: "εσώθη" ) ο αφηγητής δε θα το περάσει ποτέ. Κι έτσι θα μείνει μετέωρος και δυστυχής στην αφιλόξενη πόλη.

Ας θυμηθούμε, μάλιστα, ότι μέσα στο κείμενο επανέρχεται η θύμηση του Σισώη σαν τη φωνή της συνείδησης του αφηγητή (σελ.172: "Κ'ενθυμήθην τότε τον Σισώην…") που επιχειρεί ματαίως να τον αποτρέψει από την αμαρτία.

Ο Σισώης, λοιπόν, αποτελεί το πρότυπο που δε θα φτάσει ποτέ ο αφηγητής. Και που γι'αυτό θα παραμείνει σε ένα συντριμμένο παρόν, νοσταλγώντας και εξιδανικεύοντας το παρελθόν με όσα στοιχεία το αποτελούσαν αυτό.

Ο ενδόμυχος πόθος του αφηγητή για μια επιστροφή στο φυσικό παράδεισο του παρελθόντος, μια επιστροφή, όμως, που δεν μπορεί πια να πραγματοποιήσει, το όραμά του για μια γαλήνια ευτυχία κοντά στη φύση, όπου η αμεριμνισία, η ξεγνοιασιά, η αθωότητα, ο απλοϊκός βουκολικός βίος, σχηματίζουν το αρκαδικό στοιχείο του διηγήματος.

Το στοιχείο αυτό τονιζόμενο παγιώνει ακόμα περισσότερο την αρχική αντιπαράθεση ευτυχίας/παρελθόντος =/= δυστυχίας παρόντος - με τους όρους που αυτές περιλαμβάνουν.

Μία αντίθεση που κι ο εγκιβωτισμός του κυρ Μόσχου πολύ καλά είχε φανερώσει, καθώς ο Μόσχος, φορέας "πολιτισμού", ζει στον αντίποδα του μικρού, ελεύθερου βοσκόπουλου.

Και άλλα στοιχεία βοηθούν την αντιπαράθεση. Η ποιητικότητα κι ο λυρισμός ,που συνοδεύουν το κεντρικό επεισόδιο, βοηθάνε την εξιδανίκευση με την οποία θεωρείται το παρελθόν. Η έκπτωση, μετά την "αμαρτία", μπορεί έτσι να είναι οδυνηρότερη, ανεπανόρθωτη, αμετάκλητη. Η παρομοίωση του "σχοινίου" περιγράφει, προειδοποιεί, προοικονομεί.

Τα μέσα όλα οδηγούν στην οδύνη μιας βασανιζόμενης ύπαρξης του παρόντος που νοσταλγεί και επιθυμεί ένα δια παντός απωλεσθέντα παράδεισο.



ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟΤΗΤΑΣ

Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟΤΗΤΑ

--ο τόπος της παιδικής ηλικίας αφηγητή - συγγραφέα,


με τις εικόνες του, τα τοπωνύμιά του, τη γνώση των λεπτομερειών.

--ο χρόνος που, περίπου, συμπίπτει (187..)

--η φυγή από το νησί κι η μετάβαση στην Αθήνα για σπουδές - δουλειά,

η απομάκρυνση από τη φύση κι η ζωή στο άστυ.

--η στενή σχέση με την εκκλησία και τη θρησκεία.

--το κοινό ιδεολογικό υπόβαθρο, αφηγητή και συγγραφέα.

Σχετικά με την αυτοβιογραφικότητα του διηγήματος καλά θα ήταν να έχουμε υπόψη μας και τα εξής: Κατά τον Π. Μουλλά, ο Παπαδιαμάντης " έκλεισε μες στις αναμνήσεις του ένα υπολογίσιμο τμήμα της ζωής του.(…) Έχουμε να κάνουμε με ένα χρονικό, όπου όχι μόνο τα παιδικά χρόνια στη Σκιάθο, αλλά και η αθηναϊκή περίοδος του συγγραφέα μας και τα βιώματα και τα οράματα και τα αδιέξοδά του, μας προσφέρονται πλουσιοπάροχα. Κάποτε, η εντύπωση πως στο διήγημα ενσωματώνονται σελίδες από ένα προσωπικό ημερολόγιο είναι κυριαρχική. Ο αφηγητής εμφανίζεται με την πραγματική ταυτότητά του ή κρύβεται πίσω από ψευδώνυμα."



Ο Γιώργος Ιωάνου, πάλι, θεωρεί ότι ο Παπαδιαμάντης αυτοβιογραφείται, όπως, κατά τη γνώμη του "όλοι οι γνήσιοι συγγραφείς". "Κανένας συγγραφέας δεν πέφτει στο έργο του έξω από τα βιώματά του", αναφέρει.

Κοιτάξτε, όμως, πώς ακριβώς εννοεί και χρησιμοποιεί τον όρο ο Ιωάννου:

"Κάθε άξιος συγγραφέας αντλεί τη γλώσσα του, τη φρασεολογία του, τις εμπειρίες του, τις εμπνεύσεις του, ιδίως την επένδυση των εμπνεύσεών του, από μέσα του, από την τεράστια παρακαταθήκη βιωμένων πραγμάτων, καταστάσεων και γεγονότων, μεταμορφωμένων πια σε λέξεις και φράσεις, που ο κάθε συγγραφέας - και ο κάθε άνθρωπος - διαθέτει. Δεν εννοούμε ότι ο συγγραφέας αναπαριστάνει τη ζωή του, αν και δεν είναι εκ των προτέρων καταδικάσιμο, ούτε κι αυτό. Εξαρτάται από την τομή και το δόσιμο που θα γίνει." Και συνεχίζει: " Ο Παπαδιαμάντης μπορεί, νομίζω να ονομαστεί πιο πολύ βιωματικός παρά αυτοβιογραφικός συγγραφέας."



Την αυτοβιογραφική πλευρά πολλών διηγημάτων του τονίζει και η Ε. Πολίτου - Μαρμαρινού: " Όλες οι ιστορίες στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη διαδραματίζονται στη σύγχρονη με τον συγγραφέα πραγματικότητα που ταυτίζεται με τη διάρκεια της ζωής του(…). Όσα συγκροτούν την αφήγηση στα "πρωτοπρόσωπα" αυτά διηγήματα δεν διαδραματίζονται απλά και μόνο στην εποχή του συγγραφέα, αλλά φαίνεται να αποτελούν κομμάτι της ζωής του. Ο τόπος που διαδραματίζονται οι ιστορίες του Παπαδιαμάντη είναι κατά πρώτο, βέβαια, λόγο ο τόπος της γεννήσεώς του, η Σκιάθος, "νησί ελληνικό", αλλά και η Αθήνα, δεύτερή του πατρίδα όπου έζησε "υπέρ το ήμισυ της ζωής του". Οι δυο λοιπόν αυτοί τόποι της διηγηματογραφίας του συνθέτουν μαζί με το χρόνο της, τον βιωμένο χωρόχρονο, απ' όπου ο συγγραφέας αντλεί διαρκώς το προκειμενικό υλικό του."



Τεράστια δεξαμενή υλικού, λοιπόν, για τα έργα του, η ίδια του η ζωή, ακόμα κι αν δεν τον ταυτίζουμε απολύτως με τον αφηγητή. (Ούτε, π.χ, στη Νομική σχολή είχε σπουδάσει ο συγγραφέας, ούτε είχε περάσει από τη Ριζάρειο, ούτε σε δικηγορικό γραφείο είχε εργαστεί). "Δεν είναι παράξενο", όπως αναφέρει κι η Ε. Πολίτου - Μαρμαρινού, "το ότι τα διηγήματα αυτά έχουν χαρακτηριστεί από την κριτική "αυτοβιογραφικά" και έχουν χρησιμοποιηθεί για την άντληση πληροφοριών και την εξαγωγή συμπερασμάτων που αφορούν τη ζωή του συγγραφέα τους, ερωτική και μη, την προσωπικότητα, τον ψυχισμό ή τη δοκιμασία του ηθικού του κόσμου."



ΟΙ ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ


ΟΙ ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ




Γράφει η Γ. Φαρίνου - Μαλαματάρη: " Το διήγημα αυτό παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, διότι παρέχει δύο σειρές αντιθέσεων. Η μια είναι συγχρονική: ο νέος βοσκός με την ελευθερία του, την απλότητα, την αυτάρκεια, την απραγματοσύνη και την έλλειψη φιλοδοξίας αντιπαρατίθεται στον ιδιότροπο κυρ Μόσχο που ζει στην εξοχή, μετά από "επιχειρήσεις και ταξίδια" (…) αλλά αφού πρώτα μεταφέρει στο παραδεισένιο τοπίο το νόμο και τις συνήθειες της πόλης ( ιδιοκτησία, περιτειχισμός, "χωριστόν βασίλειον")



Η άλλη αντίθεση είναι διαχρονική και αφορά την αντιπαράθεση μεταξύ του νεαρού βοσκού και του εαυτού του ως ώριμου δικηγόρου. Ο νεαρός βοσκός είναι "φυσικός άνθρωπος", χαίρεται την ελευθερία του στην πανέμορφη φύση και την ησυχία του, ζει με αυτάρκεια από το μικρό επιμίσθιο που του δίνει το μοναστήρι για τη φύλαξη του κοπαδιού και από το κορφολόγημα του γεωργικού μόχθου των άλλων. Ο ίδιος, ως δικηγόρος, υπηρετεί τον νόμο, προφανώς αναγκάζεται να ψευδολογεί, αισθάνεται έγκλειστος και παγιδευμένος στο γραφείο του με θέσιν "οιονεί αυλικού"(…), έχει το συναίσθημα του ανικανοποίητου και αντιπαθεί τον εργοδότη του. Κατά συνέπεια το "Όνειρο στο κύμα" τοποθετεί τη Χρυσή Εποχή σε κάποια πρώιμη εποχή του ανθρώπινου γένους ( Αρκαδία), όσο και στην αρχή της ζωής κάθε ανθρώπου (Εδέμ). Από τη μια πλευρά ο βοσκός ( ο άνθρωπος ως τύπος) και από την άλλη το παιδί ( ο άνθρωπος ως άτομο). Στο διήγημα αυτό οι δύο εκδοχές του ειδυλλιακού/ποιμενικού δένονται αξεδιάλυτα."



Η ΠΡΩΤΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΦΗΓΗΣΗ ΣΤΟΝ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ


Τρόποι και Σημασία των «Πρωτοπρόσωπων» Αφηγήσεων στον Παπαδιαμάντη.




Ο όρος «πρωτοπρόσωπη» αφήγηση είναι πλεοναστικός όταν αναφέρεται στο αφηγείσθαι, επειδή το υποκείμενο της αφηγηματικής πράξης είναι πάντα στο πρώτο πρόσωπο. Συνηθέστερα όμως ο όρος χρησιμοποιείται για να δηλωθεί η ταυτότητα του αφηγητή μ’ έναν από τους ήρωες της ιστορίας. Για να αποφύγουμε κάποια ενδεχόμενη ανακρίβεια, υιοθετήσαμε, ήδη στην Εισαγωγή, τους όρους του Genette ομοδιηγητική και ετεροδιηγητική αφήγηση σε αντικατάσταση των όρων πρωτοπρόσωπη και τριτοπρόσωπη αφήγηση αντίστοιχα.

Τα πέντε διηγήματα [...] ανήκουν στον ισχυρό τύπο ομοδιηγητικής αφήγησης, όπου ο αφηγητής δεν παρουσιάζεται με δευτερεύοντα ρόλο, ως περαστικός, στην ιστορία που αφηγείται, αλλά είναι ο κεντρικός ήρωας της δικής του ιστορίας, ο πρωταγωνιστής. Στον τύπο αυτό δόθηκε η ονομασία αυτοδιηγητική αφήγηση.

Τα πέντε αυτά διηγήματα [...] παρουσιάζονται ως ήδη γραμμένα κείμενα (πβ. το «Διά την Αντιγραφήν» ή το «Εξ Αντιγραφής». Σύμφωνα με τον Romberg [...] και τουλάχιστον αναφορικά με τις κλασικές μορφές της ομοδιηγητικής αφήγησης είναι τα πλασματικά απομνημονεύματα, τα ημερολόγια και το επιστολικό μυθιστόρημα. Τα πέντε διηγήματα θα μπορούσαμε δοκιμαστικά να τα κατατάξουμε στις αναμνήσεις που μοιάζουν με απομνημονεύματα και περιορίζονται σε κάποιες στιγμές της προσωπικής ιστορίας του αφηγητή.

Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι, ενώ τα απομνημονεύματα αναφέρονται σε αναδρομική εξιστόρηση εξωτερικών επί το πλείστον γεγονότων, που δικαιώνουν την παρελθούσα ζωή, ο Παπαδιαμάντης υιοθετεί το ακόλουθο σχήμα: Προκρίνει δυο στιγμές, που είναι συνήθως χρονικά απομακρυσμένες η μία από την άλλη. Κατά κανόνα η πρώτη αναφέρεται στην παιδική ηλικία του ήρωα, ενώ η δεύτερη δηλώνει το πέρασμα προς την ωριμότητα. Αυτό λοιπόν που υπογραμμίζεται είναι κάποιο γεγονός που σχετίζεται από τον αφηγητή με την ιδιωτική πλευρά της ύπαρξής του, αυτό προβάλλει την τάση μετάβασης από τα εξωτερικά γεγονότα στον έσω άνθρωπο, κοντολογίς μια εξομολογητική τάση. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι οι παπαδιαμαντικές αυτοδιηγητικές αφηγήσεις βρίσκονται ανάμεσα στο απομνημόνευμα και στην εξομολόγηση.

1. Και στις περιπτώσεις αυτές ο αφηγητής – πρωταγωνιστής κοιτάζει πίσω στο χρόνο και βλέπει τα γεγονότα της προηγούμενης ζωής του αναδρομικά. Από τη χρονική διαφορά προκύπτει η διφυΐα της αυτοδιηγητικής αφήγησης, που αγνοήθηκε όμως, γενικά, από τους μελετητές της οπτικής γωνίας.

Το Εγώ αυτών των αφηγήσεων έχει διπλή υπόσταση: είναι το Εγώ της ιστορίας και το Εγώ της αφήγησης που συνήθως αντιπροσωπεύουν αντίστοιχα τον εαυτό που βιώνει και τον εαυτό που αφηγείται. Οι δυο αυτές πλευρές του Εγώ χωρίζονται μεταξύ τους από ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο διάστημα χρόνου (την αφηγηματική απόσταση).

Αυτό το διάστημα και η ίδια η πράξη της αφήγησης είναι δυο παράγοντες που θέτουν σε αμφισβήτηση την ταυτότητα που η προσωπική αντωνυμία δημιουργεί μεταξύ του Εγώ που βιώνει και του Εγώ που αφηγείται. Αυτός που έζησε το παρελθόν και αυτός που το διηγείται είναι και δεν είναι το ίδιο πρόσωπο. Αυτός που έζησε «είδε» τα γεγονότα (αντιληπτική οπτική γωνία), ενώ αυτός που τα διηγείται δεν περιορίζεται στην απλή αναμετάδοση της όρασης, αλλά επενδύει κάθε περιστατικό με κάποια ιδεολογία (εννοιολογική οπτική γωνία).

Έτσι στην αυτοδιηγητική αφήγηση η φωνή μπορεί να είναι μία (αφού δεν υπάρχει διαφορά στην προσωπική αντωνυμία), αλλά υπάρχει ενδεχομένως διαφορά στην προοπτική ανάμεσα στο Εγώ που αφηγείται, ιδιαίτερα όταν η αφηγηματική απόσταση είναι μεγάλη. Στο σημείο αυτό μπορεί να εκτιμήσει κανείς τη χρησιμότητα του διαχωρισμού της προοπτικής από τη φωνή, που αναφέραμε στην Εισαγωγή.

Δεδομένου ότι ο λόγος ανήκει στο Εγώ που αφηγείται (εκτός από τις λίγες περιπτώσεις που παραχωρεί το λόγο στον εαυτό του ως ήρωα) το ερώτημα είναι ποιου την προοπτική υιοθετεί η αφήγηση. Ο Genette υποστηρίζει ότι ο αυτοδιηγητικός αφηγητής «πρέπει να σεβαστεί την εστίαση που καθορίζεται σε σχέση με την πληροφορία του ως αφηγητή κι όχι σε σχέση με την παρελθοντική πληροφορία του ως ήρωα» [...].

Αυτό σημαίνει ότι η αυτοδιηγητική αφήγηση είναι η περιοχή της εσωτερικής εστίασης μέσω του αφηγητή. Τυχόν εναλλαγές στην εστίαση, που μπορεί να μη μείνει αμετάβλητη σ’ όλο το μήκος του κειμένου, συνιστούν παραλήψεις (paralepsis), και παραλείψεις (paralipsis) αντίστοιχα [...]

Στην παράληψη εφοδιαζόμαστε με περισσότερες πληροφορίες «απ’ ό,τι επιτρέπεται κανονικά στον κώδικα της εστίασης που κυβερνά το σύνολο», ενώ στην παράλειψη με λιγότερες. Στην περίπτωση των διηγημάτων που μας απασχολούν η παράληψη έγκειται στον έμμεσο εφοδιασμό μας με περισσότερες πληροφορίες, απ’ όσες αρχικά υποπτευόμαστε, ενώ η παράλειψη στον περιορισμό του αφηγητή στα όρια του εαυτού του ως ήρωα. Οι παραλείψεις εγείρουν αγωνία, δημιουργούν μυστήριο, και από τη γενικότερη άποψη της αναγνωστικής διαδικασίας ειρωνεία, αυτό οφείλεται αφ’ ενός στην ανισότητα ήρωα – αφηγητή (οπότε φαίνεται ότι το Εγώ δεν είναι ενιαίο) και αφ’ ετέρου στην ανισότητα μεταξύ της πληροφορίας που δίνεται από τον ήρωα και της ερμηνείας που προσφέρει ο αναγνώστης. Έτσι, οι μεταβολές στην εστίαση διασπούν κατά κάποιο τρόπο την ταυτότητα που δημιουργεί η πρωτοπρόσωπη αντωνυμία [...].

Τα διηγήματα αυτά παρουσιάζονται κάπως αργά στη διηγηματογραφική παραγωγή του συγγραφέα, γύρω στο 1900, γράφτηκαν σε διάστημα μικρότερο της διετίας (1899-1901) [...].

Σχεδόν κατά γενική ομολογία τα διηγήματα αυτά θεωρούνται «αυτοβιογραφικά«, «αυτοψυχογραφικά«, «ντοκουμέντα για το πλησίασμα της προσωπικότητας και του έργου του συγγραφέα» που μαρτυρούν ότι «ο ηθικός κόσμος του Παπαδιαμάντη δοκιμάζεται από τον κρυφό κι ανικανοποίητο ερωτισμό του, από τα πάθη του, από τις εισβολές του πονηρού» [...].

Υπάρχουν όμως και αντίθετες απόψεις [...].

Με δυο λόγια, η μέχρι σήμερα κριτική κυμαίνεται ανάμεσα στη σημασία και στην αξία των έργων αυτών. Και όσον αφορά στη σημασία τα εξηγεί -πράγμα όχι και τόσο δύσκολο- σύμφωνα με μια βιογραφική προοπτική την οποία όμως ασκεί με απλουστευτικό τρόπο. Οι κριτικοί, δηλαδή, δεν αρκούνται να δείξουν ότι το κείμενο «βρίσκεται σε μια ορισμένη σχέση με το συγγραφέα του και ότι μπορεί γι’ αυτό να γίνει κατανοητό, εάν τα στοιχεία του συσχετιστούν με μια ψυχολογική αληθοφάνεια» [...] αλλά θεωρούν τα έργα αυτοβιογραφικά με την περιορισμένη και περιοριστική μάλλον έννοια της συμπερίληψης συμπαγών κομματιών της ζωής του συγγραφέα στο κείμενο. Έτσι, καταλήγουν στην απομόνωση στοιχείων που θεωρούνται ενδεικτικά είτε των ψυχολογικών τραυμάτων του συγγραφέα, που προέρχονται από την κοινωνική του μειονεξία, είτε εκφράσεις του απωθημένου και ανολοκλήρωτου ερωτισμού του.

Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, Αφηγηματικές Τεχνικές στον Παπαδιαμάντη, 1887-1910, Αθ.: Κέδρος, 1987, σσ.243-249.



ΓΙΑ ΤΗΝ Α' ΕΝΟΤΗΤΑ


ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ Α’ ΕΝΟΤΗΤΑΣ




Όλα τα χαρακτηριστικά που περιγράφει στην πρώτη παράγραφο της πρώτης ενότητας του διηγήματος φαίνεται να τα θεωρεί στοιχεία που συναπαρτίζουν, συνθέτουν την ευτυχία. «Πτωχόν βοσκόπουλον», «ωραίος έφηβος», «δεν ήξευρα ακόμη άλφα» και «χωρίς να το ηξεύρω ήμην ευτυχής»…Ενώ στις δύο τελευταίες παραγράφους της ενότητας «εξήλθα δικηγόρος», «εργάζομαι ως βοηθός», «μισώ», «είμαι περιωρισμένος και ανεπιτήδειος» και «καθώς ο σκύλος, ο δεμένος με πολύ κοντόν σκοινίον (…)»



Εντέχνως τα στοιχεία δίνονται όλα μαζί, κομμάτια που συνιστούν κάθε φορά την ευτυχία ή τη δυστυχία του αφηγητή. Και μάλιστα τα πρώτα, της ευτυχίας, περιγράφονται αναδρομικά, από την απόσταση του χρόνου, αναπόφευκτα βουτηγμένα στην εξωραϊστική νοσταλγία, αλλά κι από την απόσταση του χώρου, που ανοίγει το δρόμο στην «αρκαδική θεώρηση» της λειτουργίας της φύσης.



Η απώλεια ( απώλεια της αθωότητας, της εφηβικής ηλικίας, της ελεύθερης ζωής στη φύση, της ξεγνοιασιάς) θρέφει τον ανικανοποίητο πόθο, την παράλογη αλλά και σχεδόν ενστικτώδη επιθυμία επιστροφής στο χρόνο που ζήσαμε.



Καταλαβαίνουμε έτσι, πως τα διλήμματα «πόλη ή χωριό», «γράμματα ή άγνοια», «έφηβος ή ενήλικος» ήταν αρκετά επιφανειακά και πάντως, έτσι, από μόνα τους, όχι ο στόχος του Παπαδιαμάντη. Η σύγκριση φαίνεται να είναι μία και όλα αυτά μαζί τα εσωτερικά της στοιχεία.



Η ΓΛΩΣΣΑ



Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ




« Λένε, συνήθως, ότι ως ηθογράφος έγραφε στην καθαρεύουσα τα περιγραφικά, ενώ στο ντόπιο ιδίωμα τα διαλογικά μέρη των διηγημάτων του. Εντούτοις και με λίγη προσοχή διαπιστώνει κανείς ότι κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Η καθαρεύουσά του διασαλεύεται και στα περιγραφικά μέρη, με επεμβάσεις που θα μπορούσαν να κωδικοποιηθούν ( αν και ο κατεξοχήν κανόνας που εφαρμόζει είναι η μη αυστηρή τήρηση κανόνων):

προσθέτει τελικά ‘ν’ σε λαϊκές λέξεις ( την «πίτταν»),

καθώς και συλλαβική αύξηση σε λαϊκά ρήματα («εξενοδούλευε»),

μετατρέπει τα ψιλά, όπως λέγονται, σύμφωνα των φθόγγων μπ, ντ (b, d) στα αντίστοιχα δασέα για να εκλογιοτατίσει λαϊκές λέξεις («εμβαρκάρισε» αντί μπαρκάρισε).

Ελεύθερα κινείται και στους τονισμούς (π.χ τη μετοχή τού λαϊκού αυτιάζομαι, αδόκιμη και αυτή, τονίζει με τους κανόνες της καθαρεύουσας, «αυτιαζομένη»).



Ένας άνεμος ελευθερίας έπνεε στα κείμενά του, μέσα σ’ ένα κλίμα τρομοκρατίας που υπήρχε στο γλωσσικό ζήτημα. (…) Πρόσφερε κατάμουτρα στους τυφλώττοντες μονομανείς τη μεικτή γλώσσα του (όλος ο πολιτισμός μας υπήρξε αποτέλεσμα σύγκρασης λαϊκότητας και λογιοσύνης). Συντρόφευε ο Παπαδιαμάντης στοιχεία από εποχές και περιοχές της ευρύτατης ελληνικής γλωσσικής επικράτειας.



Και βέβαια δεν πρόκειται για λίθους και πλίνθους ατάκτως ερριμμένους. Όπως εύστοχα παρατήρησε ο Κωστής Παπαγιώργης, η καθαρεύουσά του,

«παρουσιάζει αναβαθμούς». Κι όταν περιγράφει τη Φύση, «όπου έχουμε την εντύπωση ότι ο συγγραφέας επιδίδεται στην απόδοση κάποιας μυστικής γωνιάς του Παραδείσου» η γλώσσα του αίρεται και καθαίρεται σαν ένας τελετουργικός ύμνος στο δημιουργό της.

Τα λαϊκά στοιχεία αρχίζουν να εμφανίζονται, όταν ο άνθρωπος επίσης εμφανίζεται επί σκηνής. Η αμιγής καθαρεύουσα ανυψώνει, η ανάμειξή της με λαϊκά στοιχεία προσγειώνει. Έγραφα κι εγώ σχετικά με το θέμα τούτο:

«Αυτή η διαλεκτική, της ανύψωσης και της καθόδου, εκφραζόμενη με τη συμβολή των γλωσσικών συμβόλων, είναι η σύνθεση της πεζογραφίας του Παπαδιαμάντη. Από δω και πέρα η προσθήκη ενός μη αναμενόμενου ν,

η αφαίρεση, μη αναμενόμενη, μιας αύξησης,



η εναρμόνιση, τελικά, των καταρχήν αλληλοσυγκρουόμενων γλωσσικών στοιχείων,



είναι το έργο της ανεπανάληπτης ποιητικής και μουσικής ευαισθησίας του Παπαδιαμάντη».



ΑΡΚΑΔΙΣΜΟΣ - ΠΟΙΜΕΝΙΚΟ ΕΙΔΥΛΛΙΟ



Tο αναδρομικό όραμα μιας ανυπέρβλητης ευτυχίας που γνώρισε κάποιος στο παρελθόν και ζει βαθιά στη μνήμη, αλλά δεν μπορεί να αποκτηθεί και πάλι στο παρόν, ονομάστηκε «Αρκαδικό Ιδεώδες». Στέκεται στον αντίποδα της οδυνηρής πραγματικότητας της αστικής ζωής. Η Αρκαδία ριζώθηκε μέσα στη συνείδηση των πνευματικών ανθρώπων της Δύσης σαν τόπος ιδανικός, ειρηνικός και ευτυχισμένος, τόπος νοσταλγίας, τόπος επίγειας ευτυχίας, όπου κυριαρχεί η απλότητα, η αθωότητα, η γαλήνη, η ειρήνη, η δικαιοσύνη.




Το φαινόμενο αυτό στην ιστορία της τέχνης επηρέασε πλήθος καλλιτεχνών, τόσο στις εικαστικές τέχνες (ζωγραφική, αρχιτεκτονική τοπίου και νομίσματα) όσο και στη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία.



Στα κείμενα η αρκαδική ευτυχία άλλοτε θρηνείται και άλλοτε επιζητείται με πάθος αλλά και χωρίς αποτέλεσμα. Έτσι, η Αρκαδία θεωρείται το φανταστικό βασίλειο του έρωτα, της ομορφιάς, το ενσαρκωμένο όνειρο κάποιας ανέκφραστης ευτυχίας.

Γιατί η Αρκαδία; Κατά την αρχαιότητα θεωρούνταν το βασίλειο των ποιμένων και του θεού Πάνα. Εκεί ο Πάνας κι οι Νύμφες χαιρόντουσαν μια υπέροχη, φυσική ζωή. Οι κάτοικοί της φημίζονταν για την απλότητά τους και την άγνοια για τα τεκταινόμενα στον υπόλοιπο κόσμο, για την αγροτική τους αρετή και το μουσικό τους τάλαντο.

Τα ποιμενικά ειδύλλια εκπορεύονται απ' αυτό το χώρο. Είναι μεγάλες αφηγηματικές συνθέσεις με σύνθετη πλοκή, εμπλουτισμένες με στίχους τραγουδιών και χαρακτήρες που μετέχουν στην ποιμενική ζωή.

Γαλήνη, πραότητα, φυσικό και απόνηρο πνεύμα, τρυφερότητα, απόλαυση αθώων ηδονών, συνοδευόμενη από λιτότητα και αυτάρκεια. Ένας παραδείσιος κόσμος, αγγελικά πλασμένος, γεμάτος χαρίεσσες υπάρξεις μέσα σε μια πρωτόγονη φύση. Ειδυλλιακές περιγραφές και έρωτες, συνήθως άγουροι, νεανικοί, αθώοι, τότε που αφυπνίζεται το ερωτικό συναίσθημα ξαφνιάζοντας και τα ίδια τα υποκείμενα.

Χαρακτηριστικά, δηλαδή, που βλέπουμε να έχουν χτυπήσει την πόρτα του διηγήματός μας .



ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ




Τα στοιχεία στα οποία εστιάζουμε στο βιογραφικό είναι αυτά που παραπέμπουν στο διήγημα:

* ζωή, μικρός, στη Σκιάθο, μεγάλος στην Αθήνα.

* στενή σχέση με την εκκλησία (πατέρας ιερέας, ο ίδιος ψάλει από μικρός, αγιογραφεί, ζει στο Άγιον Όρος ως δόκιμος μοναχός για οκτώ μήνες, συχνάζει στις αγρυπνίες κλπ)

* η ζωή στην Αθήνα δεν του αρέσει, κάποια στιγμή θα την εγκαταλείψει.

* αίσθηση αποτυχίας, χαμηλή αυτοεκτίμηση (διακόπτει πολλές φορές τις σπουδές του, δεν τελειώνει ποτέ το Πανεπιστήμιο, δε διαχειρίζεται σωστά το χρήμα, όταν το έχει, πίνει συστηματικά, δε θεωρεί τον εαυτό του ικανό να υπηρετήσει το μοναχικό σχήμα κα)

* μονήρης, ασκητικός, χωρίς πολλές σχέσεις.

1851: Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννιέται στη Σκιάθο. Ο πατέρας του, ιερέας, τον οποίο και ακολουθεί στις λειτουργίες ( "μικρός ἐζωγράφιζα ἁγίους"). Μεγαλώνει ανάμεσα σε εννιά αδέλφια.

1856: Δημοτικό στη Σκιάθο, σχολαρχείο στη Σκιάθο και τη Σκόπελο, Γυμνά-

-1870 σιο στη Χαλκίδα ( εἶτα ἔγραφα στίχους καί ἐδοκίμαζα να συντάξω κωμωδίας") και τον Πειραιά, " εἶτα διέκοψα τάς σπουδάς μου καί ἔμεινα εἰς τήν πατρίδα".

1872: Μεταβαίνει στο Άγιον Όρος " χάριν προσκυνήσεως, ὅπου ἔμεινα ὀλίγους μῆνας" ως δόκιμος μοναχός. Δε θεωρούσε, όμως, τον εαυτό του άξιο να φέρει το "αγγελικό σχήμα" και έφυγε.

1873-4: Πειραιάς. Φοιτά στο Βαρβάκειο απ' όπου παίρνει απολυτήριο. Γράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, την οποία και δε θα τελειώσει ποτέ. Στο μεταξύ ασχολείται με τις ξένες γλώσσες και

1875- φτωχοζεί στην Αθήνα, ολιγαρκής και λιτοδίαιτος, όπου αρχίζει και 1890 γράφει πιο συστηματικά, δημοσιεύει κείμενά του στις εφημερίδες της εποχής, μεταφράζει, συχνάζει στις αγρυπνίες του Αγίου Ελισσαίου στην Πλάκα, ψέλνοντας πολλές φορές ο ίδιος. Ζει ασκητικά, ζωή μοναχική κι εργένικη, χωρίς πολλές επαφές και κοινωνικές σχέσεις, πίνει και καπνίζει έτσι που η υγεία του κλονίζεται.

1890: Αρχίζει και επισκέπτεται τακτικότερα τη Σκιάθο, ώσπου, το

1908 επιστρέφει οριστικά, με σκοπό να μην ξαναγυρίσει στην πόλη "της δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών...".

1911: Αφήνει την τελευταία του πνοή στο νησί του που τόσο αγάπησε.



Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

  ΟΙ ΦΩΤΟΤΥΠΙΕΣ ΠΟΥ ΘΑ ΣΑΣ ΔΟΘΟΥΝ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΟΙ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΑΣ ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΔΕΝ ΕΠΑΡΚΟΥΝ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ . ΕΠΙΜΕΝΩ ΛΟΙΠΟΝ ΝΑ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΤΕ ΚΑΙ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΤΙΣ ΣΕΛΙΔΕΣ 248-286 ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΑΝΑΠΑΡΑΓΟΥΜΕ ΣΕ ΤΕΤΟΙΑ ΠΟΣΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ .
   ΚΑΛΗ ΑΡΧΗ ΛΟΙΠΟΝ !!!



Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2012

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

   ΑΦΟΥ ΛΟΙΠΟΝ ΣΥΝΔΥΑΣΕΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΠΟΜΕΝΕΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΜΕ ΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΥ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ (ΣΕΛΙΔΕΣ 230-243) , ΤΙΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΕΕ ΚΑΙ ΤΙΣ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΑΣ (ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΙΣ ΦΩΤΟΤΥΠΙΕΣ) , ΕΧΕΤΕ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΕΙ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΒΙΖΥΗΝΟΥ . ΠΡΟΣΟΧΗ ΚΑΙ ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΣΤΙΣ ΣΕΛΙΔΕΣ 334-338. ΚΑΛΟ ΚΟΥΡΑΓΙΟ !!!

ΒΙΖΥΗΝΟΣ ΚΑΙ ΗΘΟΓΡΑΦΙΑ



ΒΙΖΥΗΝΟΣ ΚΑΙ ΗΘΟΓΡΑΦΙΑ\ ΔΙΑΦΟΡΑ ΜΕ ΤΗ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ




Ας ξέρουμε πως ηθογραφικά είναι τα κείμενα που περιγράφουν τη ζωή στην ελληνική ύπαιθρο, τη ζωή των απλών ανθρώπων της υπαίθρου.

Τη ζωή τους μέσα από τις τοπικές παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα,

καθώς και τις συνήθειες, το χαρακτήρα και τη νοοτροπία τους.



Βέβαια, καθώς εκείνη την εποχή (τέλη 19ου αιώνα) η διαφορά στον τρόπο ζωής ανάμεσα στην επαρχία και στα αδιαμόρφωτα ακόμη ελληνικά αστικά κέντρα είναι πολύ μικρή,

μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η ηθογραφία

«αποτυπώνει όψεις του ενιαίου ελληνικού κόσμου, που διατηρεί μια παραδοσιακή δομή

κι έναν τρόπο ζωής ανάλλαχτο ίσως εδώ και πολλούς αιώνες» ( Κ. Μητσάκης)

Μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά των ηθογράφων είναι:



-καλλιεργούν σχεδόν αποκλειστικά το διήγημα



- χαρακτηρίζονται από έντονο λυρισμό και εμπνέονται από τα προσωπικά τους βιώματα και εμπειρίες, χρησιμοποιώντας τον τόπο καταγωγής τους ως πλαίσιο για τα έργα τους.



- συνδυάζουν και τη λαογραφία, την αναλυτική, δηλαδή, καταγραφή των ηθών και των εθίμων του λαού.



Η τάση αυτή στη νεοελληνική πεζογραφία ξεκινά γύρω στα 1880 και συνεχίζεται ως τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα.

Ο Βιζυηνός θεωρείται ο βασικός εισηγητής

του ηθογραφικού διηγήματος ( όπως, άλλωστε, και ο Παπαδιαμάντης).

Διαβάζοντας το έργο του, καταλαβαίνουμε ότι ο Βιζυηνός δεν καλύπτεται επαρκώς

από τον όρο «ηθογραφία», από το χαρακτηρισμό «ηθογράφος συγγραφέας».

Κι αυτό γιατί η ηθογραφία «μας δίνει συνήθως μια φωτογραφική,

μια επίπεδη όψη του κόσμου, από τον οποίο λείπει η τρίτη διάσταση,

το βάθος της ανθρώπινης ψυχής. Αυτή τη διάσταση στην πεζογραφία της εποχής του

και γενικά στη νεοελληνική πεζογραφία

την έφερε πρώτος με το έργο του ο Γ. Βιζυηνός» ( Κ. Μητσάκης)

Ο Βιζυηνός «μπολιάζει» με αυτή τη διάσταση την ηθογραφία,

προχωράει πιο μακριά απ’ αυτή.

Όπως γράφει κι ο Π. Μουλλάς: «Ο Βιζυηνός μπορεί να κλείνει μέσα στο έργο του

ένα πλήθος από λαογραφικά στοιχεία, αλλά βρίσκεται πολύ μακριά

από τους απλοϊκούς «ηθογράφους» της γενιάς του,

που καταγράφουν τις εμπειρίες και τις μνήμες τους, χωρίς πάντα να ξέρουν γιατί. Συγγραφέας – διανοούμενος αυτός δεν ανήκει στη χορεία των δημοσιογράφων που συντάσσουν επίκαιρα ηθογραφικά αφηγήματα (…). Η μοίρα του είναι διαφορετική, μοναχική, παραμυθένια.» Και παρακάτω: « δεν είναι ο αφελής παραμυθάς που ανασκαλεύει τα μεταλλεύματα της μνήμης του, ανυποψίαστος για την αξία τους· είναι ο λόγιος που παρακολούθησε από κοντά στο εξωτερικό την πορεία του θετικισμού ή του νατουραλισμού, την εξέλιξη της πειραματικής ψυχολογίας, της φιλοσφοφίας και της αισθητικής, τις θεωρητικές συζητήσεις για το φολκλόρ(…)»

Το ότι, λοιπόν, ο Βιζυηνός δίνει βάθος στην επίπεδη ηθογραφία,

προσθέτοντας την τρίτη διάσταση, αυτή της της ψυχογραφίας των χαρακτήρων του,

είναι αυτό που κάνει τη διαφορά του και από τους συγχρόνους του.

Όπως παρατηρεί ο Κ. Μητσάκης, «ο Βιζυηνός είναι δημιουργός αληθινών ανθρώπων. Οι χαρακτήρες του είναι αληθινοί, γιατί δεν είναι απλά γραφικά ενεργούμενα μέσα σε ένα ειδυλλιακό ντεκόρ· είναι ανθρώπινες υπάρξεις που ωριμάζουν, δικαιώνονται και αγιάζουν μέσα στο σωματικό και ψυχικό πόνο. (…) Δεν είναι άτομα μοναχικά, που πάει να πει αντικοινωνικά. Αντίθετα, βρίσκονται σε στενή επαφή και οργανική σχέση με τον περίγυρό τους, τόσο τον ανθρώπινο όσο και το φυσικό. Το αποτέλεσμα είναι να υπάρχει μια αξεδιάλυτη ενότητα του ανθρώπου με τον τόπο του μέσα στο χρόνο.»

Γι’ αυτό και τα διηγήματα του Βιζυηνού λειτουργούν σε πολλά επίπεδα.



ΔΙΑΦΟΡΑ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΩΝ – ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ



Εκείνο που χρειάζεται να καταλάβουμε είναι πως η ηθογραφία αποτελεί το συνολικότερο τρόπο με τον οποίο στήνει την ιστορία του ο συγγραφέας, τον τρόπο που αντιμετωπίζει, περιγράφει, σκηνοθετεί την ιστορία του. Γι’ αυτό μέσα μπορούν να περνάνε και οι χαρακτήρες των ανθρώπων, οι ιστορίες τους, το περιβάλλον τους, οι σχέσεις τους.

Ενώ τα λαογραφικά στοιχεία ( γι’ αυτό τα λέμε και στοιχεία) αποτελούν πληροφορίες που αφορούν στα ήθη και τα έθιμα, στην παραδοσιακή ζωή. Έτσι, στα ηθογραφικά διηγήματα θα μπορούμε να συναντάμε λαογραφικά στοιχεία, διάσπαρτα ή εμβόλιμα, οργανικά δεμένα με την πλοκή του έργου, άλλοτε στενότερα και άλλοτε χαλαρότερα



ΒΑΣΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗΣ



ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ – ΤΡΟΠΟΙ




Οι λειτουργίες του αφηγητή

0 αφηγητής μπορεί να είναι πρόσωπο της αφήγησης, με πρωταγωνιστικό ή δευτερεύοντα ρόλο, ή μπορεί να είναι αμέτοχος στα γεγονότα. Αν συμμετέχει στην ιστορία (είτε ως βασικός ήρωας είτε ως απλός παρατηρητής ή αυτόπτης μάρτυρας), τον ονομάζουμε «ομοδιηγητικό αφηγητή». Σ’ αυτή την περίπτωση ο αφηγητής αφηγείται σε πρώτο ρηματικό πρόσωπο (πρωτοπρόσωπη αφήγηση).

Διακρίνονται δύο παραλλαγές του ομοδιηγητικού αφηγητή: ο αφηγητής-παρατηρητής/θεατής, δηλαδή ο αφηγητής που είναι παρατηρητής/μάρτυρας των συμβάντων της αφήγησης, και ο αφηγητής-πρωταγωνιστής, δηλαδή ο αφηγητής που συμμετέχει στην αφήγηση ως βασικός ήρωας. Όταν μάλιστα αφηγείται σε πρώτο ρηματικό την προσωπική του ιστορία, ονομάζεται ιδιαίτερα «αυτοδιηγητικός αφηγητής».

Αν ο αφηγητής δεν συμμετέχει καθόλου στην ιστορία που διηγείται ονομάζεται «ετεροδιηγητικός αφηγητής». Στην περίπτωση αυτή ο συγγραφέας αναθέτει την αφήγηση σε πρόσωπο ξένο προς την ιστορία, την οποία παρουσιάζει σε τρίτο πρόσωπο (τριτοπρόσωπη αφήγηση). Ονομάζεται, ιδιαίτερα, «παντογνώστης αφηγητής» (ή «αφηγητής-Θεός») αυτός που βρίσκεται παντού και πάντοτε και γνωρίζει τα πάντα, ακόμα και τις πιο απόκρυφες σκέψεις των προσώπων της αφήγησης.

Η εστίαση

Με τον όρο «εστίαση» αναφερόμαστε στην απόσταση που παίρνει ο αφηγητής από τα πρόσωπα της αφήγησης. Ο Ζενέτ προτείνει τους ακόλουθους τρεις τύπους εστίασης της τριτοπρόσωπης αφήγησης:

• Αφήγηση χωρίς εστίαση (ή μηδενική εστίαση): ο αφηγητής γνωρίζει περισσότερα από τα πρόσωπα. Αντιστοιχεί στην αφήγηση με παντογνώστη αφηγητή.

• Αφήγηση με εσωτερική εστίαση: η αφήγηση παρακολουθεί ένα από τα

πρόσωπα ή ο αφηγητής ξέρει τόσα, όσα και το πρόσωπο από τη σκοπιά του οποίου αφηγείται.

• Αφήγηση με εξωτερική εστίαση: ο αφηγητής ξέρει λιγότερα από τα πρόσωπα. Στην περίπτωση αυτή ο ήρωας δρα, χωρίς ο αναγνώστης να μπορεί να μάθει τις σκέψεις του (π.χ. αστυνομικά μυθιστορήματα).

0 χρόνος της αφήγησης

Τρεις χρονικές τοποθετήσεις της αφήγησης χρονικά, σε σχέση με την ιστορία, είναι πιθανές: το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Με βάση αυτά τα χρονικά επίπεδα, η αφήγηση μπορεί να είναι τεσσάρων ειδών:

• Η μεταγενέστερη αφήγηση. Είναι η πιο συχνή. Διηγούμαστε την ιστορία αφού έχει εξ ολοκλήρου συντελεστεί.

• Η προγενέστερη αφήγηση, που προηγείται της έναρξης της ιστορίας.

• Η ταυτόχρονη αφήγηση, της οποίας η εκφώνηση είναι σύγχρονη της ιστορίας.

• Η παρέμβλητη αφήγηση, όπου ο αφηγητής διηγείται μαζί με τα γεγονότα που συντελέστηκαν και τις σκέψεις που του έρχονται κατά τη στιγμή της γραφής.

H χρονική σειρά των γεγονότων

Συχνά ο αφηγητής παραβιάζει την ομαλή χρονική πορεία για να γυρίσει προσωρινά στο παρελθόν ή αφηγείται ένα γεγονός που πρόκειται να διαδραματιστεί αργότερα. Τις παραβιάσεις αυτές τις ονομάζουμε αναχρονίες και τις διακρίνουμε σε:

Αναδρομικές αφηγήσεις I αναδρομές ή αναλήψεις και Πρόδρομες αφηγήσεις ή προλήψεις.

Αναδρομή είναι η τεχνική κατά την οποία διακόπτεται η κανονική χρονική σειρά των συμβάντων για να εξιστορηθούν γεγονότα του παρελθόντος, ενώ στην πρόληψη ο αφηγητής κάνει λόγο εκ των προτέρων για γεγονότα που θα γίνουν αργότερα.

Άλλες τεχνικές με τις οποίες παραβιάζεται η ομαλή, φυσική χρονική σειρά:

• In medias res: η λατινική αυτή φράση σημαίνει «στο μέσο των πραγμάτων», δηλαδή στη μέση της υπόθεσης, και αποτελεί μια τεχνική της αφήγησης σύμφωνα με την οποία το νήμα της ιστορίας δεν ξετυλίγεται από την αρχή, αλλά ο αφηγητής αρχίζει την ιστορία από το κρισιμότερο σημείο της πλοκής και, έπειτα, με αναδρομή στο παρελθόν, παρουσιάζονται όσα προηγούνται του σημείου αυτού. Με την τεχνική αυτή διεγείρεται το ενδιαφέρον του αναγνώστη και η αφήγηση δεν γίνεται κουραστική.

• Εγκιβωτισμός: σε κάθε αφηγηματικό κείμενο υπάρχει μια κύρια αφήγηση που αποτελεί την αρχική ιστορία και υπάρχουν και μικρότερες, δευτερεύουσες αφηγήσεις μέσα στην κύρια αφήγηση που διακόπτουν την ομαλή ροή του χρόνου. Αυτή η «αφήγηση μέσα στην αφήγηση»

ονομάζεται εγκιβωτισμένη αφήγηση ή εγκιβωτισμός.

• Παρέκβαση/παρέμβλητη (εμβόλιμη) αφήγηση: είναι η προσωρινή διακοπή της φυσικής ροής των γεγονότων και η αναφορά σε άλλο θέμα που δεν σχετίζεται άμεσα με την υπόθεση του έργου.

• Προϊδεασμός/προσήμανση: είναι η ψυχολογική προετοιμασία του αναγνώστη από τον αφηγητή για το τι πρόκειται να ακολουθήσει.

• Προοικονομία: είναι ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας διευθετεί τα γεγονότα και δημιουργεί τις κατάλληλες προϋποθέσεις, ώστε η εξέλιξη της πλοκής να είναι για τον αναγνώστη φυσική και λογική.

Η χρονική διάρκεια

0 χρόνος της αφήγησης έχει τις ακόλουθες σχέσεις με τον χρόνο της ιστορίας, με κριτήριο τη διάρκεια των γεγονότων:

O χρόνος της αφήγησης μπορεί να είναι μικρότερος από τον χρόνο της ιστορίας, όταν ο αφηγητής συμπυκνώνει τον χρόνο (συστολή του χρόνου) και παρουσιάζει συνοπτικά (σε μερικές σειρές) γεγονότα που

έχουν μεγάλη διάρκεια. Με τον τρόπο αυτό, ο ρυθμός της αφήγησης επιταχύνεται.

• Ο χρόνος της αφήγησης μπορεί να είναι μεγαλύτερος από τον χρόνο της ιστορίας, όταν ο αφηγητής επιμηκύνει τον χρόνο (διαστολή του χρόνου) και παρουσιάζει αναλυτικά γεγονότα που διαρκούν ελάχιστα.

Με τον τρόπο αυτό επιβραδύνεται ο ρυθμός της αφήγησης.

• Ο χρόνος της αφήγησης είναι ίσος με τον χρόνο της ιστορίας, συνήθως σε διαλογικές σκηνές.

Για να συντομεύσει τον χρόνο της αφήγησης, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τις ακόλουθες τεχνικές:

• Επιτάχυνση: παρουσιάζει σύντομα γεγονότα που έχουν μεγάλη διάρκεια.

• Παράλειψη: κάποια γεγονότα δεν τα αναφέρει καθόλου, επειδή δεν σχετίζονται με την ιστορία.

• Περίληψη: παρουσιάζει συνοπτικά τα ενδιάμεσα γεγονότα.

•Έλλειψη ή αφηγηματικό κενό: ο αφηγητής παραλείπει ένα τμήμα της ιστορίας ή κάποια γεγονότα που εννοούνται εύκολα ή δεν συμβάλλουν ουσιαστικά στην πλοκή.

Η τεχνική με την οποία ο συγγραφέας διευρύνει τον χρόνο της αφήγησης είναι:

•Η επιβράδυνση: γεγονότα που έχουν μικρή διάρκεια στην πραγματικότητα παρουσιάζονται εκτεταμένα στην αφήγηση.

Η χρονική συχνότητα

Η αφηγηματική συχνότητα καθορίζεται από τη σχέση της εμφάνισης ενός γεγονότος στην ιστορία και της έκθεσής του μέσα στην αφήγηση. Έτσι, μοναδική αφήγηση είναι η αφήγηση αυτού που έγινε μία φορά, επαναληπτική είναι η επανάληψη X φορές αυτού που έγινε μια φορά, θαμιστική είναι αφήγηση μία φορά αυτού που έγινε X φορές και πολυμοναδική είναι η αφήγηση X φορές αυτού που έγινε X φορές.

Στοιχεία πλοκής –Δραματικά απρόοπτα

Κάποιο γεγονότα συμβαίνουν ξαφνικά, χωρίς να το περιμένει ο θεατής και αλλάζουν την πορεία του μύθου.

Αφηγηματικοί τρόποι

Μέρος των αφηγηματικών τεχνικών ενός κειμένου είναι και οι αφηγηματικοί τρόποι που απαντούν στο ερώτημα «πώς αφηγείται» κάποιος. Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο όρος αφηγηματικές τεχνικές είναι ευρύτερος και σ’ αυτόν υπάγονται και οι τρόποι με τους οποίους αφηγείται κάποιος και οι οποίοι είναι οι εξής:

•Έκθεση ή αφήγηση: είναι η παρουσίαση γεγονότων και πράξεων, την οποία ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης διέκριναν σε «διήγηση» και «μίμηση». Στη διήγηση ο αφηγητής αφηγείται μια ιστορία με τη δική του φωνή, ενώ στη μίμηση δανείζεται τη φωνή άλλων προσώπων.

• Διάλογος: είναι τα διαλογικά μέρη σε ευθύ λόγο και σε πρώτο πρόσωπο.

• Περιγραφή: η αναπαράσταση προσώπων, τόπων, αντικειμένων, η αφήγηση καταστάσεων.

• Σχόλιο: η παρεμβολή σχολίων, σκέψεων, γνωμών από τον αφηγητή, έξω από τη ροή της αφήγησης, που στοιχειοθετεί, όπως και η περιγραφή, μια επιβράδυνσή της.

• Ελεύθερος πλάγιος λόγος: η πιστή απόδοση σκέψεων, διαθέσεων ή συναισθημάτων σε γ’ πρόσωπο και σε παρωχημένο χρόνο. To τμήμα αυτό φαίνεται να ανήκει στην καθαρή αφήγηση, στην ουσία όμως εύκολα μετατρέπεται σε ευθύ λόγο.

• Εσωτερικός μονόλογος: η απόδοση των σκέψεων ή συναισθημάτων σε α’ πρόσωπο και σε χρόνο ενεστώτα.





ΒΑΣΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ


ΒΑΣΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ




Κατά τη μελέτη του κειμένου, θα πρέπει να προσεχθούν ιδιαίτερα:



Το αυτοβιογραφικό και βιωματικό στοιχείο του κειμένου

Η αυτοβιογραφική υπόσταση του κειμένου καθίσταται σαφής με:

- την πρωτοπρόσωπη αφήγηση που δημιουργεί αμέσως την αίσθηση πως μας παρουσιάζεται η προσωπική ιστορία του αφηγητή

- την εσωτερική εστίαση με την οποία δίνεται η αφήγηση (μαθαίνουμε τα γεγονότα όπως τα είδε και τα αντιλήφθηκε ο αφηγητής)

- τον ομοδιηγητικό αφηγητή, ο οποίος μας αφηγείται τη δική του ιστορία

- της ύπαρξης ενός ενδοδιηγητικού αφηγητή (της μητέρας), που ενισχύει την αίσθηση πως η αφήγηση δίνεται από τα πρόσωπα που έζησαν πραγματικά τα γεγονότα της ιστορίας

- τον ελεύθερο πλάγιο λόγο, με τον οποίο ο αφηγητής εντάσσει τα λόγια των άλλων προσώπων στο δικό του αφηγηματικό λόγο, αποκαλύπτοντας έτσι πως ήταν παρών όταν αυτά ειπώθηκαν

- τις κτητικές αντωνυμίες (ήδη από τον τίτλο: της μητρός μου)

- τα ονόματα των ηρώων που ταυτίζονται με τα πραγματικά ονόματα των μελών της οικογένειας του αφηγητή και ιδίως το όνομα του ίδιου του αφηγητή

Το βιωματικό στοιχείο του κειμένου, η αίσθηση δηλαδή ότι ο αφηγητής μας παρουσιάζει γεγονότα που τα έχει ζήσει ο ίδιος, ενισχύεται αφενός από την αυτοβιογραφική υπόσταση του κειμένου κι αφετέρου από την ταύτιση των γεγονότων της αφήγησης με την πραγματική ιστορία του αφηγητή.

Ο θάνατος του πατέρα, ο θάνατος της Αννιώς, τα ταξίδια του αφηγητή στην Πόλη και στην Κύπρο, η πολύχρονη παραμονή του στο εξωτερικό, είναι γεγονότα που συμφωνούν με την πραγματική του ιστορία.



Τα ψυχογραφικά χαρακτηριστικά του διηγήματος και η διείσδυση στο ψυχικό βάθος των κειμενικών προσώπων

Η ψυχογραφική διάσταση του κειμένου εξυπηρετείται:

- με την προσεκτική παρακολούθηση των πράξεων των προσώπων και του αντίκτυπου που έχουν αυτές στα υπόλοιπα πρόσωπα. Οι πράξεις και οι διαθέσεις της μητέρας παρακολουθούνται με αγωνία από τον αφηγητή-παιδί που αποζητά απεγνωσμένα την αγάπη και την προσοχή της

- με τη χρήση σύντομων εσωτερικών μονολόγων, όπου οι ήρωες μας παρουσιάζουν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους (π.χ. οι σκέψεις του μικρού παιδιού έχοντας ακούσει την προσευχή της μητέρας, οι σκέψεις της μητέρας, στα πλαίσια της δικής της αφήγησης, όταν αντιλαμβάνεται ότι η Αννιώ κινδυνεύει να πεθάνει παρά τις φροντίδες που της παρέχει)

- με την περιγραφή των αντιδράσεων των προσώπων στα πλαίσια των συγκρούσεών τους ή μπροστά σε σημαντικά γεγονότα (προσευχή της μητέρας, αμάρτημα της μητέρας, εξομολόγηση στον αφηγητή και στον πατριάρχη)

Η επιθυμία του αφηγητή να παρουσιάσει τη συναισθηματική κατάσταση των ηρώων, τις ιδιαίτερες ψυχολογικές τους διακυμάνσεις και φυσικά την επίδραση που ασκούν στην ψυχοσύνθεσή τους τα σημαντικά γεγονότα της ιστορίας, διατρέχει όλο το κείμενο και αποτελεί την πρωταρχική μέριμνά του.



Η κυριαρχία του μέτρου στην απόδοση του δράματος και η απουσία ακροτήτων και υπερβολών

Η συγκράτηση που χαρακτηρίζει την αφήγηση του Βιζυηνού και η απουσία συναισθηματικών εξάρσεων και υπερβολών, που προσφέρουν μια αίσθηση ωριμότητας και ελέγχου στο κείμενο, μπορούν να αποδοθούν σε δύο στοιχεία.

α) Το κείμενο γράφεται στα χρόνια που γίνεται η εμφάνιση του Ρεαλισμού στην ελληνική πεζογραφία. Η κόπωση που έχει προκαλέσει ο μελοδραματισμός και οι ακρότητες του Ρομαντισμού, οδηγούν σε μια πιο μετρημένη πεζογραφική απόδοση των δραματικών γεγονότων.

Ο Ρεαλισμός αποζητά την απελευθέρωση του αναγνώστη από την καθοδήγηση του συγγραφέα/αφηγητή. Τα γεγονότα παρουσιάζονται ως έχουν κι ο αναγνώστης αφήνεται ελεύθερος να αισθανθεί γι’ αυτά όπως ο ίδιος θέλει, χωρίς την προσπάθεια του αφηγητή να τον οδηγήσει στη συγκίνηση με έντονα φορτισμένες αφηγηματικές περιγραφές.

β) Η σημαντική παιδεία του συγγραφέα και η συστηματική μελέτη της ψυχολογίας τον αποτρέπουν ενστικτωδώς από τις συναισθηματικές ακρότητες. Ο Βιζυηνός επιθυμεί να επενδύσει στη βαθύτητα του κειμένου, μέσω της ψυχογραφικής του διάστασης, και όχι σε μια επιφανειακή επιδίωξη της συγκίνησης του αναγνώστη.



Ο λαογραφικός θησαυρός που καταγράφεται στο κείμενο

Το Αμάρτημα της μητρός μου περιέχει πληθώρα λαογραφικών στοιχείων, καθώς ο συγγραφέας φροντίζει να καταγράψει ήθη και έθιμα της γενέτειράς του, λαϊκές αντιλήψεις για την έναρξη και την έκβαση της ασθένειας, αλλά και λιγότερο γνωστές λαϊκές συνήθειες, όπως είναι η ιεροτελεστία για την επίκληση της ψυχής ενός πεθαμένου προσφιλούς προσώπου.

Αναλυτικότερα, στο κείμενο βρίσκουμε: πληροφορίες για τη θέση της γυναίκας, στοιχεία για τα λαϊκά και απλοϊκά μέσα αντιμετώπισης των ασθενειών, στα οποία συμπλέκεται η θρησκεία με τη δεισιδαιμονία, τις λαϊκές αντιλήψεις για το «εξωτικόν» και για το δαιμονισμό των ανθρώπων από τη δύναμη του κακού, αλλά και για τα θρησκευτικά δρώμενα που αποσκοπούσαν στην υπερνίκηση του κακού.

Επίσης, μας δίνονται βασικές πληροφορίες για το εθιμοτυπικό της υιοθεσίας, για το γλέντι του γάμου, για το θεσμό της προίκας, για το θρήνο των νεκρών.

Κατά την περιγραφή της μητέρας και του πατρικού σπιτιού αντλούμε πληροφορίες για την ενδυμασία της εποχής, αλλά και για την αρχιτεκτονική των σπιτιών.

Βρίσκουμε ακόμη αναφορές για τα μοιρολόγια, για τα συγχωροχάρτια, για τη συνήθεια της εξομολόγησης, και φυσικά ακούμε τη γνήσια δημοτική ομιλία των ανθρώπων, που εμπλουτίζεται με πληθώρα λαϊκών και στερεότυπων εκφράσεων.



Το ηθογραφικό στοιχείο

Με τον όρο ηθογραφία εννοούμε την αναπαράσταση, την περιγραφή και την απόδοση των ηθών, των εθίμων, της ιδεολογίας και της ψυχοσύνθεσης ενός λαού, όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί υπό την επίδραση του φυσικού περιβάλλοντος και των ιστορικών και κοινωνικών συνθηκών σ’ ένα συγκεκριμένο τόπο και χρόνο.

Το κείμενο του Βιζυηνού είναι ηθογραφικό υπό την έννοια ότι παρουσιάζει τα ήθη (τα καθιερωμένα πρότυπα κοινωνικής συμπεριφοράς) και τα έθιμα του τόπου καταγωγής του: κοινωνική θέση γυναίκας, γάμος, υιοθεσία. Μας δίνει μια σαφή εικόνα για το πώς σκέφτονταν και πως αντιλαμβάνονταν βασικές πτυχές του ανθρώπινου βίου (λαϊκές αντιλήψεις, δοξασίες και προκαταλήψεις της εποχής). Αποτελεί γενικότερα μια ρεαλιστική αναπαράσταση της ζωής των απλών κατοίκων της γενέτειράς του. Από το διήγημα αυτό περνάει όλος ο κύκλος της θρακιώτικης ζωής: γέννηση, θάνατος, χαρές, πίκρες.

Ο λαογραφικός θησαυρός που καταγράφεται στο Αμάρτημα της μητρός αποτελεί επί της ουσίας έναν από τους τρόπους που εξυπηρετείται η ηθογραφική διάσταση του κειμένου. Ενώ, η παρουσίαση της καθημερινότητας των απλών ανθρώπων, η καταγραφή της γλώσσας του και των λαϊκών εκφράσεων, η αναφορά σε σημαντικά έθιμα καθώς και στα πρότυπα κοινωνικής συμπεριφοράς (τα ήθη), συμπληρώνουν την ηθογραφία του κειμένου.

Θα πρέπει πάντως να τονιστεί πως ο Βιζυηνός απέχει κατά πολύ από την απλή ηθογραφία, καθώς στα έργα του επιχειρεί κυρίως να διεισδύσει στο ψυχικό βάθος των ηρώων του. Έτσι, η ψυχογραφία του κειμένου αποτελεί το βασικό σημείο διάκρισης από τα καθαυτό ηθογραφικά έργα.

Στο Αμάρτημα της μητρός μου, συντελείται η αποκάλυψη ενός ολόκληρου μικρόκοσμου μέσα από τις πολλαπλές σχέσεις των ατόμων που το αποτελούν με το φυσικό και μεταφυσικό τους περιβάλλον και όχι απλώς η διερεύνηση ενός συγκεκριμένου και περιορισμένου ανθρώπινου τοπίου.



Η λειτουργία των περιγραφών στο σώμα της αφήγησης

«Ο ρόλος τους είναι πολλαπλός: να συμπληρώνουν τα κενά, να δημιουργούν αντιθέσεις, να εντείνουν τις δραματικές καταστάσεις, να στήνουν μυστικές γέφυρες ανάμεσα στους ανθρώπους και στα πράγματα.» (Παν. Μουλλάς)

Σε αντίθεση με τα ιστορικά μυθιστορήματα, που αποτελούσαν την πεζογραφική παράδοση για τους λογοτέχνες της εποχής, όπου οι περιγραφές ήταν εκτενέστατες και αποτελούσαν σε μεγάλο βαθμό παρέκβαση από τον αφηγηματικό κορμό, στο έργο του Βιζυηνού οι περιγραφές είναι σύντομες, αποδίδονται στον αφηγητή και δεν διακόπτουν τη ροή της αφήγησης, καθώς η διάρκειά τους συμπίπτει συνήθως με την πραγματική διάρκεια που απαιτείται για τη θέαση ενός προσώπου ή του χώρου.

Ιδωμένες μέσα από τα μάτια του αφηγητή οι περιγραφές λειτουργούν ενισχυτικά για τη συναισθηματική του κατάσταση ή δημιουργούν μια καίρια εσωτερική αντίθεση.

Για παράδειγμα, οι περιγραφές που δίνονται από το παιδί-αφηγητή κατά τη διάρκεια της πρώτης διανυκτέρευσης στην εκκλησία, όπου ο φόβος του δημιουργεί γύρω του ένα τρομακτικό σκηνικό παραισθήσεων και ψευδαισθήσεων, φωτίζουν με τον πλέον εναργή τρόπο τη συναισθηματική ένταση του παιδιού. Συνάμα αποκαλύπτουν πως η εσωτερική εστίαση, με την οποία ο Βιζυηνός επιχειρεί για πρώτη φορά στην ελληνική λογοτεχνία να δώσει την αφήγησή του, καθίσταται συγχρονική, παρουσιάζοντάς μας τα γεγονότα όπως ακριβώς τα βίωσε το μικρό παιδί.

Από την άλλη, η περιγραφή του προσώπου της Αννιώς που με την ασθενική και γλυκύτατη όψη του σχηματίζουν την εικόνα ενός αξιολάτρευτου παιδιού, δημιουργούν μια έντονη εσωτερική αντίθεση ανάμεσα στην ανομολόγητη ζήλια που αισθάνεται ο αφηγητής-παιδί και στην επίγνωση πως τα συναισθήματά του δεν μπορούν να στρέφονται ενάντια στην άρρωστη και από κάθε άποψη αξιαγάπητη αδερφή του.

Η περιγραφή του δωματίου, όπου η Αννιώ θα αφήσει την τελευταία της πνοή, με τα ρούχα του πατέρα να είναι τοποθετημένα στο κρεβάτι, τις λαμπάδες και το σκεύος με το νερό, δημιουργούν στον αναγνώστη την ιδανική εκείνη μυστηριακή αίσθηση που απαιτείται για την απόπειρα επικοινωνίας ανάμεσα στο φυσικό και το μεταφυσικό κόσμο. Ενώ, συγχρόνως, λειτουργεί αποτελεσματικά για την προετοιμασία του αναγνώστη να δεχτεί εντελώς φυσικά το χαμό του μικρού παιδιού.



Η δυαδική αφηγηματική δομή (οπτική γωνία του αφηγητή και οπτική γωνία της μητέρας)

Ο Βιζυηνός είναι ο εισηγητής της πρωτοπρόσωπης αφήγησης και της εσωτερικής εστίασης στην ελληνική πεζογραφία, γεγονός που τον φέρνει αντιμέτωπο με δυσκολίες και αφηγηματικές προκλήσεις, χωρίς να έχει στη διάθεσή του προηγούμενες απόπειρες από άλλους πεζογράφους.

Η δυαδική αφηγηματική δομή αποτέλεσε μια ευφυή επιλογή του συγγραφέα που του επέτρεψε να σεβαστεί αφενός τους περιορισμούς που απαιτεί η εσωτερική εστίαση κι αφετέρου να διατηρήσει την απορία του αναγνώστη σχετικά με το αμάρτημα της μητέρας.

Αν η αφήγηση ήταν δοσμένη τριτοπρόσωπα θα ήταν σαφώς ευκολότερο για τον αμέτοχο αφηγητή να σεβαστεί την άγνοια των ηρώων και να διατηρήσει την αγωνία και την απορία για το αμάρτημα της μητέρας. Εντούτοις, παρά τη δυσκολία που του δημιουργεί η πρωτοπρόσωπη αφήγηση και η εσωτερική εστίαση, ο Βιζυηνός κατορθώνει με τη διπλή οπτική γωνία (αφηγητής-μητέρα), αλλά και με τη διάσταση ανάμεσα στην παιδική και την ενήλικη συνείδηση του αφηγητή να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του αινίγματος. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως τη στιγμή που ο αφηγητής καταγράφει την ιστορία του, έχει ήδη βιώσει όλα τα γεγονότα, γνωρίζει ποιο είναι το αμάρτημα της μητέρας και μπορεί έτσι να κρίνει τόσο τη δική του στάση όσο και τη στάση της μητέρας, έχοντας όλες τις αναγκαίες πληροφορίες. Έτσι, ο μόνος τρόπος για να μεταδώσει στον αναγνώστη την αίσθηση ότι αγνοεί το αμάρτημα, είναι να παρουσιάσει τα γεγονότα όπως τα βίωσε ως μικρό παιδί, καθιστώντας την εσωτερική εστίαση συγχρονική με τα περιγραφόμενα γεγονότα.

Στο πρώτο μέρος ο αφηγητής μας παρουσιάζει τα γεγονότα της παιδικής του ηλικίας, όπως τα βίωσε τότε που ήταν παιδί, προσπαθώντας να διατηρήσει ακέραια την αίσθηση του αναγνώστη ότι ακούει την ιστορία δοσμένη από την παιδική συνείδηση του αφηγητή. Ενώ, στην πορεία ο ενήλικας αφηγητής λαμβάνει το λόγο παρουσιάζοντας τα γεγονότα είτε όπως τα πληροφορήθηκε από την οικογένειά του -για το διάστημα της απουσίας του- είτε όπως τα έζησε ο ίδιος από τη στιγμή που επέστρεψε από το εξωτερικό.

Η αφήγηση της μητέρας, δοσμένη επίσης με εσωτερική εστίαση, αυτή τη φορά όμως ιδωμένη μέσα από την οπτική της μητέρας, έρχεται να αποκαλύψει το αμάρτημά της και να δώσει τη λύση του αινίγματος που τέθηκε με τον τίτλο του διηγήματος.

Η βαθιά γνώση της ψυχολογίας επιτρέπει στον συγγραφέα να παραστήσει με ιδιαίτερη πιστότητα τις αδυναμίες και τα ελαττώματα ενός ανθρώπου στον αφηγητή του. Έτσι, στην αφήγηση του μικρού παιδιού αποκρύπτεται η ένταση των συναισθημάτων ζήλιας κι επιχειρείται μια εξιδανίκευση της συμπεριφοράς του παιδιού, όπως ακριβώς θα γινόταν από κάθε άνθρωπο που επιστρέφει στα γεγονότα του παρελθόντος για να διηγηθεί την προσωπική του ιστορία.

Την αλήθεια θα μας τη δώσει η μητέρα, με τη δική της αφήγηση, που θα αποκαλύψει πόσο πολύ ζήλευε και πόσο στεναχωριόταν ο μικρός Γιωργής.

Προσέχουμε, πάντως, πως η εσωτερική εστίαση παραβιάζεται όταν το παιδί-αφηγητής μας παρουσιάζει ήθη, έθιμα, λαϊκές αντιλήψεις και λοιπές λαογραφικές πληροφορίες που ξεπερνούν φυσικά τις γνώσεις ενός δεκάχρονου παιδιού.

Επίσης, παραβίαση της εσωτερικής εστίασης έχουμε όταν ο ενήλικας-αφηγητής παρεμβαίνει με σχόλια ειρωνικής υφής, αλλά και με την έκκληση για συγχώρεση από τη μητέρα για την προσευχή αντεκδίκησης που κάνει ως μικρό παιδί.



Σχολιασμός αφήγησης: η ιστορία δίνεται μέσα από την περιορισμένη προοπτική του αφηγητή-πρωταγωνιστή. Η αφήγηση είναι μεταγενέστερη των γεγονότων και η εστίαση τείνει να γίνει συγχρονική, με αποτέλεσμα να συμμεριζόμαστε τις ανησυχίες τους φόβους και τις απορίες μιας παιδικής συνείδησης. Παράλληλα, είναι εμφανής η διάσταση ανάμεσα στον ώριμο αφηγητή και στην παιδική συνείδηση που προσλαμβάνει τα συμβάντα.

Επίσης, πιο περίπλοκη και εσωτερικότερη είναι η αφηγηματική προοπτική του Βιζυηνού∙ οριοθετεί τη μετάβαση από τη διήγηση στην αφήγηση, από την ιστορία στην πεζογραφία.

Η αφηγηματική προοπτική των διηγημάτων του Βιζυηνού, το ποιος βλέπει δηλαδή τα γεγονότα, με την υιοθέτηση της πρωτοπρόσωπης αφήγησης και με τη θέαση των γεγονότων από τον ήρωα-αφηγητή (και όχι από έναν απρόσωπο παντογνώστη αφηγητή), σηματοδότησε για την ελληνική λογοτεχνία το πέρασμα από τα ιστορικό μυθιστορήματα όπου κυριαρχεί η διήγηση, η απρόσωπη δηλαδή διήγηση της ιστορίας από έναν αμέτοχο αφηγητή, στην αφήγηση των προσωπικών εμπειριών και βιωμάτων του αφηγητή, που χαρακτήρισαν τελικά σε μεγάλο βαθμό τα ηθογραφικά και ψυχογραφικά διηγήματα.



Σχολιασμός πλοκής: έντονα είναι τα χαρακτηριστικά της έκπληξης, της αγωνίας και του αινίγματος. Το διήγημα εξυφαίνεται και παρουσιάζεται κατά τέτοιο τρόπο, που θα ταίριαζε σε αστυνομικές ιστορίες.





ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΤΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΩΝ ΤΕΧΝΙΚΩΝ




Οι αφηγητές της ιστορίας.

Ο Γιωργής:

• Είναι εξωδιηγητικός-ομοδιηγητικός τύπος αφηγητή. Πρόκειται για έναν αφηγητή πρώτου βαθμού, ο οποίος διηγείται την ιστορία του. [Αφηγητής πρώτου βαθμού είναι εκείνος που κατέχει το κύριο λόγο της αφήγησης και διηγείται συνολικά την ιστορία.]

• Είναι δραματοποιημένος. Συμμετέχει στην αναπαράσταση των γεγονότων, εμφανίζεται δηλαδή ως πρόσωπο της ιστορίας που αφηγείται.

• Στο πρώτο μέρος της ιστορίας είναι «περιορισμένος», καθώς δεν έχει βαθιά γνώση των γεγονότων που αφηγείται. Όταν ο αφηγητής είναι ένα μικρό παιδί, είναι λογικό να έχει περιορισμένες δυνατότητες κατανόησης σε σχέση με τα γεγονότα που αφηγείται.

• Σε ό,τι αφορά πάλι το πρώτο μέρος της ιστορίας είναι «αναξιόπιστος». Αναξιόπιστος είναι ο αφηγητής που ενδέχεται κάποια στιγμή να διορθώσει ο ίδιος τον εαυτό του είτε να διορθωθεί από κάποιον άλλο αφηγητή.

Η μητέρα:

• Είναι ενδοδιηγητικός-ομοδιηγητικός τύπος αφηγητή. Πρόκειται για έναν αφηγητή δευτέρου βαθμού, ο οποίος αφηγείται την ιστορία του. [Αφηγητής δεύτερου βαθμού είναι εκείνος που αφηγείται την ιστορία του μέσα στα πλαίσια της κεντρικής ιστορίας.]

• Είναι δραματοποιημένος, εφόσον εμφανίζεται ως πρόσωπο της ιστορίας που αφηγείται.

• Είναι «προνομιακός» αφηγητής, καθώς έχει βαθιά γνώση των γεγονότων που αφηγείται.

• Είναι «αξιόπιστος» αφηγητή, καθώς ο αναγνώστης μπορεί να εμπιστευτεί τα λεγόμενα και τις κρίσεις που διατυπώνει.





Οπτική γωνία:

Η αφήγηση μας δίνεται από την οπτική γωνία του Γιωργή και στη συνέχεια, όταν αναλαμβάνει η μητέρα τον αφηγηματικό λόγο, από τη δική της οπτική.



Εστίαση:

Η αφήγηση γίνεται με εσωτερική εστίαση, καθώς η θέαση των γεγονότων είναι περιορισμένη και ανήκει στον Γιωργή. Τα γεγονότα, δηλαδή, μας παρουσιάζονται όπως τα είδε και τα κατανόησε ο Γιωργής.

Η εστίαση είναι όμως μεταβλητή, καθώς το σύνολο της αφηγηματικής πληροφορίας δεν περνά από ένα μόνο ήρωα. Ένα σημαντικό μέρος των γεγονότων θα το πληροφορηθούμε από τη μητέρα.

Στην αφήγηση του κεντρικού αφηγητή έχουμε «εναλλαγές στην εστίαση», καθώς σε ορισμένα σημεία έχουμε περισσότερες πληροφορίες από όσες επιτρέπει ο κυρίαρχος τύπος εστίασης. [Κάποιες φορές το παιδί-αφηγητής εμφανίζεται να γνωρίζει και να κατανοεί πληροφορίες που κανονικά δε θα επέτρεπε η περιορισμένη θέαση της παιδικής του ηλικίας. Όταν, για παράδειγμα, αναφέρεται σε λαογραφικά στοιχεία το παιδί-αφηγητής μοιάζει να έχει μια πλήρη εικόνα της λαϊκής παράδοσης. Επίσης, σε κάποια σημεία της αφήγησης έχουμε παρέμβαση της ενήλικης φωνής, που σχολιάζει γεγονότα που κανονικά θα περνούσαν απαρατήρητα από το μικρό παιδί.]



Αφηγηματικός χρόνος:

Σε ό,τι αφορά την αφηγηματική οργάνωση του χρόνου διακρίνουμε τρεις κατηγορίες: την τάξη ή σειρά, τη διάρκεια και τη συχνότητα.



α) Η τάξη ή σειρά αφορά τη σχέση ανάμεσα στη χρονική διαδοχή των γεγονότων στην ιστορία και στη σειρά με την οποία αυτά αναδιατάσσονται μέσα στο αφηγηματικό κείμενο.

Η αφήγηση των γεγονότων στο διήγημα δε γίνεται ευθύγραμμα και με τη σειρά ακριβώς που συνέβησαν στην πραγματικότητα, καθώς αυτό θα αναιρούσε την απορία που επιχειρεί να δημιουργήσει ο αφηγητής σχετικά με το αμάρτημα της μητέρας του και θα καθιστούσε την αφήγηση λιγότερο ενδιαφέρουσα.

Έτσι, ανάμεσα στην ιστορία και την αφήγηση έχουμε χρονικές ασυμφωνίες τις οποίες ονομάζουμε αναχρονίες. Οι αναχρονίες διακρίνονται σε αναλήψεις (αναδρομές) και προλήψεις.

[Ανάληψη είναι κάθε ανάκληση ενός γεγονότος που χρονικά είναι προγενέστερο από το σημείο της ιστορίας στο οποίο βρισκόμαστε σε μια συγκεκριμένη στιγμή∙ αντίθετα, πρόληψη είναι κάθε αφηγηματικός ελιγμός που συνίσταται στην πρόωρη αφήγηση ενός μελλοντικού γεγονότος.]

Στο διήγημα έχουμε μία πρόληψη (όταν ο αφηγητής αναφέρεται στις περιπέτειες που του επιφύλασσε η παραμονή του στο εξωτερικό και στις πίκρες που επρόκειτο να προκαλέσει στη μητέρα του με την απουσία του), και επτά αναλήψεις.



Η σημαντικότερη ανάληψη είναι η 7η και τελευταία όπου η μητέρα αποκαλύπτει στον Γιωργή το αμάρτημά της.

Η εμβέλεια (ή απόσταση) αυτής της ανάληψης είναι εξαιρετικά διευρυμένη καθώς γυρνά την αφήγηση 28 χρόνια πίσω στο παρελθόν. Η αποκάλυψη του αμαρτήματος γίνεται το 1875 και η μητέρα αρχίζει να αφηγείται γεγονότα από το 1847, τη χρονιά δηλαδή που έγινε το αμάρτημα.

Εξίσου διευρυμένη είναι και η έκταση (ή το εύρος) της ανάληψης, μιας και η μητέρα θα καλύψει -με συνοπτικό έστω τρόπο- γεγονότα 28 χρόνων, από τη στιγμή δηλαδή του αμαρτήματος μέχρι το παρόν της αφήγησης.

Η ανάληψη αυτή είναι μεικτή, καθώς ξεκινά πριν από το αρκτικό σημείο της αφήγησης που διακόπτει και στη συνέχεια το ξεπερνά. Ανακαλεί δηλαδή και γεγονότα που εμπίπτουν χρονικά στο διάστημα που καλύπτει η αφήγηση (εσωτερική ανάληψη), αλλά και γεγονότα που βρίσκονται έξω από αυτό (εξωτερική ανάληψη). Η κύρια αφήγηση ξεκινά από την ασθένεια της δεύτερης Αννιώς, ενώ η ανάληψη αυτή ξεκινά από το θάνατο της πρώτης Αννιώς και φτάνει στο παρόν της κύριας αφήγησης με τη δεύτερη υιοθεσία.

Η ανάληψη αυτή είναι πλήρης, μιας και ενώνεται με την κύρια αφήγηση χωρίς να αφήνει κανένα κενό.

Επίσης, θεωρείται συμπληρωματική μιας και καλύπτει ένα σημαντικό κενό της κύριας αφήγησης σχετικά με το ποιο είναι το αμάρτημα της μητέρας, και ως ένα βαθμό είναι επαναληπτική εφόσον αναφέρεται σε γεγονότα, όπως είναι η ασθένεια της Αννιώς, που έχουν ήδη αναφερθεί στην κύρια αφήγηση.





Η 1η, η 2η και η 4η είναι εξωτερικές αναδρομές, καθώς αναφέρονται σε γεγονότα που συνέβησαν πριν το αρκτικό σημείο της κύριας αφήγησης, ενώ η 3η, η 5η και η 6η είναι εσωτερικές, εφόσον αναφέρονται σε γεγονότα που συνέβησαν μέσα στα χρονικά πλαίσια της κύριας αφήγησης. Θα πρέπει να αναφερθεί ότι ως αρκτικό σημείο της κύριας αφήγησης θεωρούμε τα γεγονότα που συνέβησαν μετά το θάνατο του πατέρα (1854) και αναφέρονται στην ασθένεια της Αννιώς που θα καταλήξει στο θάνατό της μόλις ένα χρόνο μετά (1855).



Η 1η αναδρομή «Ανεκάλεσα εις την μνήμην μου... το αδικημένο του». Είναι εξωτερική, εφόσον αναφέρεται σε γεγονότα που συνέβησαν πριν το αρκτικό χρονικό σημείο της κύριας αφήγησης, αναφέρεται δηλαδή στα πρώτα χρόνια της Αννιώς και στο διάστημα που ζούσε ο πατέρας τους. Η εμβέλειά της είναι περίπου 5 χρόνια (γέννηση της Αννιώς 1850) και η έκτασή της φτάνει σχεδόν ως το θάνατο του πατέρα (1854).

Η 2η αναδρομή «Το μοιρολόγιον τούτο εσύνθεσεν... εξήλθε της αυλής μας». Είναι εξωτερική, με εμβέλεια περίπου ενός έτους (ο πατέρας πεθαίνει το 1854 ενώ η Αννιώ το 1855) και η έκτασή της είναι πολύ σύντομη καθώς περιγράφει γεγονότα μίας ημέρας μόνο.

Η 3η αναδρομή «Τότε μου ήλθεν εις τον νουν... πλήν μυστικήν ευδαιμονίαν». Είναι εσωτερική, καθώς αναφέρεται σε γεγονότα που συνέβησαν μετά το θάνατο του πατέρα, οπότε τίθεται στα χρονικά πλαίσια της κύριας αφήγησης. Η έκτασή της καλύπτει ένα επαναλαμβανόμενο γεγονός κατά τη διάρκεια ενός έτους, από το θάνατο του πατέρα μέχρι το θάνατο της Αννιώς.

Η 4η αναδρομή «Πολλοί είχον κατηγορήσει την μητέρα μου... εχήρευσε πολύ νεά». Είναι εξωτερική, η εμβέλειά της είναι ένας χρόνος, τότε δηλαδή που πέθανε ο πατέρας και η έκτασή της είναι οι δυο-τρεις μέρες που καλύπτουν το θάνατο, την αγρύπνια για τον νεκρό και την κηδεία του.

Η 5η αναδρομή «Η χρηματική μας περιουσία... δεν είχομεν πλέον πόθεν να ζήσωμεν». Είναι εσωτερική και η έκτασή της καλύπτει το διάστημα της ασθένειας της Αννιώς κατά το οποίο εξαντλήθηκε η περιουσία της οικογένειας.

Η 6η αναδρομή «Ήτο καθ’ ην εποχήν η μήτηρ μας ειργάζετο... –Αμ’ θρέψε δα πρώτα τον εαυτό σου και ύστερα βλέπουμε». Είναι εσωτερική και η έκτασή της είναι πολύ σύντομη καθώς καλύπτει τα γεγονότα μιας ημέρας.



β) Η δεύτερη κατηγορία αφηγηματικής οργάνωσης του χρόνου είναι η διάρκεια, δηλαδή η σχέση ανάμεσα στη χρονική διάρκεια των γεγονότων στην ιστορία, και στην έκταση που καταλαμβάνει η αφήγησή τους μέσα στο κείμενο.

Σε ό,τι αφορά τη διάρκεια διακρίνουμε τέσσερις κατηγορίες αφηγηματικού ρυθμού (ή ταχύτητας): τη σκηνή, την έλλειψη, την περίληψη ή σύνοψη και την παύση.



Η σκηνή χαρακτηρίζεται από την ισοχρονία ανάμεσα στην ιστορία και την αφήγηση (ΧΑ=ΧΙ). Ο Χρόνος της Αφήγησης συμπίπτει με το Χρόνο της Ιστορίας, όταν έχουμε διάλογο μεταξύ προσώπων και όταν έχουμε εσωτερικό μονόλογο.

Οι σκηνές όπου τα πρόσωπα της ιστορίας διαλέγονται μεταξύ τους είναι προφανείς και δηλώνονται μάλιστα τυπογραφικά με τις παύλες που εισάγουν τα λόγια κάθε προσώπου.

Οι εσωτερικοί μονόλογοι είναι οι σκηνές όπου επιχειρείται να δοθεί παραστατικότερα η συναισθηματική κατάσταση του προσώπου, φέρνοντας στην επιφάνεια την αδιάκοπη ροή σκέψεων, εικόνων, αναμνήσεων, συνειρμών και εντυπώσεων που διασχίζουν την ψυχή και το νου του ήρωα.

Παράδειγμα εσωτερικού μονολόγου έχουμε όταν ο Γιωργής, που έχει φύγει τρέχοντας από την εκκλησία όταν άκουσε την προσευχή της μητέρας, σταματά και προσπαθεί να θυμηθεί αν ποτέ έφταιξε σε κάτι στη μητέρα του. (σελ. 133)



Η έλλειψη συνιστά μορφή ανισοχρονίας που χαρακτηρίζεται από τη μεγαλύτερη δυνατή επιτάχυνση: ένα τμήμα της ιστορίας που οπωσδήποτε έχει κάποια διάρκεια, αποσιωπάται εντελώς από την αφήγηση (ΧΑ=0 <ΧΙ=ν). Η έλλειψη μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο εμφανής ή και υποθετική.

Κατά τη διάρκεια της απουσίας του αφηγητή-Γιωργή στο εξωτερικό, ο αφηγητής αγνοεί τι συμβαίνει στην οικογένειά του, οπότε πολλά γεγονότα αποσιωπώνται. «Εγώ έλειπον, μακράν, πολύ μακράν, και επί πολλά έτη ηγνόουν τι συνέβαινεν εις τον οίκον μας.»



Η περίληψη ή σύνοψη αποτελεί μορφή ανισοχρονίας που και αυτή χαρακτηρίζεται από ρυθμούς επιτάχυνσης, λιγότερου γοργούς όμως από αυτούς της έλλειψης. Ενδέχεται για παράδειγμα να συνοψιστεί μέσα σε λίγες φράσεις η ζωή ενός ανθρώπου (ΧΑ < ΧΙ).

Περίληψη έχουμε όταν ο αφηγητής, που απουσιάζει στο εξωτερικό, αποδίδει με 4 ρήματα την πορεία του πρώτου υιοθετημένου κοριτσιού. «Πρίν δε κατορθώσω να επιστρέψω, το ξένον κοράσιον ηυξήθη, ανετράφη, επροικίσθη και υπανδρεύθη, ως εάν ήτον αληθώς μέλος της οικογένειάς μας.»



Στην παύση ένα τμήμα της αφήγησης, που οπωσδήποτε έχει κάποια διάρκεια (έστω και ως αναγνωστικός χρόνος), δεν έχει αντίστοιχό του στην ιστορία (ΧΑ=ν > ΧΙ=0). Η αφήγηση, δηλαδή, συνεχίζεται, ενώ η ιστορία έχει χαθεί απ’ τα μάτια μας. Η συνέχιση της αφήγησης μπορεί να πάρει τη μορφή παρεκβάσεων, σκέψεων ή σχολίων του αφηγητή ή, πολύ συχνά, περιγραφών.

Στο διήγημα αυτό δεν υπάρχουν εκτενείς περιγραφές που να μπορούν να θεωρηθούν ως παύσεις, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στο Όνειρο στο κύμα, υπάρχουν όμως παρεκβάσεις κατά τις οποίες ο αφηγητής καταγράφει τις λαϊκές αντιλήψεις σχετικά με τις ασθένειες, όπου έχουμε εμφανείς παύσεις, καθώς ο χρόνος της αφήγησης συνεχίζεται, ενώ ο χρόνος της ιστορίας σταματά προσωρινά.

Για παράδειγμα: «Σαράντα ημερονύκτια. Διότι μέχρι τοσούτου.... Σώζουν την ψυχήν των.»



γ) Η τρίτη κατηγορία αφηγηματικής οργάνωσης είναι η συχνότητα, η οποία συνίσταται στη σχέση ανάμεσα στις φορές που ένα γεγονός συμβαίνει στην ιστορία και στις φορές που αυτό αναφέρεται στην αφήγηση.

Στο αμάρτημα της μητρός μου έχουμε κυρίως μοναδική αφήγηση, καθώς έχουμε μία αφήγηση αυτών που στην ιστορία συνέβησαν μία φορά. Εντούτοις, όταν η αφήγηση γίνεται από τη μητέρα έχουμε σημεία επαναληπτικής αφήγησης, μιας και επαναλαμβάνονται, έστω και με συνοπτικό τρόπο, η ασθένεια, ο θάνατος της Αννιώς, το γεγονός ότι ο πατέρας του Γιωργή τον αποκαλούσε «το αδικημένο του». Υπάρχει, επίσης, η ανασκευαστική επανάληψη σχετικά με τα συναισθήματα και τις αντιδράσεις του Γιωργή απέναντι στην προφανή προσήλωση της μητέρας στη φιλάσθενη Αννιώ.





Ο Χρόνος της Ιστορίας



Σχετικά με τον ιστορικό χρόνο των γεγονότων αξίζει να καταγράψουμε μερικές βασικές χρονολογίες.

• Το 1846 γεννιέται ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας ο Χρηστάκης.

• Το 1847 γεννιέται και πεθαίνει η πρώτη Αννιώ. Η χρονιά του αμαρτήματος.

• Το 1849 γεννιέται ο αφηγητής-Γιωργής.

• Το 1850 γεννιέται η δεύτερη Αννιώ.

• Το 1854 γεννιέται ο «κοιλιάρφανος» Μιχαήλος και πεθαίνει ο πατέρας των παιδιών.

• Το 1855 πεθαίνει η δεύτερη Αννιώ. (Η χρονιά των γεγονότων του πρώτου μέρους του διηγήματος.)

• Το 1860 περίπου, σε ηλικία δέκα ετών ο Γιωργής φεύγει για την Κωνσταντινούπολη.

• Το 1875 σε ηλικία 26 ετών ο Βιζυηνός μαθαίνει από τη μητέρα του το αμάρτημά της.



Για τη χρονολόγηση της αποκάλυψης του αμαρτήματος από τη μητέρα στο Γιωργή, έχουμε μια σαφή αναφορά του ίδιου του αφηγητή. «Επί εικοσιοχτώ τώρα έτη βασανίζεται η τάλαινα γυνή...»

Τα 28 χρόνια, αν προστεθούν στη χρονιά του αμαρτήματος (1847), μας φέρνουν στο 1875.

Η επιβεβαίωση ότι το 1875 είναι η χρονιά της αποκάλυψης μας δίνεται και πάλι από τον αφηγητή. Δύο χρόνια μετά, αναφέρει ο αφηγητής, όταν ήρθε η μητέρα του να τον επισκεφτεί στην Κωνσταντινούπολη την πήγε στον Πατριάρχη, τον Ιωακείμ τον δεύτερο.

Τα δύο χρόνια που μεσολάβησαν από την αποκάλυψη, τοποθετούν την επίσκεψη στον Πατριάρχη στο 1877, μοναδική χρονολογία που θα μπορούσε να γίνει η συνάντηση της μητέρας με τον Πατριάρχη Ιωακείμ Β΄, καθώς εκείνος πέθανε τον αμέσως επόμενο χρόνο (1878).

Το 1878, η χρονιά θανάτου του Πατριάρχη, αποτελεί terminus ante quem για τη χρονολόγηση τόσο της εξομολόγησης της μητέρας, όσο και της αποκάλυψης του αμαρτήματος.

Η προσπάθεια του Παν. Μουλλά να τοποθετήσει τη συγγραφή του διηγήματος την ίδια χρονιά με την αποκάλυψη της μητέρας είναι λανθασμένη, καθώς δε λαμβάνει υπόψη του την επίσκεψη στον Πατριάρχη που έγινε δύο χρόνια μετά την αποκάλυψη και φυσικά το θάνατο του Πατριάρχη, που αποκλείει οποιαδήποτε προσπάθεια χρονολόγησης μετά το 1878.

Άρα, ο αφηγητής πολύ σωστά αναφέρει ότι η μητέρα του βασανίζεται για 28 χρόνια, υπολογίζοντας από τη χρονιά του αμαρτήματος (1847) μέχρι τη χρονιά της εκμυστήρευσης (1875).

Το γεγονός ότι η συγγραφή του διηγήματος έγινε λίγα χρόνια μετά (1882-3), δεν έχει καμία σχέση με τη χρονολόγηση των γεγονότων της ιστορίας.



Προοικονομία – Προϊδεασμός



Η προοικονομία προετοιμάζει κατάλληλα τον αναγνώστη για κάτι που πρόκειται να συμβεί ή να ακολουθήσει στη μελλοντική πορεία και εξέλιξη του μύθου. Ουσιαστικά, δηλαδή, η προοικονομία είναι ένας τρόπος να προ-ρυθμίζονται και να διευθετούνται από τα πριν μελλοντικές σκηνές και γεγονότα που θα ακολουθήσουν μέσα στη διαρκή ροή μιας αφήγησης. Αυτή η προ-ρύθμιση προετοιμάζει τον αναγνώστη να δεχθεί αργότερα κάτι και να το βιώσει ως απόλυτα φυσικό και λογικό.



Με τον προϊδεασμό ο αφηγητής μας δίνει μια γενική ιδέα, κάπως αόριστη βέβαια, για κάτι που πρόκειται να συμβεί μετά.



Η ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στην προοικονομία και τον προϊδεασμό είναι η εξής: η προοικονομία σχετίζεται πιο πολύ με την πλοκή του μύθου και των γεγονότων. Με την προοικονομία ένα μελλοντικό γεγονός του μύθου προετοιμάζεται κατάλληλα, για να το δεχτεί ο αναγνώστης ως κάτι το απόλυτα λογικό και φυσικό. Αντίθετα, με τον προϊδεασμό παίρνουμε μια μικρή υποψία, ένα είδος πρόγευσης και διαμορφώνουμε μια πρώτη γενική και αόριστη ιδέα για κάτι που θα συμβεί σε επόμενες στιγμές και στη μετέπειτα εξέλιξη του μύθου.



Στο Αμάρτημα της μητρός μου, ο αφηγητής οφείλει να προετοιμάσει τον αναγνώστη για δύο βασικά γεγονότα: το θάνατο της Αννιώς και την αποκάλυψη του αμαρτήματος από τη μητέρα στο γιο της.

• Η προοικονομία του θανάτου της Αννιώς, η προετοιμασία δηλαδή του αναγνώστη, ώστε να δεχτεί το θάνατο του μικρού παιδιού ως κάτι το λογικό και αναμενόμενο γίνεται από την αρχή κιόλας του διηγήματος, με την αναφορά στη φιλάσθενη και καχεκτική φύση της. Επίσης, μέσα από το μοτίβο για την επιδείνωση της ασθένειας, ο αφηγητής κατορθώνει να συμφιλιώσει από νωρίς τον αναγνώστη με την ιδέα ότι το μικρό κορίτσι δε θα καταφέρει να επιβιώσει.

• Η προοικονομία για την αποκάλυψη του αμαρτήματος γίνεται μέσα από δύο συγκρούσεις. Οι δυο αδερφοί του αφηγητή συγκρούονται με τη μητέρα τους, όταν αρνούνται να βοηθήσουν τη μητέρα στο μεγάλωμα του δεύτερου κοριτσιού, καθιστώντας σαφή την αδυναμία τους να κατανοήσουν την ενδόμυχη ανάγκη της μητέρας και τονίζοντας την απόστασή τους από τη μητέρα. Η δεύτερη σύγκρουση είναι με τον ίδιο τον αφηγητή, όταν εκφράζεται κι αυτός αρνητικά για το δεύτερο κορίτσι, προκαλώντας μεγάλη έκπληξη στη μητέρα, που θεωρούσε ότι τουλάχιστον ο Γιωργής θα αγαπούσε το Κατερινιώ και θα της συμπαραστεκόταν στην απόφασή της να το υιοθετήσει.



Προοικονομίες έχουμε βέβαια και για επιμέρους γεγονότα.

• Η επιστροφή του Γιωργή από την ξενιτιά προοικονομείται μέσα από την υπόσχεσή του να κάνει λεφτά κι επιστρέφοντας να συντηρεί τη μητέρα του και το υιοθετημένο κορίτσι. Υπόσχεση που επαναλαμβάνεται από τη μητέρα, όταν έρχεται αντιμέτωπη με τις έντονες αντιρρήσεις των άλλων της γιων.

• Ο μεγάλος σπαραγμός της μητέρας για το θάνατο της Αννιώς και η αναφορά του αφηγητή πως η μητέρα του στην πορεία συγκάλυψε απλώς το πένθος της, χωρίς να κατορθώσει να το μετριάσει, μας προετοιμάζουν για τις προσπάθειές της να αντιμετωπίσει τον πόνο της μέσα από τις υιοθεσίες.

• Το πλάκωμα του βρέφους προοικονομείται με τις συχνές αναφορές της μητέρας στο πόσο κουραστική υπήρξε η μέρα του γάμου και το γλέντι που ακολούθησε καθώς και με την αναφορά της ότι πρέπει να θηλάσει το μωρό.



Προϊδεασμοί:

• Η προσευχή της μητέρας στην εκκλησία, όπου αναφέρεται στην αμαρτία της, και την ακούει ο Γιωργής, αποτελεί προϊδεασμό για τη στιγμή της αποκάλυψης του αμαρτήματος στο γιο της.

• Το γεγονός ότι η μητέρα ψάλει το μοιρολόγι, που είχε συντεθεί για τον άντρα της, για πρώτη φορά από τότε που ασθένησε η Αννιώ, αποτελεί προϊδεασμό για το θάνατο του παιδιού.

• Η αναφορά του αφηγητή για τους ρουμπιέδες: «Τότε είχομεν ακόμη αρκετούς.», αποτελεί προϊδεασμό για τα μελλοντικά οικονομικά προβλήματα της οικογένειας.

• Όταν ο Γιωργής αισθάνεται την ευωδία του θυμιάματος και αναφωνεί: «Ω!, απέθανε το καϋμένο το Αννιώ μας!», αποτελεί προϊδεασμό για το θάνατο του παιδιού.

• Το σχόλιο του ενήλικα αφηγητή, σχετικά με τη δική του προσευχή να έρθει ο πατέρας να πάρει εκείνον για να γίνει καλά το Αννιώ, που άθελά του πληγώνει τη μητέρα του: «Πιστεύω να μ’ εσυγχώρησεν», αποτελεί προϊδεασμό για τη μετέπειτα σκηνή, όπου ενήλικας πλέον, θα ζητήσει συγνώμη από τη μητέρα του, για την ασπλαχνία του απέναντι στην ανάγκη της μητέρας να κρατήσει το υιοθετημένο κορίτσι. [Τα σχόλια αυτά του ενήλικα αφηγητή, που εκ των υστέρων κατανοεί τον πραγματικό πόνο της μητέρας του, προοικονομούν τις μελλοντικές του προσπάθειες να παρηγορήσει τη μητέρα του και να τη βοηθήσει να απαλλαγεί από τις ενοχές της.]

• Η προετοιμασία που κάνει η μητέρα, τοποθετώντας τα ρούχα του πεθαμένου άντρα της στο κρεβάτι και παρακαλώντας τον να έρθει να «γιατρέψει» την Αννιώ, αποτελούν προϊδεασμό για το θάνατο του κοριτσιού.





Αφηγηματικά επίπεδα



Στο αμάρτημα της μητρός μου, έχουμε δύο επίπεδα:

• το διηγητικό ή ενδοδιηγητικό επίπεδο, το οποίο συγκροτείται από τα γεγονότα που ανήκουν στην κύρια αφήγηση.

• το μεταδιηγητικό ή υποδιηγητικό που περιλαμβάνει τη δευτερεύουσα αφήγηση της μητέρας.



Υπάρχει και το εξωδιηγητικό επίπεδο, που το συναντάμε στο Όνειρο στο κύμα, με την υπογραφή του συγγραφέα (Δια την αντιγραφήν). Το επίπεδο αυτό περιλαμβάνει οτιδήποτε είναι εξωτερικό σε σχέση με το κείμενο, όπως ενδείξεις ότι ο συγγραφέας αναπαράγει μια ιστορία που δεν είναι δική του.



Δομή – Πλοκή – Ιστορία



Δομή είναι ο τρόπος και η τεχνική με την οποία τα μέρη ενός κειμένου οργανώνονται σε σύνολο. Με αυτή την οργάνωση εξασφαλίζεται ο μέγιστος βαθμός συνοχής του λογοτεχνικού κειμένου.

Με τον όρο δομή υπονοούνται δύο πράγματα: α) τα μέρη από τα οποία αποτελείται ένα λογοτεχνικό κείμενο και β) ο τρόπος με τον οποίο τα μέρη αυτά «χτίζονται» σε οργανωμένο σύνολο.

Στο αμάρτημα της μητρός μου, ο συγγραφέας θέλει να παρουσιάσει τις αναμνήσεις που είχε από τα παιδικά του χρόνια, τα γεγονότα που έμαθε όσο καιρό απουσίαζε, τις εμπειρίες της ενήλικης ζωής του και την παρουσίαση των γεγονότων από τη μητέρα του. Αυτές οι διακριτές ενότητες πρέπει να δομηθούν σ’ ένα οργανωμένο σύνολο με τέτοιο τρόπο, ώστε η μετάβαση από το ένα μέρος στο άλλο να γίνεται ομαλά και με τη μέγιστη δυνατή συνοχή.



Πλοκή είναι ο τρόπος με τον οποίο ο δημιουργός του λογοτεχνικού κειμένου οργανώνει και παρουσιάζει το αφηγηματικό του υλικό (=γεγονότα, περιστατικά, επεισόδια, συγκρούσεις) και προωθεί την εξέλιξη του μύθου. Οι όποιες, βέβαια, επιλογές του συγγραφέα αποβλέπουν σ’ έναν, κυρίως στόχο: να εκθέσει έτσι τα γεγονότα του μύθου, ώστε να προκαλείται συνεχώς το ενδιαφέρον του αναγνώστη.



Αν η δομή υποδηλώνει περισσότερο την εξωτερική αρχιτεκτονική του λογοτεχνικού κειμένου, η πλοκή ισοδυναμεί με την εσωτερική αρχιτεκτονική και την οργάνωση-εξέλιξη των περιστατικών του μύθου.



Η ιστορία αποτελείται από μια σειρά γεγονότων, αληθινών ή μυθοπλαστικών, διευθετημένων με βάση τις χρονικό-αιτιολογικές σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ τους∙ πλοκή είναι η αφήγηση αυτών των γεγονότων, η οποία αυτόματα συνεπάγεται την καλλιτεχνική τους αναδιάρθρωση, μέσα απ’ την κατάργηση των χρονικών και αιτιακών σχέσεων, την προσθήκη σχολίων ή παρεκβάσεων κτλ. Είναι προφανές, επομένως, ότι η ίδια ιστορία μπορεί να δοθεί μέσα από πολλές διαφορετικές πλοκές, θεωρητικά άπειρες.



Στοιχεία Πλοκής



Στα αφηγηματικά κείμενα υπάρχει ένα (ή και περισσότερα) συγκεκριμένο «γεγονός», που συντελεί στην προώθηση του μύθου. Το γεγονός αυτό ονομάζεται στοιχείο πλοκής. Όταν στη σταδιακή εξέλιξη του μύθου καταργείται ένα στοιχείο πλοκής, ο συγγραφέας αυτόματα εισάγει και δημιουργεί ένα άλλο. Έτσι μονάχα εξασφαλίζεται η περαιτέρω προώθηση του μύθου.

• Το πρώτο εμφανές στοιχείο πλοκής στο αμάρτημα της μητρός μου, είναι η ασθένεια της Αννιώς που προωθεί το μύθο κατά το πρώτο μέρος της ιστορίας.

• Παράλληλα, υπάρχει ως διαρκέστερο στοιχείο πλοκής η ασίγαστη ενοχή της μητέρας, που διατρέχει την ιστορία μέχρι το τέλος της και ωθεί τη μητέρα διαρκώς σε νέες απόπειρες εξιλέωσης.

• Επίσης, υπάρχει το ανομολόγητο αμάρτημα της μητέρας, που διατηρεί την απορία του αναγνώστη και οδηγεί σε πλάνη τον αφηγητή.

Αφηγηματικοί Τρόποι



Οι αφηγηματικοί τρόποι περιλαμβάνουν: την αφήγηση, το διάλογο, τον πλάγιο λόγο, τον ελεύθερο πλάγιο λόγο, τον εσωτερικό μονόλογο, την περιγραφή, τα σχόλια.



Η αφήγηση αποτελεί την κύρια αφηγηματική πράξη κατά την οποία ο αφηγητής μας διηγείται τη σειρά γεγονότων που αποτελούν την ιστορία του.

Στο αμάρτημα της μητρός μου, έχουμε μεικτό τρόπο αφήγησης, καθώς συνδυάζεται η αφήγηση με τον διάλογο. Η αφήγηση γίνεται με μίμηση, μιας και ο αφηγητής, που είναι ένα από τα πρόσωπα της ιστορίας, μας διηγείται τα γεγονότα σε πρώτο πρόσωπο.



Στα πλαίσια της αφήγησης παρουσιάζονται διάφορα πρόσωπα, τα λόγια των οποίων ο αφηγητής παρουσιάζει είτε με ευθύ λόγο, σ’ έναν διάλογο, είτε με πλάγιο λόγο, είτε, τέλος, με ελεύθερο πλάγιο λόγο.



Ο ευθύς λόγος είναι εμφανής και τυπογραφικά, με τη χρήση παύλας κάθε φορά που μεταφέρονται αυτούσια τα λόγια κάποιου προσώπου.

Για παράδειγμα έχουμε τον διάλογο ανάμεσα στη μητέρα και τον αφηγητή-Γιωργή:

- Το θυμάσαι το Αννιώ μας; με ηρώτησε μετά τινας στιγμάς πληκτικής σιωπής.

- Μάλιστα, μητέρα! Πώς δεν το θυμούμαι! Ήταν η μόνη μας αδελφή, κ’ εξεψύχησεν εμπρός στα μάτια μου.

- Ναί! μέ είπεν, αναστενάξασα βαθέως, αλλά δεν ήτο το μόνο μου κορίτσι!...



Με τον πλάγιο λόγο ο αφηγητής μεταφέρει τα λόγια των προσώπων, δηλώνοντας όμως με τα ρήματα εξάρτησης πως καταγράφει τα λόγια ενός άλλου προσώπου.

Για παράδειγμα:

... παρέλαβεν η μήτηρ μου το θετόν αυτής θυγάτριον εκ των χειρών του ιερέως, αφού πρώτον υπεσχέθη εις επήκοον πάντων, ότι θέλει αγαπήσει και αναθρέψει αυτό, ως εάν ήτο σαρξ εκ της σαρκός και οστούν εκ των οστών της.



Ο ελεύθερος πλάγιος λόγος αποτελεί μια συγκεκριμένη τεχνική, η οποία δίνει στον αφηγητή τη δυνατότητα να μεταφέρει τα λόγια, τις σκέψεις, τις διαθέσεις ή τα συναισθήματα ενός άλλου προσώπου, χωρίς να αλλάξει την τριτοπρόσωπη αφήγηση ούτε το βασικό αφηγηματικό χρόνο.

Για παράδειγμα:

«Διότι η μήτηρ μας εθύμωνε, και δεν έστεργε να καταβροχθίζωμεν ημείς ό,τι επεθύμει να είχε γευθή καν η ασθενής της κόρη.»

«Τούτο μεν, δια να μην τον δυσαρεστήση, τούτο δε....»



Με τον εσωτερικό μονόλογο επιχειρείται να δοθεί παραστατικότερα η συναισθηματική κατάσταση του προσώπου, φέρνοντας στην επιφάνεια την αδιάκοπη ροή σκέψεων, εικόνων, αναμνήσεων, συνειρμών και εντυπώσεων που διασχίζουν την ψυχή και το νου του ήρωα.

Για παράδειγμα:

«Οι λόγοι ούτοι, και ο τρόπος με τον οποίον τους επρόφερεν, ενέβαλον την καρδίαν μου εις μεγάλην ταραχήν. Τι είχε να μ’ εμπιστευθή η μήτηρ μου χωριστά από τους αδελφούς μου; Όλας τας κατά την απουσίαν μου δυστυχίας της μοι τας είχεν αφηγηθη. Όλον τον προτού της βίον τον εγνώριζον ωσάν παραμύθι. Τί ήτο λοιπόν αυτό που μας απέκρυπτε μέχρι τούδε; πού δεν ετόλμησε να φανερώση εις κανένα πλην του Θεού και του πνευματικού της;»



Με την περιγραφή ο αφηγητής παρουσιάζει χώρους, τοποθεσίες και πρόσωπα, επιτρέποντας στον αναγνώστη να σχηματίσει στη σκέψη του τις ανάλογες εικόνες. Στο αμάρτημα της μητρός μου βρίσκουμε σύντομες περιγραφές, που λειτουργούν συμπληρωματικά προς το αφηγηματικό υλικό.

Για παράδειγμα, όταν ο αφηγητής περιγράφει το πρόσωπο της Αννιώς, μας δίνει την ευκαιρία όχι μόνο να σχηματίσουμε μια εικόνα για το πως έμοιαζε η μικρή του αδερφή, αλλά και να αντιληφθούμε την άμεση συμπάθεια που προκαλούσε σ’ όποιον την αντίκριζε.



Τα σχόλια του αφηγητή αποτελούν κάποτε συνειρμικές κρίσεις που ενδέχεται να αποκλίνουν από τον κύριο αφηγηματικό κορμό, όπως αυτό συμβαίνει συχνά στα κείμενα του Γιώργου Ιωάννου. Στο αμάρτημα της μητρός μου, εντοπίζουμε σχόλια του ενήλικα αφηγητή που παρεμβαίνει στην αφήγηση του παιδιού αφηγητή.

Για παράδειγμα: «Δεν ησθανόμην ο ανόητος ότι τοιουτοτρόπως εκορύφωνα την απελπισίαν της! Πιστεύω να μ’ εσυγχώρεσεν.»