ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΦΩΤΟΤΥΠΙΕΣ ΠΟΥ ΘΑ ΣΑΣ ΔΟΘΟΥΝ ΚΑΙ ΤΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ , ΑΣ ΕΧΕΤΕ ΑΠΟ ΠΡΙΝ ΑΥΤΑ ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ , ΤΟΥ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥ ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ .
Αν κι οι ερμηνείες αποτελούν, όπως κι ο ίδιος ο Παυλόπουλος δέχεται, προσωπικές προσεγγίσεις που δεν μπορούν να διεκδικούν την απόλυτη αλήθεια, ας διαβάσουμε τι δήλωνε σε μια συνέντευξή του στη Λ.Σ. Αρμυριώτη, δυο χρόνια πριν ( περ. Ύφος, 7.1.08).
-Φαίνεται καθαρά στο ποίημα σας "τα Αντικλείδια". Εκεί λοιπόν λέτε -απ' ό,τι καταλαβαίνω- ότι δεν υπάρχουν αντικλείδια, οι πόρτες είναι ανοιχτές. Όμως υπαινίσσεσθε στο ποίημα, ότι ο ποιητής λειτουργεί σαν ένα αντικλείδι, διότι βλέπει την κρυμμένη αλήθεια στα πράγματα.
—Είναι κι αυτό μια εκδοχή για την πρόσληψη του ποιήματος. Το ποίημα αυτό προσφέρεται για πολλές εκδοχές και όσες περισσότερες είναι αυτές, τόσο πιο καλό είναι το ποίημα. Εγώ ποτέ δεν αναλύω. Αφήνω την περαιτέρω έρευνα για τον αναγνώστη. […] Οι εκδοχές αφορούν στον αναγνώστη. Κάθε ένας, μπορεί να έχει τη δική του εκδοχή, να το προσεγγίσει με τη δική του συγκίνηση, γι αυτό οι αναλύσεις των ποιημάτων δεν ευστοχούν πάντοτε, δεν μπορείς να πεις, αυτό λέει αυτό το ποίημα.
[…]
Σουρεαλιστική -είναι λίγο- η ποίηση σας;
—Καθόλου! (με αγανάκτηση)
-Ποιες είναι οι παράμετροι; Τι πρέπει να έχει ένα ποίημα για να πάψει να λέγεται προσωπικό; Πως να είναι;
—Δεν μπορώ να διδάξω την ποίηση. Δεν ξέρω τι είναι η ποίηση, κι αυτό εκφράζω με "Τα αντικλείδια" κλπ. Δεν υπάρχει ορισμός της ποίησης.
Γ. Παυλόπουλος, Τα Αντικλείδια.
Είναι μια απόπειρα να παραβιασθεί η ανοικτή πόρτα της ποίησης.
Ο Παυλόπουλος πραγματεύεται την απόπειρα του ποιητή να αλώσει την πόρτα της ποίησης με τα αντικλείδια, την απεγνωσμένη του προσπάθεια να ανοίξει την ανοικτή πόρτα της ποίησης.
Η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή ως τη στιγμή που θα κοιτάξεις μέσα και πηγαίνεις να μπεις. Την ίδια ακριβώς στιγμή η πόρτα κλείνει. Έκτοτε αυτό που είδες και δεν είδες, αυτό που μόλις πρόφτασες να δεις και χάθηκε απ’ τα μάτια σου, θα σε προκαλεί για κάτι απροσδιόριστο και μαγικό. Θέλεις ν’ ανοίξεις πάλι την πόρτα και μαθαίνεις την τέχνη του κλειδαρά. Φτιάχνοντας αντικλείδια ελπίζεις ότι βρίσκεσαι όλο και πιο κοντά στο ποιητικό σου όραμα. Και δεν ξέρεις αν το κυνηγάς εσύ ή αν σε κυνηγάει εκείνο. Ώσπου κάποτε διαπιστώνεις πως τα αντικλείδια σου είναι τα ποιήματα που φτιάχνεις για ν’ αποκαλύψεις κάτι που παραμένει πάντα απατηλό και φευγαλέο. Όπως μέσα στα όνειρα.
Έτσι θέλω να πιστεύω για τον εαυτό μου, ότι ανήκω και στη Συντεχνία των Κλειδαράδων και στην Εταιρία Συγγραφέων.
Εντούτοις κάποιοι έχουν την ψευδαίσθηση ότι η ποίηση είναι μια πόρτα συνεχώς ανοιχτή, όπου μπορούν να μπαίνουν και να βγαίνουν άνετα. Μα αυτοί είναι οι μόνοι από τους οποίους δεν κινδυνεύει να εκλείψει η τέχνη των κλειδαράδων.
(συνομιλία με τον ποιητή Γ. Παυλόπουλο, περιοδικό Ελίτροχος)
Ο Γ. Παυλόπουλος στο ποίημα αυτό πραγματεύεται την απόπειρα του ποιητή να αλώσει την πόρτα της ποίησης με τα αντικλείδια, την απεγνωσμένη του προσπάθεια να ανοίξει την ανοικτή πόρτα της ποίησης.
Αφήγηση: Το ποίημα είναι αφήγηση ενός προσώπου –δεν ενδιαφέρει αν ταυτίζεται ή όχι με τον ποιητή. Η αφήγηση δεν αφορά ένα συγκεκριμένο συμβάν, αλλά μια επαναλαμβανόμενη ανά τους αιώνες διαδικασία απόπειρας να παραβιαστεί η ανοιχτή πόρτα της ποίησης. Το πρόσωπο που αφηγείται δεν εμφανίζεται στο ποίημα ως υποκείμενο ενός άμεσου πρώτου ρηματικού προσώπου· τα όσα λέγει διεκδικούν την εγκυρότητα του αντικειμενικού, αυτού που αορίστως επαναλαμβανόμενο συμβαίνει και που περιγράφεται στο ποίημα από ένα πρόσωπο που διαθέτει συνολική εποπτεία στο χώρο (κόσμος) και στο χρόνο (από τότε που υπάρχει ο κόσμος).
(Τασούλα Καραγεωργίου, Τα αντικλείδια του Γιώργη Παυλόπουλου, μια διδακτική δοκιμή)
Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή: ο ποιητής προσπαθεί να δώσει ένα ορισμό της ποίησης, ο οποίος αποσαφηνίζεται στη συνέχεια του ποιήματος
Πολλοί: πολλοί είναι αυτού περνούν έξω από την ανοιχτή αυτή πόρτα και κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν, ρίχνουν ένα βλέμμα, αλλά δεν μπορούν να αντιληφθούν τη μαγεία αυτού του κόσμου, δεν έχουν ανοιχτά τα μάτια της ψυχής τους.
Μερικοί: λίγοι είναι οι εκλεκτοί, οι ικανοί να δουν τι αποκαλύπτει η ανοιχτή πόρτα και να δεχτούν την πρόκληση να περιηγηθούν στο μαγικό αυτό κόσμο, να αποκαλύψουν τα μυστικά του, να γευθούν τη χαρά που μπορεί να τους προφέρει.
Η πόρτα τότε κλείνει: τότε συμβαίνει ένα παράδοξο: η πόρτα η διάπλατα ανοιχτή σε όλους κλείνει ερμητικά, κανείς δεν τους ανοίγει και το κλειδί είναι χαμένο. Οι μαγεμένοι, πλέον, εκλεκτοί που αντίκρισαν τη μαγεία της ποίησης δεν είναι διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν τις προσπάθειες. Υπάρχει κι άλλος δρόμος: όταν δε βρίσκουμε το κλειδί (το ένα και μοναδικό) φτιάχνουμε αντικλείδια (πολλά). Έτσι και οι ποιητές που αναζητούν εναγωνίως να εισέλθουν στην Ποίηση φτιάχνουν τα δικά τους αντικλείδια, φτιάχνουν ποιήματα, που πιστεύουν ότι θα τους ανοίξουν την πόρτα.
Η πόρτα δεν ανοίγει πια: οι προσπάθειες είναι άκαρπες, δεν οδηγούν πουθενά. Η πόρτα δεν ανοίγει, δεν πρόκειται ποτέ να ανοίξει, όσα αντικλείδια και να κατασκευάσουν, όπως δεν άνοιξε ποτέ στο παρελθόν, για όσους μπόρεσαν να δουν στο βάθος. Η πόρτα δεν άνοιξε, δεν ανοίγει, ούτε θα ανοίξει ποτέ. Οι ποιητές όμως έγραφαν αντικλείδια-ποιήματα, γράφουν και θα συνεχίσουν να γράφουν ελπίζοντας. Η πρόκληση και η περιπέτεια θα συνεχίζεται αέναα.
• Τα Αντικλείδια του Παυλόπουλου πρέπει να ακουστούν ως δοκιμές για να οριστεί το άπιαστο είδωλο της ποίησης και το φάντασμα ενός ποιήματος.
(Δ. Ν. Μαρωνίτης, Τα αντικλείδια της ποίησης)
Χαρακτηριστικά της ποίησής του:
• Είναι κατά βάση αφηγηματική, με ιστορίες παράξενες, χτισμένες με εικαστική τεχνική και με κινηματογραφική οπτική, με γλώσσα πυκνή και εκφραστική μέσα στη λιτότητά της.
• Απουσιάζουν τα περιττά επίθετα και τα σχήματα λόγου. Κυριαρχεί το ρήμα. Συχνά αυτή η γλώσσα ανακαλεί απόηχους από το δημοτικό τραγούδι.
• Στα ποιήματά του εγγράφεται και η ιστορική μνήμη, καθώς η ιστορία σφράγισε με δεινά τη γενιά του, την πρώτη μεταπολεμική ποιητική γενιά. Και όσα ποιήματά του αναφέρονται σε ιστορικά βιώματα είναι επίσης αφηγηματικά, γιατί ο Παυλόπουλος επιλέγει να καταθέτει τη μαρτυρία του μέσα από ένα μύθο χωρίς ευθεία αναφορά σε τόπο και χρόνο
• Ο ποιητικός κόσμος του Παυλόπουλου είναι ονειρικός, αλλά συντίθεται από πραγματικά υλικά.
• Διακρίνεται από ήπια δραματικότητα και επανάληψη θεματικών μοτίβων.
• Η ποίησή του διαποτίζεται από διακριτικό αισθησιασμό και διάχυτη μελαγχολία.
ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ . ΓΛΩΣΣΑ \ ΥΦΟΣ
Ο Γιώργης Παυλόπουλος ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά ποιητών. Η ποίησή του είναι σεμνή, ζεστή και χαμηλόφωνη. Διακρίνεται για το απλό και κουβεντιαστό της ύφος, τον πεζολογικό της τόνο, τη φυσικότητα του λεξιλογίου της και την υπαινικτική, αλληγορική γραφή της. Η γλώσσα του είναι καθαρά προσωπική, αν και ακουμπάει γερά στην παράδοση (δημοτικό τραγούδι, Σολωμό, Μακρυγιάννη, Σεφέρη). Είναι μια γλώσσα ρωμαλέα, πυκνή, απροσποίητη και αδιακόσμητη, χωρίς εκζήτηση. Η ποίησή του είναι εικονιστική και αναπαριστά την εφιαλτική ζωή του μεταπολεμικού ανθρώπου, ο οποίος βιώνοντας καθημερινά το θάνατο, προσπαθεί να τον υπερβεί μέσω του ονείρου, της ποίησης και του έρωτα. Οι εικόνες, που δημιουργεί, διαδέχονται η μία την άλλη με λυρική, ονειρική αφηγηματικότητα και σκηνική διάρθρωση.
BELLUM CIVILE STA LATINIKA
http://www.youtube.com/watch?v=SHoDKldosXk
ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
Διαβάζοντας τα "Αντικλείδια" του Παυλόπουλου συλλογιζόμαστε: τι κρύβει αυτή η πόρτα που μοιάζει ανοιχτή αλλά δεν αφήνει κανένα να δρασκελίσει;Τι υπάρχει πίσω της, που ασκεί τόση γοητεία; Τι είναι αυτό που οι ποιητές από καταβολής του κόσμου αναζητούν και, σύμφωνα με τον ποιητή, δε θα το βρουν ποτέ; Και τα αντικλείδια; Τι καταφέρνουν;Τι ξεκλειδώνουν αυτά;Αν κι οι ερμηνείες αποτελούν, όπως κι ο ίδιος ο Παυλόπουλος δέχεται, προσωπικές προσεγγίσεις που δεν μπορούν να διεκδικούν την απόλυτη αλήθεια, ας διαβάσουμε τι δήλωνε σε μια συνέντευξή του στη Λ.Σ. Αρμυριώτη, δυο χρόνια πριν ( περ. Ύφος, 7.1.08).
-Φαίνεται καθαρά στο ποίημα σας "τα Αντικλείδια". Εκεί λοιπόν λέτε -απ' ό,τι καταλαβαίνω- ότι δεν υπάρχουν αντικλείδια, οι πόρτες είναι ανοιχτές. Όμως υπαινίσσεσθε στο ποίημα, ότι ο ποιητής λειτουργεί σαν ένα αντικλείδι, διότι βλέπει την κρυμμένη αλήθεια στα πράγματα.
—Είναι κι αυτό μια εκδοχή για την πρόσληψη του ποιήματος. Το ποίημα αυτό προσφέρεται για πολλές εκδοχές και όσες περισσότερες είναι αυτές, τόσο πιο καλό είναι το ποίημα. Εγώ ποτέ δεν αναλύω. Αφήνω την περαιτέρω έρευνα για τον αναγνώστη. […] Οι εκδοχές αφορούν στον αναγνώστη. Κάθε ένας, μπορεί να έχει τη δική του εκδοχή, να το προσεγγίσει με τη δική του συγκίνηση, γι αυτό οι αναλύσεις των ποιημάτων δεν ευστοχούν πάντοτε, δεν μπορείς να πεις, αυτό λέει αυτό το ποίημα.
[…]
Σουρεαλιστική -είναι λίγο- η ποίηση σας;
—Καθόλου! (με αγανάκτηση)
-Ποιες είναι οι παράμετροι; Τι πρέπει να έχει ένα ποίημα για να πάψει να λέγεται προσωπικό; Πως να είναι;
—Δεν μπορώ να διδάξω την ποίηση. Δεν ξέρω τι είναι η ποίηση, κι αυτό εκφράζω με "Τα αντικλείδια" κλπ. Δεν υπάρχει ορισμός της ποίησης.
Γ. Παυλόπουλος, Τα Αντικλείδια.
Είναι μια απόπειρα να παραβιασθεί η ανοικτή πόρτα της ποίησης.
Ο Παυλόπουλος πραγματεύεται την απόπειρα του ποιητή να αλώσει την πόρτα της ποίησης με τα αντικλείδια, την απεγνωσμένη του προσπάθεια να ανοίξει την ανοικτή πόρτα της ποίησης.
Η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή ως τη στιγμή που θα κοιτάξεις μέσα και πηγαίνεις να μπεις. Την ίδια ακριβώς στιγμή η πόρτα κλείνει. Έκτοτε αυτό που είδες και δεν είδες, αυτό που μόλις πρόφτασες να δεις και χάθηκε απ’ τα μάτια σου, θα σε προκαλεί για κάτι απροσδιόριστο και μαγικό. Θέλεις ν’ ανοίξεις πάλι την πόρτα και μαθαίνεις την τέχνη του κλειδαρά. Φτιάχνοντας αντικλείδια ελπίζεις ότι βρίσκεσαι όλο και πιο κοντά στο ποιητικό σου όραμα. Και δεν ξέρεις αν το κυνηγάς εσύ ή αν σε κυνηγάει εκείνο. Ώσπου κάποτε διαπιστώνεις πως τα αντικλείδια σου είναι τα ποιήματα που φτιάχνεις για ν’ αποκαλύψεις κάτι που παραμένει πάντα απατηλό και φευγαλέο. Όπως μέσα στα όνειρα.
Έτσι θέλω να πιστεύω για τον εαυτό μου, ότι ανήκω και στη Συντεχνία των Κλειδαράδων και στην Εταιρία Συγγραφέων.
Εντούτοις κάποιοι έχουν την ψευδαίσθηση ότι η ποίηση είναι μια πόρτα συνεχώς ανοιχτή, όπου μπορούν να μπαίνουν και να βγαίνουν άνετα. Μα αυτοί είναι οι μόνοι από τους οποίους δεν κινδυνεύει να εκλείψει η τέχνη των κλειδαράδων.
(συνομιλία με τον ποιητή Γ. Παυλόπουλο, περιοδικό Ελίτροχος)
Ο Γ. Παυλόπουλος στο ποίημα αυτό πραγματεύεται την απόπειρα του ποιητή να αλώσει την πόρτα της ποίησης με τα αντικλείδια, την απεγνωσμένη του προσπάθεια να ανοίξει την ανοικτή πόρτα της ποίησης.
Αφήγηση: Το ποίημα είναι αφήγηση ενός προσώπου –δεν ενδιαφέρει αν ταυτίζεται ή όχι με τον ποιητή. Η αφήγηση δεν αφορά ένα συγκεκριμένο συμβάν, αλλά μια επαναλαμβανόμενη ανά τους αιώνες διαδικασία απόπειρας να παραβιαστεί η ανοιχτή πόρτα της ποίησης. Το πρόσωπο που αφηγείται δεν εμφανίζεται στο ποίημα ως υποκείμενο ενός άμεσου πρώτου ρηματικού προσώπου· τα όσα λέγει διεκδικούν την εγκυρότητα του αντικειμενικού, αυτού που αορίστως επαναλαμβανόμενο συμβαίνει και που περιγράφεται στο ποίημα από ένα πρόσωπο που διαθέτει συνολική εποπτεία στο χώρο (κόσμος) και στο χρόνο (από τότε που υπάρχει ο κόσμος).
(Τασούλα Καραγεωργίου, Τα αντικλείδια του Γιώργη Παυλόπουλου, μια διδακτική δοκιμή)
Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή: ο ποιητής προσπαθεί να δώσει ένα ορισμό της ποίησης, ο οποίος αποσαφηνίζεται στη συνέχεια του ποιήματος
Πολλοί: πολλοί είναι αυτού περνούν έξω από την ανοιχτή αυτή πόρτα και κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν, ρίχνουν ένα βλέμμα, αλλά δεν μπορούν να αντιληφθούν τη μαγεία αυτού του κόσμου, δεν έχουν ανοιχτά τα μάτια της ψυχής τους.
Μερικοί: λίγοι είναι οι εκλεκτοί, οι ικανοί να δουν τι αποκαλύπτει η ανοιχτή πόρτα και να δεχτούν την πρόκληση να περιηγηθούν στο μαγικό αυτό κόσμο, να αποκαλύψουν τα μυστικά του, να γευθούν τη χαρά που μπορεί να τους προφέρει.
Η πόρτα τότε κλείνει: τότε συμβαίνει ένα παράδοξο: η πόρτα η διάπλατα ανοιχτή σε όλους κλείνει ερμητικά, κανείς δεν τους ανοίγει και το κλειδί είναι χαμένο. Οι μαγεμένοι, πλέον, εκλεκτοί που αντίκρισαν τη μαγεία της ποίησης δεν είναι διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν τις προσπάθειες. Υπάρχει κι άλλος δρόμος: όταν δε βρίσκουμε το κλειδί (το ένα και μοναδικό) φτιάχνουμε αντικλείδια (πολλά). Έτσι και οι ποιητές που αναζητούν εναγωνίως να εισέλθουν στην Ποίηση φτιάχνουν τα δικά τους αντικλείδια, φτιάχνουν ποιήματα, που πιστεύουν ότι θα τους ανοίξουν την πόρτα.
Η πόρτα δεν ανοίγει πια: οι προσπάθειες είναι άκαρπες, δεν οδηγούν πουθενά. Η πόρτα δεν ανοίγει, δεν πρόκειται ποτέ να ανοίξει, όσα αντικλείδια και να κατασκευάσουν, όπως δεν άνοιξε ποτέ στο παρελθόν, για όσους μπόρεσαν να δουν στο βάθος. Η πόρτα δεν άνοιξε, δεν ανοίγει, ούτε θα ανοίξει ποτέ. Οι ποιητές όμως έγραφαν αντικλείδια-ποιήματα, γράφουν και θα συνεχίσουν να γράφουν ελπίζοντας. Η πρόκληση και η περιπέτεια θα συνεχίζεται αέναα.
• Τα Αντικλείδια του Παυλόπουλου πρέπει να ακουστούν ως δοκιμές για να οριστεί το άπιαστο είδωλο της ποίησης και το φάντασμα ενός ποιήματος.
(Δ. Ν. Μαρωνίτης, Τα αντικλείδια της ποίησης)
Χαρακτηριστικά της ποίησής του:
• Είναι κατά βάση αφηγηματική, με ιστορίες παράξενες, χτισμένες με εικαστική τεχνική και με κινηματογραφική οπτική, με γλώσσα πυκνή και εκφραστική μέσα στη λιτότητά της.
• Απουσιάζουν τα περιττά επίθετα και τα σχήματα λόγου. Κυριαρχεί το ρήμα. Συχνά αυτή η γλώσσα ανακαλεί απόηχους από το δημοτικό τραγούδι.
• Στα ποιήματά του εγγράφεται και η ιστορική μνήμη, καθώς η ιστορία σφράγισε με δεινά τη γενιά του, την πρώτη μεταπολεμική ποιητική γενιά. Και όσα ποιήματά του αναφέρονται σε ιστορικά βιώματα είναι επίσης αφηγηματικά, γιατί ο Παυλόπουλος επιλέγει να καταθέτει τη μαρτυρία του μέσα από ένα μύθο χωρίς ευθεία αναφορά σε τόπο και χρόνο
• Ο ποιητικός κόσμος του Παυλόπουλου είναι ονειρικός, αλλά συντίθεται από πραγματικά υλικά.
• Διακρίνεται από ήπια δραματικότητα και επανάληψη θεματικών μοτίβων.
• Η ποίησή του διαποτίζεται από διακριτικό αισθησιασμό και διάχυτη μελαγχολία.
ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ . ΓΛΩΣΣΑ \ ΥΦΟΣ
Ο Γιώργης Παυλόπουλος ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά ποιητών. Η ποίησή του είναι σεμνή, ζεστή και χαμηλόφωνη. Διακρίνεται για το απλό και κουβεντιαστό της ύφος, τον πεζολογικό της τόνο, τη φυσικότητα του λεξιλογίου της και την υπαινικτική, αλληγορική γραφή της. Η γλώσσα του είναι καθαρά προσωπική, αν και ακουμπάει γερά στην παράδοση (δημοτικό τραγούδι, Σολωμό, Μακρυγιάννη, Σεφέρη). Είναι μια γλώσσα ρωμαλέα, πυκνή, απροσποίητη και αδιακόσμητη, χωρίς εκζήτηση. Η ποίησή του είναι εικονιστική και αναπαριστά την εφιαλτική ζωή του μεταπολεμικού ανθρώπου, ο οποίος βιώνοντας καθημερινά το θάνατο, προσπαθεί να τον υπερβεί μέσω του ονείρου, της ποίησης και του έρωτα. Οι εικόνες, που δημιουργεί, διαδέχονται η μία την άλλη με λυρική, ονειρική αφηγηματικότητα και σκηνική διάρθρωση.
BELLUM CIVILE STA LATINIKA
http://www.youtube.com/watch?v=SHoDKldosXk
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου