ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΚΑΙ ΨΥΧΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΑΞΟΝΑΣ
Ο Βιζυηνός στα νεοελληνικά γράμματα εμφανίστηκε σε μια εποχή που είχε αρχίσει να αναπτύσσεται η επιστήμη της λαογραφίας και οι πεζογράφοι, στρέφοντας το ενδιαφέρον τους στην ύπαιθρο, περνούσαν στο έργο τους περιγραφές ηθών και εθίμων του ελληνικού λαού, καλλιεργώντας έτσι το διήγημα που ονομάστηκε ηθογραφικό.
Ο Βιζυηνός εμπλουτίζει το ηθογραφικό διήγημα δίνοντάς του αυτοβιογραφικό και ψυχογραφικό χαρακτήρα. Όπως αναφέρει ο Κ. Μαμώνης, ο Βιζυηνός " είναι αναμφισβήτητα ο πρώτος διηγηματογράφος - ψυχογράφος που έχομε. Στέκεται στην πρώτη γραμμή μιας νέας πεζογραφικής γενιάς που έσπασε θαρρετά τους δεσμούς της με το παλιό ιστορικό μυθιστόρημα (…) και οικοδόμησε με μια απλοϊκή, καθημερινή, θρακιώτικη προ πάντων θεματογραφία τη νέα μορφή του πεζού νεοελληνικού λόγου, το ηθογραφικό και ψυχογραφικό διήγημα. Οι ήρωες που ζωγραφίζει είναι ο ίδιος του ο εαυτός, η μητέρα του, ο παππούς του, ο στενός του γνώριμος. Μα όλα αυτά με την τέχνη του τα διευρύνει, τους δίνει την καθολικότητα του συμβόλου."
Αυτός ο έντονος ηθογραφικός και αυτοβιογραφικός χαρακτήρας του έργου του κατά τον Κ. Μητσάκη " οφείλεται πιο πολύ σε μια εσωτερική παρόρμηση του συγγραφέα να δεθεί με τον ομφάλιο λώρο που τον έθρεψε, τη Θράκη, και να ξαναζήσει αναδρομικά τα μυθικά εκείνα παιδικά του χρόνια κοντά στους δικούς του(…)". Έτσι, ο κόσμος του Βιζυηνού, σύμφωνα με τον Παν. Μουλλά, "λειτουργεί ανθρωποκεντρικά και ανθρωπομετρικά. Το ανθρώπινο δράμα είναι ο μόνος σκοπός που αγιάζει τα αφηγηματικά του μέσα" " Ό,τι κάνει στέρεα τα αφηγήματα του Βιζυηνού είναι ο άνθρωπος και ο τόπος. Ακόμη πιο πολύ, η ψυχή του ανθρώπου και η ψυχή του τόπου. Οι χαρακτήρες του Βιζυηνού είναι αληθινοί, γιατί δεν είναι απλά γραφικά ενεργούμενα μέσα σε ένα ειδυλλιακό ντεκόρ. Είναι ανθρώπινες υπάρξεις που ωριμάζουν, δικαιώνονται και αγιάζουν μέσα στο σωματικό και ψυχικό πόνο.Βρίσκονται σε στενή επαφή και οργανική σχέση με τον περίγυρό τους, τόσο τον ανθρώπινο όσο και τον ευρύτερα φυσικό. Το αποτέλεσμα είναι να υπάρχει μια αξεδιάλυτη ενότητα του ανθρώπου με τον τόπο του μέσα στο χρόνο". (Κ. Μητσάκης)
Η ιδιαίτερη προσφορά του συγγραφέα στην ελληνική πεζογραφία του 19ου αιώνα είναι το ψυχογραφικό στοιχείο με το οποίο εμπλουτίζει την ηθογραφία. " Ό,τι κινεί αμέσως την προσοχή και το ενδιαφέρον του αναγνώστη στα διηγήματα του Βιζυηνού είναι το ψυχικό πρόβλημα, η δοκιμασία της συνείδησης, η αγωνία της ψυχής. Τα κύρια πρόσωπα έχουν πλούσια εσωτερική ζωή. Όχι όμως στατική, αλλά κυμαινόμενη, μεταβαλλόμενη, ουσιαστική, με δραματικές συνέπειες στην εξωτερική συμπεριφορά τους και στη στάση τους αντίκρυ στην αντικειμενική πραγματικότητα. Είναι η πρώτη φορά που για την ελληνική διηγηματογραφία ανοίγει ο δρόμος της ψυχής. Ένας νέος κόσμος αποκαλύπτεται εδώ: ο κόσμος της συνείδησης, ο κόσμος του εσωτερικού προβληματισμού. Άσχετα βέβαια με την κατεύθυνση αυτή της πεζογραφίας του Βιζυηνού δεν μπορεί να είναι τα χρόνια της μαθητείας του στη φιλοσοφία και την ψυχολογία, η φιλοσοφική κατάρτιση και η παιδεία του." ( Απ. Σαχίνης)
"Το έργο του Γεώργιου Βιζυηνού είναι αποκλειστικά σχεδόν βιωματικό. Και αφορά μνημονικές καταγραφές της παιδικής κυρίως ηλικίας του, πυκνές και έκδηλες εμπειρίες και επιρροές - όλες μεγάλες και πολλές λόγω της μεγεθυντικής ευαισθησίας του - τόσο που δε χρειάστηκε να επιστρατευτεί πολλή από τη φαντασία του για να τις καταγράψει. (..) Τα μεγάλα, τα αριστουργηματικά του αφηγήματα προέρχονται από τον οικογενειακό ή από τον συναφή μ'αυτόνε χώρο, όπου τα πρόσωπα των "μύθων" αντιστοιχούν απόλυτα στα πρόσωπα της πραγματικής του οικογενείας, διατηρώντας μάλιστα και το πραγματικό τους όνομα.
Τώρα, ως προς τις καταγραφές που γίνονται για πρότυπα γονεϊκά, αχνά και πού δηλώνεται ο πατέρας πραματευτής - ταξιδευτής, ανεύθυνος και χαροκόπος στο "Αμάρτημα", που όμως αφήνει ορφανό το Γεωργή γύρω στα πέντε του χρόνια. Έτσι, δεσπόζει μια αγράμματη μα και πρακτική, μα και δεισιδαιμονική μητέρα, γεμάτη εμμονές σε όλο το "Αμάρτημα"(…) Τις οίδε ποια αμφίσημα συναισθήματα αυτή η μητέρα αποτύπωσε στο ασυνείδητο του μικρού Γιωργή που αντανακλώνται όλα στις ευγνωμοσύνες του και στις ενοχές, που διατρέχουν όλο το "Αμάρτημα", μα και στις υποσχέσεις του για παροχή ισόβιας προστασίας απ' αυτή.
Στο πεζογραφικό έργο του Βιζυηνού φαίνεται πως υπάρχει μία πρωτογενής, αυτόματη διάθεση για ιχνηλασία της ανθρώπινης ψυχής και είναι, ίσως, μία όψη του ταλέντου του που οδηγεί στην αυτοπαρατήρηση και στην ετεροπαρατήρηση, μια ικανότητα άσχετη από τη μεθοδευμένη γνώση που απόκτησε σπουδάζοντας ψυχολογία. Διότι, για το είδος του πεζογραφικού λόγου που ο Βιζυηνός επέλεξε, ήτοι το ψυχολογικό αφήγημα, οι ψυχολογικές σπουδές δε θα 'ταν ικανές να υπαγορεύσουν άλλο τι από μια ξερή γραφή που εδώ την προλαβαίνει το ταλέντο, όπου εκμεταλλεύεται όχι πλέον τη γνώση, αλλά την παρατήρηση πάνω στο βίωμα ημών αυτών και άλλων.
Η σκιαγράφηση του χαρακτήρα της μάνας Δεσποινιώς στο "Αμάρτημα" είναι μοναδική. Για τα παιδιά της, που είναι ο ομφαλός του κόσμου, είναι μία μάνα παθιασμένη, ακόρεστη, πληθωρική, μαχητική κι εντέλει φορτική. Σε όλο το "Αμάρτημα" ζητά να επιβάλλει την προέκταση της μητρογραμμικά καθορισμένης της ύπαρξής της στο θηλυκό παιδί, που βάζει πάνω απ' όλα τα υπόλοιπα κι αρσενικά παιδιά της. . Το ίδιο απόλυτη και πρωτεϊκή είναι και στις ενοχές της. Η εξομολόγησή της, έτσι όπως δίνεται μέσ' από μιαν ανυπέρβλητη θρησκευτική ενοχικότητα κι από την τέλεια σύζευξη της ψυχολογίας και του λόγου, που ο συγγραφέας πραγματοποιεί, παίρνει το απύθμενό της βάθος. Δεν θα μπορούσε να είναι πιο αληθινή από την άποψη του λόγου, ούτε πιο πλήρης απ' την ψυχολογική πλευρά.
Ο Βιζυηνός μάς κάνει φανερό ότι οι έννοιες του φόνου εξ αμελείας ή του ακούσιου εγκλήματος είναι πολύπλοκες για την πρωτεϊκή αυτή γυναίκα, που τις κατανοεί χωρίς τα επίθετα και τα επιρρήματά τους στην ενιαία τους σημασία, φόνος - έγκλημα. Κάτι που ο άνθρωπος εξομολογείται κανονικά μόνο στο θεό και τώρα εδώ αυτή, καταταπεινωμένη, το εξομολογείται στο παιδί της. Τι σημασία μπορεί να'χει ύστερα από αυτά η εξομολόγηση στον Πατριάρχη που "είναι καλόγερος…Δεν μπορεί να γνωρίσει τι πράγμα είναι να σκοτώσει κανείς το ίδιο το παιδί του". Άρα, ούτε η θρησκευτική παραμυθία της αρκεί.
Κι έτσι, ο ψυχολόγος Βιζυηνός που υποδηλώνει πως σε κανέναν δεν αρκεί, διδάσκει ότι ο άνθρωπος ουδέποτε γλιτώνει από το τραύμα των λαθών του, εκούσιων και μη. Αλλά ο καλλιτέχνης Βιζυηνός συνάμα δείχνει πόσο είναι μάταιο, εάν όχι βέβηλο, πάνω σε μία τέτοια, απεγνωσμένη μεγαλειώδη απογύμνωση να δοκιμάζει η λογική - η επιστήμη - να υπερβεί τα όρια του ανθρώπου, όχι με τους κοινούς, τους τρόπους που παρηγορούν, αλλά με τις ανύπαρκτες καμιά φορά κι ανυποψίαστες του βάθους των ενστίκτων αιτιολογήσεις των ανθρώπινων πράξεων, ενώ οι πράξεις - καλές ή κακές - μπορούν να παραμένουν τόσο απλές και να πονούν τόσο βαθιά, όσο τους πρέπει για να είναι σεβαστές από την άλλη, την ανθρώπινη πλευρά που εδώ ο Βιζυηνός μας δίνει."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου