Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012

ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ



ΟΙ ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ




Οι αντιθέσεις στο «Αμάρτημα της μητρός μου» οροθετούν την αναζήτηση του νοήματος, προσδιορίζουν συμπεριφορές, διαφωτίζουν αιτίες και σηματοδοτούν την εξέλιξη της πλοκής.



α) ενικού και πληθυντικού («ή Άννιώ» - «ημείς», «ημάς» «ήθελεν», «επήγαινεν» - «ήμεθα», «είχομεν»).

β) θανάτου και ζωής (ο νεκρός πατέρας, «μας ένέδυε χρησιμοποιούσα τά φορέματα του μακαρίτου πατρός μας» - «Άφ' ότου άπέθανεν ό πατήρ μας» - «έχήρευσε»

η παρουσία της ζωντανής μητέρας και των παιδιών της),



γ) κοριτσιού (Αννιώς) και αγοριών (ο πρωτότοκος Χρηστάκης, ο αφηγητής Γιωργής, ο υστερότοκος Μιχαήλος,)

δ)γνώσης και πλάνης (παρότι γράφει το διήγημα σε μια μεταγενέστερη χρο¬νική στιγμή, κατά την οποία γνωρίζει την αλήθεια για την ύπαρξη και άλλης αδερ¬φής εκτός της Αννιώς, εντούτοις προτιμά την παράθεση των γεγονότων υπό το πρί¬σμα της πλάνης του. Πρόκειται για σκόπιμη πλάνη «Άλλην άδελφήν δέν ειχομεν παρά μόνον την Άννιώ»).

ε) συναισθήματος και αγαθών προθέσεων από τη μια και πράξεων διάκρισης από την άλλη (ο συγγραφέας εξαρχής σπεύδει να απενοχοποιήσει τη μητέρα του για τη συμπε¬ριφορά της «".Αλλ' ημείς έγνωρίζαμεν, διότι ή ενδόμυχος της μητρός ημών στοργή διετέλει αδέκαστος και ιση πρός όλα της τά τέκνα» - «Άλλ' άπ' ολους περισσότερον τήν ήγάπα ή μήτηρ μας. Είς τήν τράπεζαν τήν εκάθιζε πάντοτε πλησίον της καί από ο,τι είχομεν έδιδε τό καλύτερον εις έκείνην. Καί ένώ ημάς μας ένέδυε χρησιμο¬ποιούσα τά φορέματα του μακαρίτου πατρός μας, διά τήν Άννιώ ήγόραζε συνήθως νέα. "Ως καί εις τά γράμματα δέν τήν έβίαζεν. "Αν ήθελεν, επήγαινεν εις τό σχολειον, αν δέν ήθελεν, έμενεν εις τήν οίκίαν. Πράγμα το όποιον εις ημάς διά κανένα λόγον δέν θά επετρέπετο»).

δ) ευσέβειας και δεισιδαιμονιών («Ή μήτηρ μου ήτο μάλλον ευλαβής παρά δεισιδαίμων» - «πότε μετέβαινεν εις τάς πλησιοχώρους

εκκλησίας, των οποίων κατά τύχην έτελείτο ή μνήμη, κομίζουσα λαμπάδα κίτρινου κηρού, χυμένην ιδίοις αυτής χερσί, και ίσην ακριβώς πρός τής ασθενούς τό ανά¬στημα». «Πλησίον είςτόν σταυρόν, επί του στήθους τη ς Άννιώς, έκρέμασεν εν χαμαγλί, μέ μυστηριώδεις αραβικάς λέξεις. Τά αγιάσματα διεδέχθησαν αί γοητειαι, και μετά τα ευχολόγια τών ιερέων ήλθον τά "σαλαβάτια" των μαγισσών»).

ζ) αγάπης και ενοχής η συμπεριφορά της μητέρας είναι μια συμπεριφορά προκλητικής αγάπης προς την κόρη, σε αντίθεση με τη συμπεριφορά της προς τα αγόρια της, πηγά¬ζει όμως (γεγονός που δε γίνεται από την πρώτη ακόμη ενότητα γνωστό) από τα συναι¬σθήματα ενοχής για τη διάπραξη του ακουσίου κατά το παρελθόν αμαρτήματος της.

η) αγωνίας και εξιλέωσης (η μητέρα μέσα από ψυχικές σύγκρούσεις και με μια διαρκή αγωνία προσπαθεί να εξιλεωθεί για το αμάρτημα της και ο Γιωργής βρίσκεται σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να ανακαλύψει τη μητρική αγάπη και όταν πληροφορεί¬ται το τραγικό μυστικό της μητέρας να εξιλεωθεί για τον πόνο που της προκάλεσε με τη συμπεριφορά του).

θ) ζευγαριών ψυχαναλυτικής συμμετρίας: ο πατέρας με την κόρη στον τάφο, και η μη¬τέρα με το γιο της στη ζωή.

Γι' αυτή την αντίθεση είναι χαρακτηριστικά όσα γράφο¬νται από το Βαγγέλη Αθανασόπουλο: «[...] Τελικώς, τη νύχτα εκείνη αντί να έρθει με το πνεύμα του ο πεθαμένος πατέρας για να γιατρέψει την Αννιώ, αυτή πεθαίνει και πάει να συναντήσει τον πατέρα της. Με τον τρόπο αυτόν οι πρωταγωνιστές αυ¬τού που η φροϋδική θεωρία ονόμασε "οικογενειακό μυθιστόρημα νευρωτικών "χω¬ρίζονται σε δύο ζευγάρια -ψυχαναλυτικής συμμετρίας: ο πατέρας με την κόρη του στον τάφο, και η μητέρα με το γιο της στην ενοχοποιημένη ζωή. Η ενοχή των δύο ζω¬ντανών τοποθετείται σε σχέση με το ίδιο πρόσωπο, αλλά από διαφορετική ο καθένας σκοπιά: η μητέρα είναι ένοχη επειδή σκότωσε κατά λάθος την πρώτη κόρη, και επει¬δή, τιμωρώντας την ο Θεός για την αμαρτία της εκείνη, αφαιρεί τη ζωή και της δεύ¬τερης κόρης' ο γιος είναι ένοχος επειδή πρώτα γεννήθηκε αντί της δεύτερης κόρης, και μετά επειδή δεν την υποκατέστησε στο θάνατο της»

ι) αμαρτία – λύτρωση,μια λύτρωση που δεν έρχεται ποτέ.

ια) ήθος/ έθος- ορθός λόγος ( ο ορθολογισμός του ενήλικα Γιωργή-αφηγητή αντικατοπτρίζεται στην ειρωνεία, στη διακριτική απόσταση που κρατάει απέναντι στις λαϊκές δοξασίες)

ιβ) συνειδητό- ασυνείδητο

ιγ) λόγος- σιωπή (τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν σε αυτό το οικογενειακό δράμα, σε αυτό το ψυχόδραμα, αν και δεμένα με συγγένεια «πρώτου βαθμού» (τον πιο στενό δεσμό που θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί), στην πραγματικότητα δεν επικοινωνούν, μονολογούν• δεν σχετίζονται, αποκλείουν το ένα το άλλο• δεν συνυπάρχουν, ζουν περίκλειστα στη μονήρη σιωπή τους)

ιδ) σχέση/απόσχιση ατόμου- κοινωνικής ομάδας ( τον κοινωνικό περίγυρο εννοούμε) Η μητέρα, αν και ζει σε μια κοινωνία άκρως συντηρητική, αναγκάζεται «να εξέλθει της οικίας» για να βοηθήσει την μικρή Αννιώ.



ιε) το Εγώ που βιώνει- το Εγώ που αφηγείται.

Νομίζω όμως ότι η πιο ουσιώδης και χαρακτηριστική αντίθεση βρίσκεται στο τέλος του διηγήματος:

«οι οφθαλμοί της επληρώθησαν δακρύων και εγώ εσιώπησα»

Ο,τι διαδραματίζεται στο "Αμάρτημα" είναι ένα βίωμα τόσο ριζικό, τόσο βαθιά εσωτερικευμένο και αμετάδοτο, που δικαιολογεί απόλυτα γιατί, σε ένα αφήγημα που κατακλύζεται από «φωνές», ενδόμυχες και μη, τον τελικό λόγο, κυριολεκτικά, έχει η σιωπή, η βουβή ερημία των προσώπων.

Ερημιά και σιωπή τις οποίες επιβάλλει, εδώ, η αγιάτρευτη πληγή ενός ψυχολογικού τραύματος διαμπερούς –με διπλή όψη, που τραυμάτισε και τη μάνα και το παιδί της– και εσαεί παρόντος στον ψυχολογικό χρόνο των προσώπων: του «αμαρτήματος της μητρός μου»



Δεν υπάρχουν σχόλια: