Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013

ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΚΑΛΙ

   ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΑΣ ΦΕΤΟΣ ΕΧΟΥΝ ΕΠΙΛΕΓΕΙ ΑΡΚΕΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΕΛΠΙΖΩ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΧΡΗΣΙΜΑ ΚΑΙ ΝΑ ΣΑΣ ΒΟΗΘΗΣΟΥΝ . ΠΑΡΑ ΤΙΣ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΧΑΜΕΝΕΣ ΩΡΕΣ Η ΥΛΗ ΘΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΘΕΙ ΕΓΚΑΙΡΩΣ . ΩΡΑ ΝΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΕΤΕ ΤΙΣ ΕΠΑΝΑΛΗΨΕΙΣ ΣΑΣ ΚΑΙ ΝΑ ΚΑΛΥΨΕΤΕ ΤΑ ΚΕΝΑ ΣΑΣ. ΕΥΧΟΜΑΙ Η ΜΕΛΕΤΗ ΣΑΣ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΠΟΙΚΟΔΟΜΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ...

   Η ΒΙΩΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ




Βιωματικότητα: ένα έμμονο συστατικό της ποιητικής του πεζογράφου Ιωάννου



«Λέγοντας λοιπόν βιωματική, εννοώ τη λογοτεχνία εκείνη που αντλείται από τα προσωπικά βιώματα του συγγραφέα (...). Τα βιώματα πάλι δεν είναι μονάχα εκείνα που προέρχονται από την εμπειρία, αλλά και οι φαντασιώσεις και οι ισχυρές πνευματικές καταστάσεις που έχει ζήσει ο άνθρωπος (...). Ανακουφίζομαι γράφοντας σε πρώτο πρόσωπο. Είναι για μένα κάτι σαν ψυχολογική ανάγκη. Ωστόσο τα περισσότερα από αυτά που γράφω δεν είναι βιογραφικά και δεν συνέβησαν ακριβώς έτσι, όπως μεταφέρονται στο χαρτί. Άλλωστε, στα πεζογραφήματά μου υποδύομαι και πολλά πρόσωπα που θα ήθελα να είμαι» (συνέντευξη του συγγραφέα με τη Μ. Θερμού, εφ. Καθημερινή, 24.7.1977).



«Όπως ξέρετε, γράφω σε πρώτο πρόσωπο. Γιατί έτσι εκφράζομαι καλύτερα, ζεσταίνομαι πιο πολύ, μ’ αρέσει (...). Επειδή, λοιπόν, γράφω στο πρώτο πρόσωπο (...) ε, δίνω την εντύπωση ότι πολλές φορές [αυτά που αφηγούμαι] είναι περιστατικά τα οποία μου έχουν τύχει, περιστατικά αυτοβιογραφικά. Αλλ’ αυτό δε μ’ ενδιαφέρει καθόλου˙ ούτε για τη δική μου λογοτεχνία, ούτε για κανενός άλλου. Γιατί, όχι μόνο σαν λογοτέχνης, αλλά και σαν μελετητής που είμαι της λογοτεχνίας, ξέρω ότι δεν μετριούνται έτσι τα λογοτεχνήματα, αν δηλαδή είναι αυτοβιογραφικά ή φανταστικά. Εκείνο που μετράει είναι το γράψιμο, το δόσιμο (...). Ο λογοτέχνης πρέπει να χρησιμοποιεί ως ύλη τα βιώματά του. Δεν εννοώ μονάχα τα βιώματα τα οποία έχει αποκτήσει από την εμπειρία, αλλά και τα συναισθήματά του, τις ισχυρές φαντασιώσεις του, όλα τέλος πάντων που έχει ζήσει πολύ αυτός ο ίδιος (...). Αυτά, βέβαια, τα οποία σας λέω, δεν προδικάζουν και την τεχνοτροπία. Πιστεύω ότι η δημιουργική ανάπλαση της βιωματικής ύλης μπορεί να γίνει σύμφωνα με τις οποιεσδήποτε αισθηματικές αρχές ή τάσεις του συγγραφέα. Αυτό που θα προκύψει, αν είναι γνήσια βιωματικό, θα έχει στερεότητα και ενότητα γλώσσας, όπως και ο κόσμος του συγγραφέα του. Είναι παρατηρημένο ότι οι βιωματικοί συγγραφείς, ακόμη και αυτοί που διαθέτουν μικρό ταλέντο, ουδέποτε αραδιάζουν κούφια λόγια ή παρουσιάζουν το φαινόμενο της λεξιθηρίας. Κι αυτό γιατί κατευθύνονται εσωτερικά (...). Αντίθετα όταν [ο γράφων] δεν περιορίζεται, και γράφει για πράγματα που δεν ξέρει, δεν έχει ζήσει (π.χ. ενώ δεν ξέρει κολύμπι, αρχίζει να γράφει για θαλασσινές περιπέτειες, καΐκια και δεν ξέρω τι άλλο), τότε φτάνει να μιλάει ψεύτικα. Και λες: «τι έχει πάθει αυτός;» Απλούστατα, δεν έχει (...) βιώματα και φυσικά δεν έχει γλώσσα. Όσο για την τεχνοτροπία, μπορεί να είναι οποιαδήποτε». (συνέντευξή του στο περ. Διαβάζω, τεύχ. 9, Νοε.-Δεκ. 1977, σ. 23-24.



«Νομίζω ότι το “κλειδί” της δουλειάς μου είναι η βιωματικότητα. Δεν μπορείς να γράφεις καλά, να εκφραστείς με πληρότητα, να έχεις ενότητα έκφρασης, αν αυτά τα πράγματα δεν τα έχεις, κατά κάποιο τρόπο, ζήσει (...). Και δεν εννοώ στον κόσμο της εμπειρίας. Πολλοί (κι εγώ πολλές φορές – και το απωθώ) αισθάνονται την ανάγκη να γράψουν για πράγματα που δεν λαχταρούν και για τα οποία δεν ξέρουν τίποτα. Μόνο που αυτά τα πράγματα δεν μπορούν να σταθούν, ούτε σαν γλώσσα (...). Πιστεύω στη βιωματικότητα των καταστάσεων και στη βιωματική προέλευση της γλώσσας του λογοτέχνη. Και δεν πιστεύω πως αυτό το βιωματικό υπόστρωμα σ’ εμποδίζει να έχεις οποιαδήποτε τεχνοτροπία». (συνέντευξή του με τη Σούλα Αλεξανδροπούλου, εφ. Ελευθεροτυπία, 24.9.1978).

 
ΚΡΙΣΕΙΣ , ΑΠΟΨΕΙΣ , ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΩΑΝΝΟΥ



" Μια ευσέβεια για τα πράγματα και μια ευλάβεια για τους ανθρώπους διαποτίζουν το έργο του (…) Ο ίδιος βλέπει τα εγκόσμια με χιούμορ, αυτοσαρκασμό, μέσα σε μια φοβερή μοναξιά και ένα διαρκή φόβο του θανάτου, αυτής της δύσκολης ώρας, για να χρησιμοποιήσω τον τίτλο από ένα τελευταίο του διήγημα."

( Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος - 18.02.1985, ΕΡΤ2 )



"Πολύ λίγα απ' αυτά τα πεζογραφήματα φέρουν τα γνωρίσματα του διηγήματος. Συνήθως αναπτύσσονται και ακούγονται, όπως η χαμηλόφωνη εξομολόγηση κάποιου γνωστού σου μέσα στη σιγαλιά της νύχτας. Κατά κανόνα, τα πεζογραφήματα αυτά είναι κατορθώματα μιας φαινομενικά φυσικής κι αβίαστης γραφής, που όμως συγκαλύπτει με πολύ μεγάλη τέχνη την επίπονη και επίμοχθη επεξεργασία"

( Αλέξανδρος Κοτζιάς- 18.02.1985, ΕΡΤ2 )



"Ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος έγραφε χωρίς λογοτεχνικούς τρόπους, δηλαδή, έγραφε εκ βαθέων και με τρόπο που πολλές φορές μπορούσε να τον εκλάβει κανείς ως δημοσιογραφικό (…). Ο Ιωάννου είναι ένας κοινωνικός συγγραφέας, κατεξοχήν, ένας καταγραφέας αυτών που συνέβαιναν και συμβαίνουν στη Θεσσαλονίκη (…) "

( Μένης Κουμανταρέας- 18.02.1985, ΕΡΤ2 )



" 'Δεν υπάρχει άλλο γιατρικό από την εξομολόγηση', σημειώνει κάπου ο Ιωάννου, που έγραφε για να λυτρωθεί. Το έργο του είναι μια θερμή ανθρώπινη φωνή, μια χαμηλόφωνη οικεία κουβέντα, για τα έλκη του έσω και του έξω κόσμου. Πεζογραφία βιωματικής γλώσσας, κάτι μεταξύ δοκιμίου και αφηγήματος, έντονη στο ρεαλισμό της, συγκλονιστική στην ευθυβολία της είναι κατά το Λϊνο Πολίτη τα γραπτά του Ιωάννου, που απορρίπτε μύθο, πλοκή, πρόσωπα. Επιδιώκει ανόθευτη επαφή με τα πράγματα, με την ανθρώπινη μοίρα. (…)

Συνεχείς αφηγήσεις, χωρίς διάλογο, από εξομολογήσεις, από βιώματα, από σχόλια, από χρονικά, όπου προέχει συχνότατα το υποκειμενικό στοιχείο, η προσωπικότητα του συγγραφέα. (…) Η αφήγησή του, σφραγισμένη από τις οδυνηρές εμπειρίες του '40 - '50, είναι ζυμωμένη με τον ιδρώτα, τη μυρωδιά, τη γεύση της ζωής και δοσμένη με επίμοχθη, ψιλοδουλεμένη φράση, γράφει ο Αλέξανδρος Κοτζιάς.

Έδωσε, καθώς ο ίδιος έλεγε, τον παλμό της ζωής, την υπόκρουση του σημερινού κόσμου και την ανάσα του αγωνιώντος ανθρώπου.(…) Η ανθρωπιά στο περιεχόμενο και η απλότητα στη μορφή, χαρακτηρίζουν, κατά τον Απόστολο Σαχίνη, το έργο του Ιωάννου. Του Ιωάννου που πλησιάζει τον άνθρωπο πότε με συγκίνηση και πότε με χιούμορ. Ουσία των αφηγημάτων του η αγάπη και η κατανόηση του ανθρώπου, των καημών και του πόνου του, της λαχτάρας του. Η νεοελληνική πραγματικότητα βρίσκεται στο επίκεντρο των βιβλίων του Γιώργου Ιωάννου. (…)

Τα κείμενα είναι σφραγισμένα από μια βαθύτερη ευγένεια. Μέσα από τις αναμνήσεις του διοχετεύει τις απόψεις του, τις κρίσεις του, τις προτιμήσεις του τις εντυπώσεις του από τη ζωή. Αλλά είχε το χάρισμα να μετουσιώνει τα πιο ασήμαντα προσωπικά περιστατικά σε γνήσια τέχνη, καθώς αναγνώρισε η κριτική."

( Βαγγέλης Ψυράκης-24.02.1985, ΕΡΤ1

 
 
ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ . ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΑΦΗΓΗΣΗΣ



Γ. Ιωάννου «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς» (Αφηγηματικές Τεχνικές)



- Ο Γιώργος Ιωάννου είναι πεζογράφος της μεταπολεμικής γενιάς, με έντονες επιρροές από τη σχολή της Θεσσαλονίκης, που είχε κάνει την εμφάνισή της στα πλαίσια της πρωτοπόρου γενιάς του ’30.

- Σύμφωνα με τον Λίνο Πολίτη η μεταπολεμική πεζογραφία «αντλεί περισσότερο από τον προβληματισμό της σύγχρονης ζωής, και επιχειρεί να λυτρωθεί από τους δεσμούς με την προηγούμενη αφηγηματική ή την ηθογραφική παράδοση».

- Κύριο χαρακτηριστικό της σχολής της Θεσσαλονίκης είναι η χρήση του «εσωτερικού μονολόγου». Ο εσωτερικός μονόλογος είναι μια τεχνική που επιχειρεί να φέρει στην επιφάνεια την αδιάκοπη ροή σκέψεων, εικόνων, αναμνήσεων, συνειρμών και εντυπώσεων που διασχίζουν την ψυχή του ήρωα.

Απουσία κεντρικού μύθου

Τα πεζογραφήματα του Ιωάννου δεν αποτελούν διηγήματα με την παραδοσιακή έννοια, δεν έχουν δηλαδή έναν κεντρικό μύθο με συγκεκριμένη πλοκή και ήρωες. Βασίζονται κυρίως στην ανάπτυξη κάποιας ιδέας ή συναισθηματικής κατάστασης του αφηγητή, που έχει ως πρώτο ερέθισμα την παρατήρηση της εξωτερικής πραγματικότητας.

Αφηγητής

Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, καθώς μας παρουσιάζει πρωτοπρόσωπα προσωπικές του σκέψεις και βιώματα. Επί της ουσίας η αφήγηση αποτελεί μια σειρά σκέψεων, συναισθημάτων και συνειρμών της κυρίαρχης αφηγηματικής φωνής. Έχουμε δηλαδή έναν διαρκή εσωτερικό μονόλογο του αφηγητή που απηχεί τις σκέψεις του ίδιου του συγγραφέα.

Η απουσία μύθου δε μας επιτρέπει να αναζητήσουμε ακριβείς αναλογίες με τους παραδοσιακούς αφηγητές των διηγημάτων και μυθιστορημάτων, χωρίς αυτό να σημαίνει πως μπορούμε να ταυτίσουμε απόλυτα τον αφηγητή με τον συγγραφέα. Ο Ιωάννου, άλλωστε, έχει καταστήσει σαφές πως παρά την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, δεν αποτελούν όλα τα γεγονότα που καταγράφονται στα πεζογραφήματά του προσωπικές του εμπειρίες.

Εστίαση

Η εστίαση της αφήγησης είναι εσωτερική καθώς στα πλαίσια του εσωτερικού μονολόγου δε θα ήταν νοητή η μηδενική εστίαση, που θα δημιουργούσε έναν παντογνώστη αφηγητή. Η θέαση της πραγματικότητας επομένως γίνεται από την οπτική του ανώνυμου αφηγητή, ο οποίος μας παρουσιάζει τις σκέψεις αλλά και τα συναισθήματά του.

Διάσπαση κεντρικού θέματος

Η απουσία μύθου στα πεζογραφήματα του Ιωάννου αναπληρώνεται από την ανάπτυξη κάποιας βασικής ιδέας (θέματος), το οποίο όμως συνήθως διασπάται είτε συνειρμικά είτε συνειδητά, οδηγώντας τον πεζογράφο στη διερεύνηση και επιμέρους θεματικών.

Στο πεζογράφημα «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς» οι θεματικές που προσεγγίζονται είναι οι ακόλουθες:

- Η ζωή των προσφύγων στους συνοικισμούς και η ιδιαίτερη ταύτιση του πεζογράφου μαζί τους, μιας και προέρχεται κι ο ίδιος από οικογένεια προσφύγων.

- Η αποξένωση και η ψυχρότητα που χαρακτηρίζει τη ζωή των ανθρώπων της μεγαλούπολης.

- Η μοναξιά του αφηγητή-συγγραφέα που τον οδηγεί συχνά στους προσφυγικούς συνοικισμούς.

Συνοπτικά:

Η μοναξιά που αισθάνεται ο αφηγητής ζώντας σε μια απρόσωπη μεγαλούπολη, όπου οι άνθρωποι αδιαφορούν ο ένας για τον άλλον, τον οδηγεί συχνά στους προσφυγικούς συνοικισμούς, όπου οι άνθρωποι έχουν αναπτύξει ισχυρότερους δεσμούς μεταξύ τους. Ως παιδί προσφύγων ο συγγραφέας νιώθει μια ιδιαίτερη ταύτιση με τους άλλους πρόσφυγες τους οποίους παρατηρεί με κάθε ευκαιρία, έχοντας πια μάθει να αναγνωρίζει τον τόπο καταγωγής τους από τα εξωτερικά τους χαρακτηριστικά ή από την προφορά τους.

Συνειρμικά ο αφηγητής φτάνει στα γεγονότα της επικαιρότητας και στηλιτεύει το μεταναστευτικό κύμα, που απειλεί τη συνοχή των αγνών και βασανισμένων αυτών ανθρώπων. Ο συγγραφέας μάλιστα δε διστάζει να αποδώσει τη μάστιγα της μετανάστευσης στους έχοντες την εξουσία, οι οποίοι αφού εκμεταλλεύτηκαν τους πρόσφυγες στα πλαίσια του εμφυλίου, τώρα επιχειρούν να τους απομακρύνουν από τη χώρα, οξύνοντας δραματικά το πρόβλημα της ανεργίας, προκειμένου να αποφύγουν τις συνέπειες για τη δική τους κακοδιαχείριση και απομύζηση των κρατικών πόρων.

Το πεζογράφημα κλείνει με την έκφραση της επιθυμίας του αφηγητή-συγγραφέα να μπορούσε κι εκείνος να ζει μαζί με τους υπόλοιπους πρόσφυγες στους συνοικισμούς, ώστε να μην χρειάζεται να υπομένει άλλο τη μοναξιά και την αποξένωση από τους ανθρώπους γύρω του.

Επιπλέον θεματικές του κειμένου

«Πρόσφυγές και μετανάστες: ένας κόσμος τόσο επίκαιρος για τη σημερινή εποχή, μας και τόσο οικείος ιδίως για τη χώρα μας. Ο αφηγητής περιπλανάται ανάμεσά τους και προσπαθεί με κάθε τρόπο να μεταλάβει κάτι από την οδύνη του ξεριζωμού. Αναζητώντας εναγώνια την ταυτότητά του, πιστοποιεί εντέλει πως το αίμα είναι μια μνήμη με πολύμορφη γλώσσα, αλλά, δυστυχώς πολλές φορές με μητριά πατρίδα.»

Ο μεγάλος αριθμός προσφύγων που κατέφτασε στη χώρα μετά την Καταστροφή της Σμύρνης (Σεπτέμβρης 1922) και η κατακόρυφη αύξηση της μετανάστευσης τη δεκαετία του ’50 μετά το τέλος του εμφυλίου.

- Τα παιδιά των προσφύγων αναγκάζονται να γίνουν μετανάστες, μη μπορώντας να επιβιώσουν στην οικονομικά εξαθλιωμένη Ελλάδα.

Η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην εξαναγκαστική προσφυγιά και την «οικειοθελή» μετανάστευση είναι κατά τον συγγραφέα δυσδιάκριτη, καθώς θεωρεί πως οι νέοι εξωθούνται να μεταναστεύσουν από τους “εγκληματίες των γραφείων”. Η μετανάστευση δηλαδή θα μπορούσε να αποφευχθεί, αν η κυβέρνηση δεν ήθελε τόσο πολύ να διώξει τους ανθρώπους αυτούς, με την ελπίδα ότι θα γλιτώσει την κατακραυγή και τις αντιδράσεις για τα δικά της σφάλματα.

- Ενώ οι πρόσφυγες διατηρούν καθαρή τη μνήμη της ιδιαίτερης πατρίδας τους, τα παιδιά τους που γεννιούνται στην Ελλάδα, δεν μπορούν εύκολα να προσδιορίσουν την ταυτότητά τους. Κατάγονται από μια μακρινή πατρίδα, που δεν είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν, αλλά έχουν γεννηθεί και μεγαλώνουν στην Ελλάδα, η οποία αν και δεν είναι η πατρίδα των γονιών τους, είναι εντούτοις η μόνη πατρίδα που τα ίδια γνώρισαν.

- Έτσι, παρόλο που ο Ιωάννου έχει γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη, δεν παύει να αναζητά τους δεσμούς του με την Ανατολική Θράκη, τον τόπο καταγωγής των γονιών και των προγόνων του.

Ο χρόνος της αφήγησης

Απελευθερωμένος από τη δεσποτεία του κεντρικού μύθου και της πλοκής, συνθέτει τα περιστατικά που εξιστορεί και σκιαγραφεί τα πρόσωπά του, (πρόσωπα αληθινά, φανταστικά ή μορφές τυχαίων συναντήσεων που συλλαμβάνει ο φακός του), θρυμματίζοντας τη χρονική και αφηγηματική αλληλουχία του κειμένου.

Εφόσον τα γεγονότα της ιστορίας είναι ελάχιστα (ο αφηγητής είναι στο καφενείο και παρατηρεί τους πρόσφυγες, κι έπειτα προχωρά στους κεντρικούς δρόμους της πόλης), καθίσταται σαφές πως η όλη αφήγηση αποτελεί ένα συνονθύλευμα σκέψεων του αφηγητή, που περνά συνειρμικά από το παρόν στο παρελθόν και αντίστροφα.

Ο χρόνος της ιστορίας

Το πεζογράφημα ανήκει στη συλλογή «Για ένα φιλότιμο» που εκδόθηκε το 1964 και περιέχει 22 κείμενα τα οποία γράφτηκαν από το 1961 έως το 1964.

Έχοντας υπόψη μας το γεγονός ότι ο συγγραφέας από το 1961 έως το 1963 βρισκόταν στη Λιβύη, όπου δίδασκε στο Γυμνάσιο της Βεγγάζης, το οποίο ίδρυσε ο ίδιος, ενώ την επόμενη χρονιά βρισκόταν στην Κυνουρία της Αρκαδίας, αντιλαμβανόμαστε πως τα γεγονότα αυτά της περιδιάβασης στους προσφυγικούς συνοικισμούς έχουν συμβεί νωρίτερα. Με δεδομένη, άλλωστε, την αναφορά στο κύμα της μετανάστευσης, που κορυφώθηκε κατά τη δεκαετία του ’50, μπορούμε ίσως να τοποθετήσουμε σ’ αυτή τη δεκαετία την ιστορία του πεζογραφήματος.

Εξομολογητικός τόνος της αφήγησης

Η χρήση του πρώτου προσώπου στην αφήγηση, η απλή γλώσσα και η παράθεση προσωπικών σκέψεων του αφηγητή-συγγραφέα, δημιουργούν μια έντονη αίσθηση οικειότητας στον αναγνώστη και υπογραμμίζουν την εξομολογητική διάθεση του αφηγητή.

Σχήμα κύκλου

Το πεζογράφημα ξεκινά με τον αφηγητή να βρίσκεται σ’ ένα καφενείο στους προσφυγικούς συνοικισμούς και κλείνει με την ευχή να μπορούσε να ζει σ’ έναν προσφυγικό συνοικισμό μαζί με ανθρώπους της ράτσας του.

Με το σχήμα κύκλου ο συγγραφέας αφενός δημιουργεί την αίσθηση ολοκλήρωσης της ιστορίας και αφετέρου στρέφει την προσοχή του αναγνώστη στο θέμα που τον ενδιαφέρει περισσότερο, δηλαδή στην αρμονική και συντροφική διαβίωση των προσφύγων στους συνοικισμούς, που βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την αδιαφορία και την αποξένωση που βιώνουν οι κάτοικοι της μεγαλούπολης.

Ειρωνεία, χιούμορ και αυτοσαρκασμός

Ο Ιωάννου στα πεζογραφήματά του, ακόμη κι όταν πραγματεύεται επίπονες για τον ίδιο θεματικές, φροντίζει να διανθίζει την αφήγησή του με εύστοχα καυστικές παρατηρήσεις, αλλά και αυτοσαρκαστικά σχόλια.

Με τη βοήθεια του χιούμορ ο συγγραφέας κατορθώνει να ελαφρύνει το κλίμα που δημιουργεί η αναφορά σε επώδυνες ιστορικές ή προσωπικές εμπειρίες.

Στο συγκεκριμένο κείμενο είναι ευδιάκριτη η ειρωνεία του συγγραφέα, όταν αναφέρεται στην επιμονή όλων των Κωνσταντινουπολιτών ότι κατάγονται από την καρδιά της πόλης, έστω κι αν προέρχονται από τα περίχωρά της.

«... τους Κωνσταντινουπολίτες, από μέσα ή απ’ τα περίχωρα, κι ας επιμένουν όλοι τους πως είναι απ’ την καρδιά της Πόλης, κι απ’ το Γαλατά.»

Ειρωνική είναι η διάθεση του συγγραφέα κι όταν σχολιάζει το σύγχρονο τρόπο ζωής στις μεγάλες πόλεις, όπου οι άνθρωποι δε θέλουν να γνωρίζονται μεταξύ τους.

«Το ιδανικό, η τελευταία λέξη του πολιτισμού, είναι, λέει, να μη ξέρεις ούτε στη φάτσα το γείτονά σου.»

Η μοναξιά του αφηγητή

Η ευχή του Ιωάννου να μπορούσε να ζει κι ο ίδιος μαζί με τους υπόλοιπους πρόσφυγες στους συνοικισμούς, προκύπτει αφενός λόγω της κοινής καταγωγής με ορισμένους από αυτούς (είναι κι εκείνος πρόσφυγας) κι αφετέρου από τη διαπίστωση ότι στους συνοικισμούς οι άνθρωποι έχουν διατηρήσει έναν απλούστερο τρόπο διαβίωσης, που χαρακτηρίζεται από συντροφικότητα, ειλικρινές ενδιαφέρον και αμεσότητα στη μεταξύ τους επαφή (ό,τι δηλαδή απουσιάζει από τη μοναχική ζωή του συγγραφέα).

Είναι, πάντως, ενδιαφέρον ότι ο Ιωάννου, όπως σ’ αυτό το κείμενο εκφράζει την επιθυμία να ζούσε μαζί με τους υπόλοιπους πρόσφυγες, σε άλλα πεζογραφήματα εκφράζει ανάλογη επιθυμία για άλλες ομάδες ανθρώπων.

Στο «Μοτοσικλέτας εγκώμιο» παρατηρώντας τους μοτοσικλετιστές νιώθει πως εκείνοι είναι ευτυχισμένοι κι εκφράζει τη σκέψη πως θα ήθελε κι ο ίδιος να είναι μαζί τους και να ζει μια τόσο ελεύθερη και γεμάτη ζωή.

Αντιστοίχως, στο «Ο λογοτιμήτης» παρατηρώντας τους κρατούμενους μιας φυλακής αισθάνεται ξαφνικά πως εκείνοι μοιάζουν πολύ πιο ευτυχείς και πως δεν έχουν τόση μοναξιά όπως εκείνος, γι’ αυτό και σκέπτεται πως ίσως είναι καλύτερα να βρίσκεται κάποιος σ’ ένα μοναστήρι ή ακόμη και στη φυλακή, κοντά πάντως σε ανθρώπους που έχουν ακολουθήσει τις πραγματικές τους επιθυμίες και δε ζουν μια διαρκή καταπίεση.

Αυτοβιογραφικά στοιχεία

Αν και όλο το πεζογράφημα βασίζεται στις προσωπικές σκέψεις του συγγραφέα, εντούτοις υπάρχουν ορισμένες αναφορές που αποτελούν σαφείς ενδείξεις της προσωπικής του ταυτότητας και παρουσίας.

- «Κάθομαι στο ορισμένο καφενείο»: Ο Ιωάννου πηγαίνει συχνά στους προσφυγικούς συνοικισμούς, γι’ αυτό και αναφέρεται στο ορισμένο καφενείο. Η ανάγκη του επομένως να βρίσκεται κοντά στους άλλους πρόσφυγες δεν είναι μια ευκαιριακή διαπίστωση, αλλά μια επανερχόμενη εσωτερική κατάσταση.

- «Οι περισσότεροι γεννήθηκαν εδώ σ’ αυτή την πόλη, όπως κι εγώ»: Ο τόπος γέννησης του Ιωάννου, όπως και των άλλων απογόνων των προσφύγων, είναι η Θεσσαλονίκη. Η πόλη δεν κατονομάζεται καθώς αποτελεί το χώρο όπου διαδραματίζονται οι περισσότερες ιστορίες του συγγραφέα.

Η γενέτειρά του διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο έργο του Ιωάννου. Είναι η μεγάλη του αγάπη στην οποία διαρκώς επιστρέφει με την ανάμνηση. Η Θεσσαλονίκη μας δίνεται όχι μόνο ως ο συγκεκριμένος ιστορικός χώρος με τα μνημεία, τις γειτονιές, τους δρόμους, την ιδιαιτερότητα των κατοίκων, ιδίως των προσφύγων, το ανατολίτικο χρώμα, την πολυπολιτισμικότητα, αλλά και ως ο χώρος στον οποίο έζησε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια, στις εμπειρίες των οποίων συχνά επιστρέφει με τη μνήμη. Εμπειρίες προπάντων από την προπολεμική περίοδο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο.

- «Κι όμως διατηρούν πιο καθαρά τα χαρακτηριστικά της ράτσας τους και την ψυχή τους, από μας τους διεσπαρμένους»: Ο Ιωάννου εντάσσει τον εαυτό του στους διεσπαρμένους πρόσφυγες, εννοώντας εκείνους που δεν κατοικούν σε συνοικισμούς, αλλά είναι διάσπαρτοι και ως εκ τούτου απομονωμένοι σε διάφορα σημεία της πόλης.

- «Δεν έχει σημασία που δε γνώρισα ποτέ αυτή την πατρίδα ή που δε γεννήθηκα καν εκεί. Το αίμα μου από κει μονάχα τραβάει»: Ο Ιωάννου παρόλο που κατάγεται από την Ανατολική Θράκη, δεν έχει επισκεφτεί ποτέ τον τόπο αυτό που γεννήθηκαν οι γονείς του. Εντούτοις νιώθει πως υπάρχουν ισχυροί δεσμοί που τον κρατούν ενωμένο με τον τόπο της καταγωγής του κι αυτό γίνεται αντιληπτό από την εσωτερική επικοινωνία και συγγένεια που αισθάνεται κάθε φορά που συνομιλεί με ανθρώπους που έρχονται από τα μέρη εκείνα.

- «Ολομόναχος, ξένος παντάξενος, χάνομαι στις μεγάλες αρτηρίες»: Ο συγγραφέας νιώθει έντονη μοναξιά, την οποία και δε διστάζει να αποκαλύψει. Να σημειωθεί πως οι μοναχικοί περίπατοι στους μεγάλους δρόμους της Θεσσαλονίκης αποτελούν σταθερή επιλογή του συγγραφέα, όπως αναφέρει σε πολλά πεζογραφήματά του. Είναι για εκείνον ένας τρόπος να βρίσκεται κοντά στους ανθρώπους, έστω κι αν δεν προβαίνει σε άμεση επικοινωνία μαζί τους.

- «Μέσα στους ξένους και στα ξένα πράγματα ζω διαρκώς∙ στα έτοιμα και στα ενοικιασμένα»: Ένα από τα παράπονα του Ιωάννου, πέρα από τη μοναξιά που κυριαρχεί στη ζωή του, είναι και το γεγονός ότι ποτέ δεν απέκτησε ένα δικό του σπίτι.

Η τεχνική του φενακισμού

Σύμφωνα με τον Αλέξανδρο Κοτζιά, που είναι ο εισηγητής του όρου, η τεχνική αυτή συνίσταται στην τάση του Ιωάννου να πλησιάζει την αλήθεια χωρίς ποτέ να την αποκαλύπτει.

Η τεχνική αυτή που αναφέρεται ουσιαστικά στους υπαινιγμούς του συγγραφέα, βρίσκει την πληρέστερη εφαρμογή της σε κείμενα όπου ο Ιωάννου μιλά για πολύ προσωπικά του ζητήματα, τα οποία δεν αποκαλύπτει πλήρως.

Στο συγκεκριμένο κείμενο εντοπίζουμε ένα σημείο στο οποίο ο συγγραφέας επιλέγει να μην αποδεχτεί την ιστορική αλήθεια, προτιμώντας την ιδεατή αλήθεια που έχει δημιουργήσει με τη σκέψη του. Καθώς παρατηρεί, δηλαδή, τους πρόσφυγες αισθάνεται σα να ζουν εκ νέου μέσα από αυτούς όλοι εκείνοι οι αρχαίοι λαοί, και παρόλο που αντιλαμβάνεται πως αυτό μπορεί να μην ισχύει, μιας και η σειρά αίματος μετά από τόσες χιλιάδες χρόνια είναι πιθανό να έχει αλλοιωθεί, προτιμά να μην σκέφτεται αυτό το ενδεχόμενο. Υπαινίσσεται έτσι το ενδεχόμενο οι πρόσφυγες αυτοί να μην έχουν καμία σχέση με τους αρχαίους προγόνους του, αλλά επιλέγει να το παραγνωρίσει.

«Γυρνώ μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς με δυνατή ευχαρίστηση. Θράκες, Χετταίοι, Φρύγες, όμορφοι Λυδοί, πάλι, θαρρείς, ανθούν ανάμεσά μας. Οι ίδιοι δεν ξέρουν βέβαια αυτά τα ονόματα∙ για μένα όμως είναι φορτωμένα μυστήριο και αγάπη. Κι αν ακόμη δεν είναι, πολύ θα ήθελα να ήταν έτσι η αλήθεια.»

Αφηγηματικοί τρόποι

Ο βασικός τρόπος αφήγησης είναι η μίμηση, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, στην οποία συνάμα εντάσσονται οι προσωπικές σκέψεις και συναισθήματα του αφηγητή, που αποτελούν τον εσωτερικό μονόλογο του πεζογραφήματος.

Επίσης, στα πλαίσια της αφήγησης εντοπίζουμε και σχόλια του αφηγητή, όταν για παράδειγμα αναφέρεται στη μετανάστευση ή στην αποξένωση του σύγχρονου τρόπου ζωής.



Στοιχεία από την εισαγωγή του σχολικού βιβλίου

Ο πεζογράφος Ιωάννου υπήρξε ένας βαθιά καλλιεργημένος άνθρωπος. Από τα φοιτητικά του χρόνια οι πνευματικές του ανησυχίες τον έφεραν κοντά στην ποίηση του Καβάφη, του Σεφέρη, του Έλιοτ κ.ά. Αναγνώστης του Ν. Γ. Πεντζίκη, του Κόντογλου, του Ίωνα Δραγούμη επηρεάστηκε από το έργο τους, γοητεύτηκε από τον Παπαδιαμάντη, αφουγκράστηκε τον εσωτερικό μονόλογο.

Αφομοιώνοντας δημιουργικά τους ήχους όλων αυτών των φωνών ο Ιωάννου διαμόρφωσε τη δική του συγγραφική φυσιογνωμία. Με υλικό αντλημένο από τα δύσκολα παιδικά του χρόνια, από τον κόσμο της προσφυγιάς, από τη δίνη του πολέμου και της Κατοχής και από τις περιπέτειες της μεταπολεμικής περιόδου καταρτίζει το θεματολόγιό του. Η μαρτυρία, το βίωμα, η εξομολόγηση, η έκφραση της υπαρξιακής αγωνίας και του αδιεξόδου τροφοδοτούν τα κείμενά του.

Περιηγητής των πόλεων όπου έζησε, και κυρίως της γενέτειράς του Θεσσαλονίκης, ο Ιωάννου καταγράφει με ακρίβεια και ενάργεια το καθημερινό τους πρόσωπο. Το εξωτερικό σκηνικό κατά κανόνα συνοδεύεται από την εσωτερική του περιπλάνηση στο χώρο της ατομικής και συλλογικής μνήμης. Οι αποτυπώσεις του, οι περιγραφές -άλλοτε λιτές και άλλοτε εμποτισμένες στο ποιητικό κλίμα- η λεπτή παρατήρηση, το σχόλιο, η ανεπιτήδευτη γραφή, η ανάκληση του παρελθόντος αλλά και η διαπραγμάτευση του παρόντος, τον οδηγούν σε νέους τρόπους οργάνωσης του αφηγηματικού υλικού.

Απελευθερωμένος από τη δεσποτεία του κεντρικού μύθου και της πλοκής, συνθέτει τα περιστατικά που εξιστορεί και σκιαγραφεί τα πρόσωπά του, (πρόσωπα αληθινά, φανταστικά ή μορφές τυχαίων συναντήσεων που συλλαμβάνει ο φακός του), θρυμματίζοντας τη χρονική και αφηγηματική αλληλουχία του κειμένου.

Ο αναγνώστης των πεζογραφημάτων του Ιωάννου θέλγεται από την αμεσότητα της γραφής του και αισθάνεται οικείο τον κόσμο που αναδύεται μέσα από τις σελίδες του έργου του.

 
ΥΦΟΣ ΚΑΙ ΑΦΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ



Το ύφος του Ιωάννου



Το ύφος των πεζογραφημάτων του Γιώργου Ιωάννου διακρίνεται για την οικειότητα που δημιουργεί στον αναγνώστη, χάρη στην απλή και καθημερινή γλώσσα που χρησιμοποιεί στην αφήγησή του. Ο σκοπός του συγγραφέα είναι να εκφράσει μέσα από τα κείμενά του συναισθήματα, σκέψεις και βιώματα που εκφράζουν την πλειονότητα των ανθρώπων που έζησαν εκείνη την εποχή κι όχι απλώς να αποτυπώσει την προσωπική του εμπειρία. Για το λόγο αυτό χρησιμοποιεί απλό κι ανεπιτήδευτο ύφος στην αφήγησή του, επιχειρώντας έτσι να απευθυνθεί σε ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, στο οποίο παράλληλα επιτρέπει να ταυτιστεί ευκολότερα με τους ήρωες των ιστοριών του, αλλά και με όσα διαδραματίζονται σε αυτές.

Επίσης, ο Ιωάννου επιχειρεί να μεταφέρει το κλίμα όλων αυτών των επώδυνων εμπειριών που έζησε στα χρόνια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και της κατοχής, χωρίς όμως να δημιουργήσει ένα έντονα καταθλιπτικό συναίσθημα στον αναγνώστη, γι’ αυτό κι εμπλουτίζει την αφήγησή του με χιούμορ, ειρωνεία αλλά και αυτοσαρκασμό. Κάθε φορά που αισθάνεται ότι έχει φορτίσει έντονα την αφήγησή του, φροντίζει με μια διακριτική δόση ειρωνείας, με ένα καλά ζυγισμένο σχόλιο να ελαφρύνει την ένταση που έχει δημιουργηθεί. Η φροντίδα αυτή του συγγραφέα συμβάλλει ώστε τα κείμενά του να διαβάζονται άνετα και ο αναγνώστης να μοιράζεται τα βιώματα του Ιωάννου χωρίς να γίνεται αποδέκτης υπερβολικών συναισθηματικών εντάσεων.

Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, της γραφής του Ιωάννου η αποφυγή κάθε είδους υπερβολής που θα μπορούσε να διακινδυνεύσει την καθαρότητα και τη λιτότητα του ύφους του. Ο συγγραφέας δεν επιθυμεί να γράψει κείμενα γεμάτα πόνο και θλίψη, ούτε θέλει να καθοδηγήσει τον αναγνώστη ως προς το τι θα πρέπει να αισθανθεί για όσα διαβάζει. Για το λόγο αυτό καταγράφει τα γεγονότα και ξετυλίγει την ιστορία του με απλότητα και χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις, διατηρώντας πάντοτε στην αφήγησή του μια αποστασιοποίηση που του επιτρέπει να μιλά ακόμη και για πολύ επώδυνα γεγονότα, χωρίς να κινδυνεύει να παρασυρθεί από τον πόνο που φέρνει μαζί της η ανάμνησή τους.

Ιδιαίτερος είναι και ο εμπλουτισμός του ύφους της αφήγησης που επιτυγχάνεται με την εξομολογητική διάθεση που χαρακτηρίζει τη διήγηση του Ιωάννου. Χάρη σε μια σειρά συνειρμών ο συγγραφέας ανακαλεί στη μνήμη του και μας παραθέτει τις προσωπικές του σκέψεις, τα συναισθήματα του αλλά και ξεχωριστά βιώματα που συχνά έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Με τον τρόπο αυτό ο συγγραφέας κατορθώνει να εμβαθύνει ως προς το συναίσθημα ή τον προβληματισμό που κυριαρχεί στην ιστορία που μας αφηγείται. Μέσα, δηλαδή, από τις εξομολογήσεις αυτές τα αφηγήματά του Ιωάννου λαμβάνουν ευρύτερες προεκτάσεις και του επιτρέπουν να μεταδώσει στον αναγνώστη με μεγαλύτερη πληρότητα τους συλλογισμούς του.



Με υλικό αντλημένο από τα δύσκολα παιδικά του χρόνια, από τον κόσμο της προσφυγιάς, από τη δίνη του πολέμου και της Κατοχής και από τις περιπέτειες της μεταπολεμικής περιόδου καταρτίζει το θεματολόγιό του.

Απελευθερωμένος από τη δεσποτεία του κεντρικού μύθου και της πλοκής, συνθέτει τα περιστατικά που εξιστορεί και σκιαγραφεί τα πρόσωπά του, θρυμματίζοντας τη χρονική και αφηγηματική αλληλουχία του κειμένου.



Τύπος αφηγητή: Ο αφηγητής των πεζογραφημάτων του Ιωάννου είναι ομοδιηγητικός, δηλαδή, συμμετέχει στην ιστορία την οποία αφηγείται είτε ως πρωταγωνιστής (αυτοδιηγητικός αφηγητής) είτε ως παρατηρητής ή αυτόπτης μάρτυρας. Σχεδόν πάντα στα κείμενα του Ιωάννου αφηγητής είναι ο ίδιος ο συγγραφέας.



Εστίαση: Στα κείμενα του Ιωάννου έχουμε εσωτερική εστίαση, δηλαδή, ο αφηγητής ξέρει όσα και τα πρόσωπα που συμμετέχουν στην ιστορία.



Αφηγηματική τεχνική: Ο Ιωάννου συνήθως χρησιμοποιεί την τεχνική του εγκιβωτισμού και της αναδρομικής αφήγησης. Σε κάποια στιγμή ο αφηγητής από κάποια αφορμή αφηγείται την προηγούμενη ζωή του σε σχέση με την παρούσα. Με αφορμή τυχαίων συνειρμών ο αφηγητής ανακαλεί στη μνήμη του παλαιότερες εποχές και οδηγείται σε παρεκβάσεις, οι οποίες δεν είναι πάντοτε σύντομες. Την τεχνική των συνειρμών ο συγγραφέας τη χρησιμοποιεί συχνά. Οι συνειρμοί του ωθούνται από χώρους, σκέψεις, αναμνήσεις, κουβέντες, ήχους, αντικείμενα κ.λπ.



Ρυθμός αφήγησης: Συχνά ο ρυθμός της αφήγησης στα πεζογραφήματα του Ιωάννου επιταχύνεται με παραλείψεις γεγονότων, με περιληπτικές αποδόσεις μεγάλων χρονικών διαστημάτων καθώς και με αφηγηματικά κενά.



Πώς αφηγείται; Ο Ιωάννου στα περισσότερα πεζογραφήματά του αποφεύγει το διάλογο μεταξύ των προσώπων της ιστορίας και αφήνει τον αφηγητή του κειμένου να αφηγείται τα γεγονότα παρεμβάλλοντας περιγραφές, σχόλια αλλά και σκέψεις του που κάποτε παρουσιάζονται ως ένας εσωτερικός μονόλογος.



Ειρωνεία: Με την ειρωνεία ο Ιωάννου ξεπερνάει τα σκληρά και επικίνδυνα σημεία της μνήμης. Είναι, άλλωστε, μια στάση που τήρησε και στη ζωή του. Παράλληλα, η τεχνική αυτή συντελεί και στην αποφόρτιση του κλίματος που δημιουργεί η αφήγηση.

 
 
ΓΕΝΙΚΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΓΡΑΦΗΣ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ



1. Όψεις του λόγου του

• Μιλά σχεδόν πάντα σε πρώτο πρόσωπο και μιλά κατά κανόνα για ατομικά περιστατικά, δεν παραλείπει εντούτοις να τοποθετείται μέσα σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό χωροχρόνο. Ανάγεται στην παιδική του ηλικία και τη μυθοποιεί, αλλά αποκαλύπτει και άσχημες πτυχές της ζωής.

• Απουσιάζει ο μελοδραματισμός και ο έντονος συναισθηματισμός και δε χάνει ποτέ το χιούμορ του.

• Αποσπασματικό στοιχείο. Τα κείμενά του μοιάζουν σπαράγματα ευρύτερων σχημάτων

2. Τα θέματα κι ο χειρισμός τους: η Συνειρμική οργάνωση

• Χρησιμοποιεί τη μνήμη και την παρατήρηση. Η μνήμη του είναι κατάφορτη από γεγονότα και πρόσωπα. Η παρατήρηση είναι το άλλο μέσον του αφηγητή. Με αυτή το πεζογράφημα παίρνει τη μορφή της αφήγησης του συγκεκριμένου

3. Ο Χώρος στην πεζογραφία του

• Σε όλα τα πεζογραφήματα εισβάλλει πάντα σχεδόν η Θεσσαλονίκη είτε εξωραϊσμένη είτε σα σκηνικό μιας αποτρόπαιας κατοχικής ανάμνησης.

• Ως χώρος, ως τοπίο στα έργα του Ιωάννου δε νοείται τίποτε άλλο παρά μόνον ο τόπος που κατοικείται και ειδικότερα η πόλη. Η φύση στο έργο του είναι σχεδόν ανύπαρκτη και παίρνει νόημα μόνο με την παρουσία του ανθρώπου. Βέβαια δεν τον ενδιαφέρει ο οποιοσδήποτε κατοικημένος χώρος, αλλά μόνον εκείνος που είναι δεμένος με την προσωπική του ζωή

4. Ο Χρόνος στην πεζογραφία του

• Σύνθεση παρελθόντος –παρόντος και γενικότερα διαφορετικών στιγμών

5. Το αφηγηματικό υποκείμενο στην πεζογραφία του

• Η αφήγηση είναι μονομερής, μονοεστιακή: τα πάντα δίνονται από μια οπτική γωνία, μέσα από την όραση, τα συναισθήματα, τη σκέψη και την αίσθηση ενός μονάχα προσώπου.

• Μετέχει και πρωταγωνιστεί στα εξιστορούμενα ή απλώς τα παρακολουθεί από κοντά σα θεατής και τα αφηγείται. Η συμμετοχή του είναι δεδομένη σε όσα αφηγείται, ποικίλλει όμως ο βαθμός συμμετοχής. Ο μεγαλύτερος είναι εκεί που εξομολογείται προσωπικά βιώματα κι ο μικρότερος εκεί που είναι απλός θεατής και σχολιαστής.

6. Γλώσσα και ύφος στα πεζογραφήματά του

• Μικροπερίοδος λόγος, μικρές δηλαδή φράσεις χωρίς πολλές δευτερεύουσες προτάσεις

• Γλώσσα απλή και καθημερινή

• Ανάμειξη πεζολογικών στοιχείων με στοιχεία ποιητικής ατμόσφαιρας

7. Το Είδος του πεζογραφήματος που καλλιέργησε ο Ιωάννου

• Διηγήματα δεν μπορούμε να ονομάσουμε τα έργα του. Ο ίδιος τα ονομάζει “πεζογραφήματα”, είτε γιατί, όπως λέει, περιέχουν όλα τα είδη είτε γιατί κανένα από τα πεζογραφικά είδη δεν καλύπτει τα δικά του.

• Πολύπτυχο κείμενο. Συνδυάζει φαντασία, μνήμη, επιστημοσύνη, παρατηρητικότητα, συνειρμούς, ποιητική και εξομολογητική διάθεση.

 
 
ΤΟ ΥΦΟΣ ΓΡΑΦΗΣ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ



Το ύφος γραφής του Γιώργου Ιωάννου



Το ύφος των διηγημάτων του Ιωάννου είναι απλό και συγκρατημένο χωρίς εξάρσεις και μελοδραματισμούς, παρόλο που τα θέματα που διαπραγματεύεται μερικές φορές είναι τέτοια που θα μπορούσαν να τον παρασύρουν σε εκφραστικές εντάσεις. Η χρήση του α΄ προσώπου, και κυρίως στα σημεία των κειμένων όπου ο συγγραφέας αυτοβιογραφείται, δίνουν στα κείμενά του εξομολογητικό τόνο, ενώ η χρήση σε άλλα σημεία του γ΄ προσώπου δίνουν ποικιλία στο λόγο.



Έχουμε να κάνουμε πάντα μ' έναν άνθρωπο που διψάει να μιλήσει απλά κι αληθινά. Μιλώντας επίμονα σε πρώτο πρόσωπο χωρίς περιστροφές, το ύφος του επιβάλλεται γυμνό: δεν ναρκισσεύεται, δεν μεγαληγορεί, δεν ψευτίζει. Πολύ περισσότερο αυτός προχωρεί σε βάθος, στοχάζεται χωρίς ψυχρές φόρμουλες, κι αφήνει το ατομικό περιστατικό ν’ αναχθεί σε καθολικότερη μοίρα. Γιατί πίσω από την ιδιωτική υπόθεση ενός ανθρώπου που καταγράφει τις εμπειρίες του από τη Θεσσαλονίκη, την ελληνική επαρχία και την Αφρική, υπάρχει το γενικότερο ανθρώπινο αδιέξοδο, κρυσταλλωμένο σε μερικές, άψογες συχνά, πεζογραφικές φόρμες. Και πίσω από την εγκαρτέρηση και τη μνήμη του ίδιου ανθρώπου, σφαδάζει τραγική η εποχή των δολοφόνων.



Οι σύντομες προτάσεις, οι μικρές περίοδοι δίνουν μια κοφτή και ξεκάθαρη μορφή στο λόγο του και νομίζω ότι πηγάζουν από την ενασχόλησή του με τη δημοτική μας ποίηση, ενώ η έλλειψη περιγραφών της φύσης και οι σύντομες αποδόσεις των συναισθημάτων έχουν ως αποτέλεσμα ένα λιτό, διαυγές και περιεκτικό ύφος. Την εικόνα συμπληρώνει ένα υποδόριο χιούμορ, με αρκετή δόση αυτοσαρκασμού σε κάποια σημεία.



Η ιδιαιτερότητα της αφηγηματικής φωνής του Ιωάννου οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην απλή γλώσσα που χρησιμοποιεί με την οποία δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει, στον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο ανακαλεί το παρελθόν, γράφοντας συνειρμικά, παρεμβάλλοντας στις αναμνήσεις σκέψεις και συναισθήματα.



Ο συγγραφέας αποκλείει από το έργο του κάθε ένταση και, το σπουδαιότερο, κάθε μελοδραματική νότα ή συναισθηματισμό. Τα πάντα είναι χαλιναγωγημένα, συγκρατημένα, ιδωμένα από κάποια απόσταση.



Στην πεζογραφία του Ιωάννου κυριαρχεί η μονομερής ή μονοεστιακή αφήγηση, αφού όλα μάς δίνονται «μέσα από την όραση, τα συναισθήματα, τη σκέψη και την αίσθηση ενός μονάχα ανθρώπου», ο οποίος παραμένει αμετακίνητος στο πεδίο των εμπειριών του. Κάτι που πραγματοποιεί ακολουθώντας την τακτική της διάσπασης του εκάστοτε θέματός του σε μικρές, κάποτε διαφορετικές, θεματικές ψηφίδες, οι οποίες τελικά συγκλίνουν, σχηματίζοντας μία συγκεκριμένη ψυχική κατάσταση, αυτήν του υποκειμένου της αφήγησης. Όπως συγκλίνουν και, εντέλει, συντίθενται διαφορετικές μεταξύ τους χρονικές στιγμές, του παρελθόντος και του παρόντος, δημιουργώντας στον αναγνώστη των πεζογραφημάτων του την αίσθηση μιας συγκινησιακά φορτισμένης αιώρησης στον χρόνο.



Μονομερής ή μονοεστιακή αφήγηση



Είναι μια μορφή αφήγησης στην οποία τα πάντα μας δίνονται από την οπτική γωνία ενός μονάχα προσώπου, το οποίο μπορεί να μετέχει στα εξιστορούμενα ή απλώς να παρακολουθεί ως θεατής και να μας τα αφηγείται. Η εσωτερική ζωή ανήκει σ’ ένα μόνο πρόσωπο, τα υπόλοιπα αφηγηματικά πρόσωπα, όταν υπάρχουν, δίνονται εξωτερικά, δηλαδή όπως τα βλέπει, τα ακούει το ένα αφηγηματικό πρόσωπο. Η μονομερής αφήγηση δεν είναι υποχρεωτικό να διατυπώνεται σε πρώτο πρόσωπο, αν και αυτή είναι η συνήθης τακτική.

 
ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ



Το διήγημα ανήκει στη συλλογή «Για ένα φιλότιμο»(1964).

Βασικό θέμα του διηγήματος είναι η πρόθεση του συγγραφέα να παρουσιάσει το δεσμό των προσφύγων με την πατρίδα και τη ράτσα τους και την αποξένωσή του στο πλήθος της μεγαλούπολης.

Ενότητα 1η (παρ. 1): ορίζεται ο σκηνικός χώρος (ένα καφενείο, μάλλον της Θεσ/νίκης) και χρόνος (μετά το σχόλασμα-βραδάκι). Η αφορμή για το ξετύλιγμα των σκέψεων του συγγραφέα είναι μια συνηθισμένη σκηνή: παιδιά που παίζουν μπάλα. Συνειρμικά και αντιθετικά οδηγείται η σκέψη του στους μεγάλους, στους πρόσφυγες-θαμώνες του καφενείου. Δίνει τα χαρακτηριστικά των προσφύγων: α. πολύ πιο αληθινοί (προϋπόθεση: να είναι κουρασμένοι), β. διατηρούν τα χαρακτηριστικά της ράτσας και την ψυχή τους (παρόλο που είναι μακριά από την πατρίδα τους, αντίθετα με τους διεσπαρμένους), γ. πιο γνήσιοι (προϋπόθεση: να τους βλέπει στο καφενείο), δ. αλλιώτικοι ( όταν βρίσκονται αλλού).

Ενότητα 2η (παρ. 2, 3): το ύφος της ενότητας είναι δοκιμιακό. Με το συγγραφικό εύρημα της ικανότητας του συγγραφέα στην αναγνώριση αναφέρονται όλες οι ράτσες των προσφύγων που ήρθαν στην ελληνική επικράτεια μετά το 1922. Η ικανότητά του αυτή υπογραμμίζεται με τις φράσεις: έχω φοβερά εξασκηθεί, διακρίνω από μακριά, σπανίως θα πέσω έξω, είμαι ολότελα αλάνθαστος, έχω τόση πεποίθηση. Αναφέρει τους Πόντιους, τους Καραμανλήδες, τους Καυκάσιους, τους Μικρασιάτες και τους Θρακιώτες κ. ά., τονίζοντας χαρακτηριστικά της εμφάνισης και της προφοράς τους. Υπαινιγμό στην καταγωγή της οικογένειάς του από τη Θράκη (αυτοβιογραφικό στοιχείο) συνιστά η παραδοχή πως έχει συνηθίσει την ιδιαίτερη προφορά των Θρακιωτών. Αξίζει να προσεχθεί στην ενότητα αυτή η τριπλή επανάληψη του ρήματος μπερδεύω, με την οποία αναφέρεται υπαινικτικά στην πολυπολιτισμική Θεσσαλονίκη μετά το 1922.

Ενότητα 3η (παρ. 4, 5): ο συναισθηματικά φορτισμένος αφηγητής επιχειρεί να γενικεύσει τα συναισθήματά (β΄ ενικό προσ. Στην αρχή της παραγράφου) που του γεννά η συνύπαρξη, η συναναστροφή και η αίσθηση της κοινής καταγωγής με τους πρόσφυγες (συγκίνηση, σου ’ρχεται ν’ αγκαλιάσεις, μεθώ, χαίρομαι, ανατριχιάζω, σα ζεστό κύμα με σκεπάζει ξαφνικά, λαχτάρα, δυνατή ευχαρίστηση, μυστήριο κι αγάπη). Θεωρεί τους πρόσφυγες συνέχεια των αρχαίων λαών που ζούσαν στις ίδιες περιοχές (γι’ αυτό και παραθέτει τα ονόματα αρχαίων λαών στην 5η παράγραφο), χωρίς όμως να το στηρίζει επιστημονικά, παρά μόνο συναισθηματικά. Στην 4ηπαράγραφο παραθέτει και τον ορισμό της έννοιας πατρίδα: το αίμα, η κοινή καταγωγή, οι κοινές ρίζες.

Ενότητα 4η (παρ. 6):το ύφος αλλάζει. Ο αφηγητής γίνεται καταγγελτικός. Οι γραφειοκράτες εκμεταλλεύτηκαν τους πρόσφυγες, έσπειραν διχόνοια ανάμεσά τους και τους εξωθούν στη μετανάστευση ( η ερμηνεία του συγγραφέα για το μεταναστευτικό κύμα των Ελλήνων). Αξιοπρόσεκτη σ’ αυτή την παράγραφο η διάκριση των όρων «πρόσφυγες» και «μετανάστες».

Ενότητα 5η (παρ. 7,8,9): Στην παρ. 7 ο αφηγητής επαναφέρει το θέμα του αίματος που ενώνει υπόγεια τον ίδιο με τους πρόσφυγες. Ο υπαινιγμός ότι«ποτέ τους δεν επιμένουν να με κρατήσουν στις παρέες τους» δείχνει τη δυσκολία του αφηγητή να ενσωματωθεί και μας θυμίζει το «διεσπαρμένους» της πρώτης παραγράφου.

Η αδυναμία ενσωμάτωσης του αφηγητή στις παρέες των προσφύγων τον οδηγεί στο να θίξει στην επόμενη παράγραφο ένα από τα προβλήματα του «πολιτισμού» μας, αυτό της αποξένωσης του ανθρώπου από τους συνανθρώπους του και το περιβάλλον στον οποίο ζει. Έτσι ο κάτοικος της σύγχρονης μεγαλούπολης παρομοιάζεται με τον πρόσφυγα που νιώθει μόνος μακριά από την πατρίδα του. Η παράγραφος 7 αναπτύσσεται με βάση τους συνειρμούς (αρτηρίες – ερυθρά και λευκά αιμοσφαίρια – βουβό ποτάμι των προσφύγων, κούτσουρο- καμπυλώσω τη ράχη μου – της Γονατιστής) και στηρίζεται σε δύο παρομοιώσεις (οι δρόμοι σαν αρτηρίες και ο αφηγητής σαν κούτσουρο που κόβει τη ροή του νερού). Τελικά το «βουβό ποτάμι των προγόνων» (σύμβολο της αδιάσπαστης συνέχειας της ράτσας) είναι αυτό που τον βοηθά να υπερβεί τη μοναξιά και την αλλοτρίωση.

Στην 9η παράγραφο ο αφηγητής εκφράζει την απέχθειά του για το σύγχρονο πολιτισμό και τον προβληματισμό του για την αποξένωση των κατοίκων στις μεγαλουπόλεις. Περιγράφει ένα σύγχρονο κοινωνικό φαινόμενο και ειρωνεύεται το επίπεδο των σχέσεων των σύγχρονων ανθρώπων ( «Το ιδανικό, η τελευταία λέξη του πολιτισμού, είναι, λέει, να μην ξέρεις ούτε στη φάτσα το γείτονά σου»): οι άνθρωποι αδιαφορούν για το διπλανό τους, αποφεύγουν κάθε επαφή, αντιμετωπίζουν το συνάνθρωπο με καχυποψία πιστεύοντας μάλιστα ότι είναι πολιτισμένοι).

Ενότητα 6η ( παρ. 10): Κλείνει το πεζογράφημα μακαρίζοντας αυτούς που ζουν στον τόπο τους και δεν αναγκάστηκαν για κανένα λόγο να τον εγκαταλείψουν ή έστω τους πρόσφυγες που ζουν στους προσφυγικούς συνοικισμούς και διατηρούν στενή επαφή με τους ανθρώπους της ίδιας ράτσας. Θα προτιμούσε λοιπόν να ήταν πρόσφυγας παρά σύγχρονος αστός.

 
 
Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ



Ο χώρος, και συγκεκριμένα η Θεσσαλονίκη, αποτελεί αναγκαία συνθήκη, για να "διαβάσουμε" το έργο του. Το είδαμε κιόλας στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς, θα το δούμε και στο "Στου Κεμάλ το Σπίτι". Τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο συνομιλεί με την πόλη του ο Ιωάννου θα προσπαθήσουμε κι από 'δω να προσεγγίζουμε, δίνοντας συμπληρωματικά παραθέματα του Θανάση Σπήλια ( "Η Θεσσαλονίκη στο έργο του Γ.Ι", περ. Φιλόλογος, τ. 72) και της Έλενας Χουζούρη ( "Η Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου, περιπλάνηση στο χώρο και το χρόνο, εκδ. Πατάκη, 1995):

Η Θεσσαλονίκη αποτελεί πηγή έμπνευσης και αντικείμενο εξύμνησης. Ο Ιωάννου την αποκαλεί γενέτειρα και τρέφει παθολογική αγάπη γι' αυτή. Επισημαίνει το κοσμοπολίτικο και πολυπολιτισμικό χρώμα της πόλης, που οφείλεται στην ιδιαιτερότητα των κατοίκων της, κυρίως των προσφύγων. Επιμένει στον ιστορικό χώρο τονίζοντας τη σημασία της Θεσσαλονίκης κατά τη βυζαντινή περίοδο.

"Το ανατολίτικο χρώμα της θεσσαλονίκης με το "χαμάμι", το "καφεσαντάν"κτλ, οι περιθωριακοί κι ο υπόκοσμος του Παλιού Σταθμού και άλλων χώρων, τα διάφορα παρα-επαγγέλματα της "φτωχομάνας",

το κοινό των λαϊκών σινεμά και οι λόγοι συνωστισμού σ' αυτά, οι ξεπεσμένοι μικρασιάτες άρχοντες και η κοινωνική αλλαγή την οποία υπέστησαν και επέφεραν, οι νέες βιοτεχνίες με τους πρόσφυγες, η αρχιτεκτονική των σπιτιών κτλ αποτελούν ζητήματα που παρουσιάζουν σοβαρό ενδιαφέρον για τον ερευνητή. Όπως επίσης σοβαρό ενδιαφέρον παρουσιάζει και η αντιπαράθεση των δύο κόσμων - του παλαιού και του νέου - που σαν θέμα προβάλλεται και από πολλούς άλλους σύγχρονους συγγραφείς".

( Θανάσης Σπήλιας)

"Ο χώρος στα πεζογραφήματα του Ιωάννου είναι αναμφισβήτητα ένας βιωμένος χώρος. Ο χώρος, όμως, είναι το κατάλυμα του χρόνου. Που σημαίνει ότι ο βιωμένος χώρος συσσωματώνει και τον αντίστοιχο βιωμένο χρόνο. Η περιπλάνηση σ' αυτό τον αξεδιάλυτο χωροχρόνο πραγματώνεται μέσω της ανάμνησης. Η Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου είναι πρωταρχικά μια πόλη της μνήμης. Μέσω αυτής ο αφηγητής περιπλανάται στο χώρο και το χρόνο της. Το ταξίδι, άλλωστε, στο χρόνο (παρελθόν) είναι ουσιαστικά πάλι "ταξίδι στο χώρο". Ο αφηγητής, τον οποίο υποδύεται ο συγγραφέας, βλέπει την πόλη καθώς περιπλανάται σ' αυτή. Η οπτική του, οπτική ενός πλάνητα, δεν είναι παρά ενός ενήλικα, ο οποίος επιζητά ν' ανασυνθέσει τη χαμένη πόλη, τη χαμένη νιότη, τη χαμένη παιδικότητα και αθωότητα. Η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη της αναζήτησης του "χαμένου χρόνου". Άλλωστε, ο ίδιος ο συγγραφέας έχει ομολογήσει πως "με τα κείμενα αυτά προσπαθώ περισσότερο το χρόνο να αιχμαλωτίσω κι όχι τον τόπο "., προχωρώντας στην επεξήγηση ότι "πόλεις βρίσκονται στο εντελώς πρώτο επίπεδο, ενώ εγώ σκοπεύω πολύ παρακάτω. Αυτό σημαίνει πως οι χώροι οι οποίοι εμφανίζονται στα κείμενα, όπως τους ανασυνθέτει ο αφηγητής μέσω της μνήμης του, είναι χώροι οι οποίοι λειτουργούν μεταφορικά με συνδηλώσεις, έτσι που να μετατρέπονται σε χώρους ποιητικούς.

(…) Το εγώ του αφηγητή μειώνει την ένταση της παρουσίας της πόλης, μιας και την αντιμετωπίζει και πάλι ως πρόφαση για τις διαθέσεις και εξομολογήσεις του, με αποτέλεσμα η πόλη να μετατρέπεται σε χώρο υποδοχής κάποιων οριακών, ψυχολογικών καταστάσεων του αφηγητή.(…) Δεν διασχίζει τους χώρους για να τους περιγράψει, αλλά για να αισθανθεί εκείνα τα βιώματα τα οποία οι χώροι αυτοί ανακαλούν στη μνήμη του. Λειτουργούν, δηλαδή, διάφορα σημεία της πόλης ως "δρομοδείκτες της μνήμης". (…) Βλέπουμε τον αφηγητή να περιπλανάται μόνος στους δρόμους της πόλης, παρατηρώντας και αποθησαυρίζοντας βλέμματα, χειρονομίες, κινήσεις. Η νωχέλεια και ο αργός ρυθμός της κίνησής του συμβαδίζουν με την έκπληξη με την οποία αντικρίζει τα πράγματα γύρω του (…) Προσωπική ιστορία και ιστορημένη πόλη συμπλέουν, φωτίζοντας η μια την άλλη. [Πολλές φορές] οι χώροι της εμφανίζονται ως σημεία απώλειας και θανάτου".

( Έλενα Χουζούρη)

 
 
 
 
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ ΤΟΥ



Ο Γιώργος Ιωάννου αγάπησε το συγκεκριμένο, ακολούθησε τον ρυθμό της ψυχής του, μίλησε καθαρά και κέρδισε τη λύ¬τρωση περνώντας μέσα από τρομερές εσωτερικές πιέσεις, φοβίες και μοναξιές.

Όπως ο ίδιος έλεγε, έγραψε πρώτα για την ψυχή του. Τα κείμενα του μπορεί να βασίζονται σε βιώματα, όμως δεν είναι αυτοβιογραφικά.

«Ξέρω να προσέχω, να αποθησαυρί¬ζω, να διεισδύω και να πλάθω από το λίγο το πολύ. Από τη νύξη να φτάνω στην ολοκλήρωση», είχε πει το 1984 στον Αντώνη Φωστιέρη και στον Θανάση Νιάρχο.

• οι ιστορίες του Γιώργου Ιωάννου δεν ακουμπούν σε έναν αφηγηματικό καμβά που να στηρίζε¬ται σε μια πλοκή ή σε ένα μύθο. Μπορεί ο ίδιος να είναι παραμυθάς, και μάλιστα σπουδαίος, αλλά δεν είναι μυθο¬πλάστης. Δεν κινεί πρόσωπα, δεν τα παρακολουθεί στην εξέλιξη τους. Τουλάχιστον όχι με τον παραδοσιακό πεζο¬γραφικό τρόπο. Δεν είναι μυθιστοριογράφος. Εκείνος πίσω από το προσωπείο του χρονικογράφου μας ψιθυρίζει για τις μυστικές πλευρές μιας πόλης ή ενός ατόμου. Το άτομο αυτό δεν είναι ήρωας με την κλασική έννοια. Ο ήρωας στον Ιω¬άννου είναι πάντα ένας: ο ίδιος. Ο εαυτός του. Ένας εαυτός που κινείται ράθυμα — άλλο ένα στοιχείο που διώχνει τον σημερινό αναγνώστη, τον εθισμένο στην ταχύτητα — και που εξομολογείται. Διαρκώς εξομολογείται και αυτοαναλύεται.

• Εξετάζοντας συνολικά την πεζογραφία του Ιωάννου, ο Αλέξανδρος Κοτζιάς παρατηρεί ,στη μελέτη του "Πεζογράφοι της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς'', πως τρία είναι τα ενοποιητικά της στοιχεία:

• η εμπειρία του πολέμου, όπως αποτυπώνεται στη συνείδηση του συγγραφέα μέχρι το 1950,

η παρουσία της Θεσσαλονίκης στα κείμενά του ως ζωτικού σκηνικού χώρου και, τέλος, το πρό¬σωπο του αφηγητή του, που μιλάει κατά κανόνα σε πρώτο ενικό, χρησιμοποιώντας τον «άμορφο» συνειρμικό μονό¬λογο.

• Κοντά στην τελευταία παρατήρηση του Κοτζιά βρίσκεται και ο Γιώργος Αράγης όταν καταπιάνεται με τη σειρά του με το συνολικό έργο του Ιωάννου στην ανθολογία ''Η μεταπολεμική πεζογραφία ''των εκδόσεων Σοκόλη. Ο όρος στον οποίο καταφεύγει ο Αράγης προκειμένου να προσ¬διορίσει τον ρόλο και τον τρόπο λειτουργίας του συγγραφι¬κού εγώ ή του συγγραφικού προσώπου του Ιωάννου είναι,

• η μονομερής ή μονοεστιακή αφήγηση — μια αφήγηση στην οποία τα πάντα μας δίνονται από μία και μοναδική οπτική γωνία: μέσα από την όραση, τα συναισθήματα, τη σκέψη και την αίσθηση ενός μονάχα προσώπου.

Ο κριτικός προ¬σθέτει στα ενοποιητικά χαρακτηριστικά της τεχνικής του Ιωάννου δύο ακόμη παραμέτρους: τη διάσπαση του αφηγη¬ματικού θέματος και τη σύνθεση του χρόνου.

Με την πρώτη παράμετρο αναφέρεται στο γεγονός ότι το κάθε αφήγημα του Ιωάννου σχηματίζεται κατ' αρχάς από πολύ διαφορετι¬κά μεταξύ τους θεματικά δεδομένα, τα οποία εντούτοις συ¬γκλίνουν στην πορεία σε μιαν ενιαία (αδιαίρετη) ψυχική κα¬τάσταση. Με τη δεύτερη παράμετρο ο Αράγης αναφέρεται σε κάτι το οποίο συμβαίνει κατά παρόμοιο τρόπο στη λει¬τουργία του αφηγηματικού χρόνου, ο οποίος, αντί να κινεί¬ται μονόδρομα, από το παρελθόν προς το παρόν ή από το παρόν προς το παρελθόν, αναπτύσσεται συνθετικά, με διαρ¬κείς και ανάκατες μνημονικές ανακλήσεις (όταν ο αφηγητής είναι στο παρόν ανακαλεί το παρελθόν, αλλά και όταν με¬ταβαίνει στο παρελθόν θυμάται το παρόν) και με συνεχή περάσματα από το ένα χρονικό επίπεδο στο άλλο.

• Η τεχνική (ή τέχνη) του φενακισμού, σύμφωνα με τον Α. Κοτζιά ,

Ο εξομολογούμενος στα κρίσιμα σημεία υπεκφεύγει, κρατάει τον αναγνώστη σε απόσταση από τον μύχιο πυρήνα της ψυχής του, αφήνει μια απορία μήπως τα όσα ειπώθηκαν δεν αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπο του αφηγητή, αλλά τα χρησιμοποιεί ως τεχνάσματα για να αφυπνίσει τη συνείδηση του αναγνώστη. Μετά από ατελείωτες εξομολογήσεις ο Ιωάννου- αφηγητής παραμένει για τον αναγνώστη πρόσωπο μοναχικό και απρόσιτο. Συνεχής προβολή της εξομολογητικής προθυμίας και ταυτόχρονη άρση της.

• η τεχνική του συγκερασμού:

Η τεχνική του συγκερασμού υπάρχει στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς με την αναφορά στην εκμετάλλευση των προσφύγων από τους εγκληματίες των γραφείων. Είναι συγκερασμός παρελθόντος/παρόντος, της παλιάς αίγλης των προγόνων και της τωρινής τους κατάστασης. Στου Κεμάλ το σπίτι υπάρχει ανάλογο παράδειγμα στην τελευταία ενότητα με την αναφορά στην καταστροφή του ψηφιδωτού. Συγκερασμός του παλιού με το νέο.

   ΦΥΣΙΚΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΚΑΙ ΟΙ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ , ΤΑ ΣΥΝΟΔΕΥΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ , ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ , ΟΙ ΣΧΟΛΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΕΕ. ΞΕΡΕΤΕ ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΤΕ ΜΕ ΤΟ ΚΑΘΕ ΕΝΑ ΑΠΟ ΑΥΤΑ ΚΑΙ ΠΩΣ ΝΑ ΔΟΥΛΕΨΕΤΕ.     ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΑΛΛΑ ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ... ΑΣ ΑΠΟΛΑΥΣΟΥΜΕ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΘΙΕΡΩΜΕΝΟ , ΠΛΕΟΝ , ΑΣΜΑ . [ΔΕ ΘΕΛΩ ΕΠΙΚΡΙΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΜΟΥ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ]     http://www.youtube.com/watch?v=PieS0zG228A


Πέμπτη 7 Μαρτίου 2013

ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ... ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ

   ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΦΩΤΟΤΥΠΙΕΣ ΠΟΥ ΘΑ ΣΑΣ ΔΟΘΟΥΝ ΚΑΙ ΤΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ , ΑΣ ΕΧΕΤΕ ΑΠΟ ΠΡΙΝ ΑΥΤΑ ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ , ΤΟΥ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥ ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ .


ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
Διαβάζοντας τα "Αντικλείδια" του Παυλόπουλου συλλογιζόμαστε: τι κρύβει αυτή η πόρτα που μοιάζει ανοιχτή αλλά δεν αφήνει κανένα να δρασκελίσει;Τι υπάρχει πίσω της, που ασκεί τόση γοητεία; Τι είναι αυτό που οι ποιητές από καταβολής του κόσμου αναζητούν και, σύμφωνα με τον ποιητή, δε θα το βρουν ποτέ; Και τα αντικλείδια; Τι καταφέρνουν;Τι ξεκλειδώνουν αυτά;

Αν κι οι ερμηνείες αποτελούν, όπως κι ο ίδιος ο Παυλόπουλος δέχεται, προσωπικές προσεγγίσεις που δεν μπορούν να διεκδικούν την απόλυτη αλήθεια, ας διαβάσουμε τι δήλωνε σε μια συνέντευξή του στη Λ.Σ. Αρμυριώτη, δυο χρόνια πριν ( περ. Ύφος, 7.1.08).



-Φαίνεται καθαρά στο ποίημα σας "τα Αντικλείδια". Εκεί λοιπόν λέτε -απ' ό,τι καταλαβαίνω- ότι δεν υπάρχουν αντικλείδια, οι πόρτες είναι ανοιχτές. Όμως υπαινίσσεσθε στο ποίημα, ότι ο ποιητής λειτουργεί σαν ένα αντικλείδι, διότι βλέπει την κρυμμένη αλήθεια στα πράγματα.

—Είναι κι αυτό μια εκδοχή για την πρόσληψη του ποιήματος. Το ποίημα αυτό προσφέρεται για πολλές εκδοχές και όσες περισσότερες είναι αυτές, τόσο πιο καλό είναι το ποίημα. Εγώ ποτέ δεν αναλύω. Αφήνω την περαιτέρω έρευνα για τον αναγνώστη. […] Οι εκδοχές αφορούν στον αναγνώστη. Κάθε ένας, μπορεί να έχει τη δική του εκδοχή, να το προσεγγίσει με τη δική του συγκίνηση, γι αυτό οι αναλύσεις των ποιημάτων δεν ευστοχούν πάντοτε, δεν μπορείς να πεις, αυτό λέει αυτό το ποίημα.

[…]

Σουρεαλιστική -είναι λίγο- η ποίηση σας;



—Καθόλου! (με αγανάκτηση)



-Ποιες είναι οι παράμετροι; Τι πρέπει να έχει ένα ποίημα για να πάψει να λέγεται προσωπικό; Πως να είναι;

—Δεν μπορώ να διδάξω την ποίηση. Δεν ξέρω τι είναι η ποίηση, κι αυτό εκφράζω με "Τα αντικλείδια" κλπ. Δεν υπάρχει ορισμός της ποίησης.



Γ. Παυλόπουλος, Τα Αντικλείδια.

Είναι μια απόπειρα να παραβιασθεί η ανοικτή πόρτα της ποίησης.

Ο Παυλόπουλος πραγματεύεται την απόπειρα του ποιητή να αλώσει την πόρτα της ποίησης με τα αντικλείδια, την απεγνωσμένη του προσπάθεια να ανοίξει την ανοικτή πόρτα της ποίησης.

Η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή ως τη στιγμή που θα κοιτάξεις μέσα και πηγαίνεις να μπεις. Την ίδια ακριβώς στιγμή η πόρτα κλείνει. Έκτοτε αυτό που είδες και δεν είδες, αυτό που μόλις πρόφτασες να δεις και χάθηκε απ’ τα μάτια σου, θα σε προκαλεί για κάτι απροσδιόριστο και μαγικό. Θέλεις ν’ ανοίξεις πάλι την πόρτα και μαθαίνεις την τέχνη του κλειδαρά. Φτιάχνοντας αντικλείδια ελπίζεις ότι βρίσκεσαι όλο και πιο κοντά στο ποιητικό σου όραμα. Και δεν ξέρεις αν το κυνηγάς εσύ ή αν σε κυνηγάει εκείνο. Ώσπου κάποτε διαπιστώνεις πως τα αντικλείδια σου είναι τα ποιήματα που φτιάχνεις για ν’ αποκαλύψεις κάτι που παραμένει πάντα απατηλό και φευγαλέο. Όπως μέσα στα όνειρα.

Έτσι θέλω να πιστεύω για τον εαυτό μου, ότι ανήκω και στη Συντεχνία των Κλειδαράδων και στην Εταιρία Συγγραφέων.

Εντούτοις κάποιοι έχουν την ψευδαίσθηση ότι η ποίηση είναι μια πόρτα συνεχώς ανοιχτή, όπου μπορούν να μπαίνουν και να βγαίνουν άνετα. Μα αυτοί είναι οι μόνοι από τους οποίους δεν κινδυνεύει να εκλείψει η τέχνη των κλειδαράδων.

(συνομιλία με τον ποιητή Γ. Παυλόπουλο, περιοδικό Ελίτροχος)

Ο Γ. Παυλόπουλος στο ποίημα αυτό πραγματεύεται την απόπειρα του ποιητή να αλώσει την πόρτα της ποίησης με τα αντικλείδια, την απεγνωσμένη του προσπάθεια να ανοίξει την ανοικτή πόρτα της ποίησης.

Αφήγηση: Το ποίημα είναι αφήγηση ενός προσώπου –δεν ενδιαφέρει αν ταυτίζεται ή όχι με τον ποιητή. Η αφήγηση δεν αφορά ένα συγκεκριμένο συμβάν, αλλά μια επαναλαμβανόμενη ανά τους αιώνες διαδικασία απόπειρας να παραβιαστεί η ανοιχτή πόρτα της ποίησης. Το πρόσωπο που αφηγείται δεν εμφανίζεται στο ποίημα ως υποκείμενο ενός άμεσου πρώτου ρηματικού προσώπου· τα όσα λέγει διεκδικούν την εγκυρότητα του αντικειμενικού, αυτού που αορίστως επαναλαμβανόμενο συμβαίνει και που περιγράφεται στο ποίημα από ένα πρόσωπο που διαθέτει συνολική εποπτεία στο χώρο (κόσμος) και στο χρόνο (από τότε που υπάρχει ο κόσμος).

(Τασούλα Καραγεωργίου, Τα αντικλείδια του Γιώργη Παυλόπουλου, μια διδακτική δοκιμή)

Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή: ο ποιητής προσπαθεί να δώσει ένα ορισμό της ποίησης, ο οποίος αποσαφηνίζεται στη συνέχεια του ποιήματος

Πολλοί: πολλοί είναι αυτού περνούν έξω από την ανοιχτή αυτή πόρτα και κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν, ρίχνουν ένα βλέμμα, αλλά δεν μπορούν να αντιληφθούν τη μαγεία αυτού του κόσμου, δεν έχουν ανοιχτά τα μάτια της ψυχής τους.

Μερικοί: λίγοι είναι οι εκλεκτοί, οι ικανοί να δουν τι αποκαλύπτει η ανοιχτή πόρτα και να δεχτούν την πρόκληση να περιηγηθούν στο μαγικό αυτό κόσμο, να αποκαλύψουν τα μυστικά του, να γευθούν τη χαρά που μπορεί να τους προφέρει.

Η πόρτα τότε κλείνει: τότε συμβαίνει ένα παράδοξο: η πόρτα η διάπλατα ανοιχτή σε όλους κλείνει ερμητικά, κανείς δεν τους ανοίγει και το κλειδί είναι χαμένο. Οι μαγεμένοι, πλέον, εκλεκτοί που αντίκρισαν τη μαγεία της ποίησης δεν είναι διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν τις προσπάθειες. Υπάρχει κι άλλος δρόμος: όταν δε βρίσκουμε το κλειδί (το ένα και μοναδικό) φτιάχνουμε αντικλείδια (πολλά). Έτσι και οι ποιητές που αναζητούν εναγωνίως να εισέλθουν στην Ποίηση φτιάχνουν τα δικά τους αντικλείδια, φτιάχνουν ποιήματα, που πιστεύουν ότι θα τους ανοίξουν την πόρτα.

Η πόρτα δεν ανοίγει πια: οι προσπάθειες είναι άκαρπες, δεν οδηγούν πουθενά. Η πόρτα δεν ανοίγει, δεν πρόκειται ποτέ να ανοίξει, όσα αντικλείδια και να κατασκευάσουν, όπως δεν άνοιξε ποτέ στο παρελθόν, για όσους μπόρεσαν να δουν στο βάθος. Η πόρτα δεν άνοιξε, δεν ανοίγει, ούτε θα ανοίξει ποτέ. Οι ποιητές όμως έγραφαν αντικλείδια-ποιήματα, γράφουν και θα συνεχίσουν να γράφουν ελπίζοντας. Η πρόκληση και η περιπέτεια θα συνεχίζεται αέναα.

• Τα Αντικλείδια του Παυλόπουλου πρέπει να ακουστούν ως δοκιμές για να οριστεί το άπιαστο είδωλο της ποίησης και το φάντασμα ενός ποιήματος.

(Δ. Ν. Μαρωνίτης, Τα αντικλείδια της ποίησης)

Χαρακτηριστικά της ποίησής του:

• Είναι κατά βάση αφηγηματική, με ιστορίες παράξενες, χτισμένες με εικαστική τεχνική και με κινηματογραφική οπτική, με γλώσσα πυκνή και εκφραστική μέσα στη λιτότητά της.

• Απουσιάζουν τα περιττά επίθετα και τα σχήματα λόγου. Κυριαρχεί το ρήμα. Συχνά αυτή η γλώσσα ανακαλεί απόηχους από το δημοτικό τραγούδι.

• Στα ποιήματά του εγγράφεται και η ιστορική μνήμη, καθώς η ιστορία σφράγισε με δεινά τη γενιά του, την πρώτη μεταπολεμική ποιητική γενιά. Και όσα ποιήματά του αναφέρονται σε ιστορικά βιώματα είναι επίσης αφηγηματικά, γιατί ο Παυλόπουλος επιλέγει να καταθέτει τη μαρτυρία του μέσα από ένα μύθο χωρίς ευθεία αναφορά σε τόπο και χρόνο

• Ο ποιητικός κόσμος του Παυλόπουλου είναι ονειρικός, αλλά συντίθεται από πραγματικά υλικά.

• Διακρίνεται από ήπια δραματικότητα και επανάληψη θεματικών μοτίβων.

• Η ποίησή του διαποτίζεται από διακριτικό αισθησιασμό και διάχυτη μελαγχολία.

ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ . ΓΛΩΣΣΑ \ ΥΦΟΣ

Ο Γιώργης Παυλόπουλος ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά ποιητών. Η ποίησή του είναι σεμνή, ζεστή και χαμηλόφωνη. Διακρίνεται για το απλό και κουβεντιαστό της ύφος, τον πεζολογικό της τόνο, τη φυσικότητα του λεξιλογίου της και την υπαινικτική, αλληγορική γραφή της. Η γλώσσα του είναι καθαρά προσωπική, αν και ακουμπάει γερά στην παράδοση (δημοτικό τραγούδι, Σολωμό, Μακρυγιάννη, Σεφέρη). Είναι μια γλώσσα ρωμαλέα, πυκνή, απροσποίητη και αδιακόσμητη, χωρίς εκζήτηση. Η ποίησή του είναι εικονιστική και αναπαριστά την εφιαλτική ζωή του μεταπολεμικού ανθρώπου, ο οποίος βιώνοντας καθημερινά το θάνατο, προσπαθεί να τον υπερβεί μέσω του ονείρου, της ποίησης και του έρωτα. Οι εικόνες, που δημιουργεί, διαδέχονται η μία την άλλη με λυρική, ονειρική αφηγηματικότητα και σκηνική διάρθρωση.

BELLUM CIVILE STA LATINIKA   
http://www.youtube.com/watch?v=SHoDKldosXk