Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

   ΟΠΩΣ ΗΔΗ ΕΧΟΥΜΕ ΑΝΑΦΕΡΕΙ Η ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΜΕΛΕΤΗ ΑΠΑΙΤΕΙ ΤΗΝ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ , ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΣΥΝΟΔΕΥΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΛΛΗΛΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΟΥ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ ΤΗΝ ΕΞΑΣΚΗΣΗ ΜΕΣΩ ΤΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ ΑΠΟ ΤΟ Κ.Ε.Ε. . ΑΣ ΚΛΕΙΣΟΥΜΕ ΛΟΙΠΟΝ ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΑΠΟ ΤΑ ΟΚΤΩ ΒΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΦΕΤΙΝΗΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑΣ ΜΑΣ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΜΕ .... ΜΟΥΣΙΚΗ

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΩΝ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΩΝ ΤΕΧΝΙΚΩΝ



ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ – ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ






Όνειρο στο κύμα: Αφηγηματικές Τεχνικές



Ο αφηγητής της ιστορίας:

• Είναι εξωδιηγητικός-ομοδιηγητικός τύπος. Πρόκειται για έναν αφηγητή πρώτου βαθμού, ο οποίος διηγείται την ιστορία του.

• Είναι δραματοποιημένος, αφού συμμετέχει ως πρόσωπο της ιστορίας που αφηγείται.

• Ολόκληρο το διήγημα κλείνεται σε εισαγωγικά, που ακολουθούνται από την υπογραφή του συγγραφέα, με την ένδειξη ότι αυτός έχει απλώς αντιγράψει την ιστορία. Με το συγγραφικό αυτό δόλο (πλαστοπροσωπία) τονίζεται η διάκρισή του συγγραφέα από τη φωνή του αφηγητή και επιχειρείται η αποστασιοποίησή του από τα αφηγούμενα γεγονότα.

Εστίαση:

Η αφήγηση των γεγονότων γίνεται με εσωτερική εστίαση από τον ήρωα (βοσκό/δικηγόρο) της ιστορίας [η θέαση δηλαδή είναι περιορισμένη και ανήκει στον κεντρικό ήρωα, ο οποίος σε αντίθεση με τον παραδοσιακό παντογνώστη αφηγητή, δεν γνωρίζει καθετί που σχετίζεται με την ιστορία, όπως για παράδειγμα τις σκέψεις των άλλων προσώπων (Μοσχούλας)].

Κι ενώ η αφήγηση είναι ιδωμένη από την προοπτική του ενήλικα αφηγητή -για τον οποίο το σύνολο της ιστορίας αποτελεί μια ήδη βιωμένη εμπειρία-, το μεγαλύτερο μέρος της δεύτερης αναδρομικής αφήγησης δίνεται από τον έφηβο αφηγητή, ο οποίος παρουσιάζει τα γεγονότα της ιστορίας όπως τα βιώνει τη στιγμή της τέλεσής τους, χωρίς να γνωρίζει τι πρόκειται να συμβεί στην πορεία. Η εσωτερικότητα αυτή της οπτικής γωνίας εξυπηρετεί τη διατήρηση της αγωνίας και των διλημμάτων που αντιμετωπίζει ο έφηβος αφηγητής.

Μια παρόμοια διάσταση ανάμεσα στον ενήλικα αφηγητή και την παιδική (εδώ εφηβική) συνείδησή του, βρίσκουμε και στο Αμάρτημα της μητρός μου, όπου για να διατηρηθεί ακέραια η απορία του αναγνώστη για τη φύση του αμαρτήματος, δεχόμαστε ότι τα γεγονότα παρουσιάζονται, όπως τα βίωσε το παιδί-αφηγητής.

Επίπεδα χρόνου της αφήγησης:

Η ζωή του αφηγητή στην Αθήνα, όπου εργάζεται σ’ ένα δικηγορικό γραφείο, αποτελεί το παρόν της αφήγησης. Ενώ, οι εφηβικές του εμπειρίες στο νησί, αποτελούν το παρελθόν της αφήγησης, που δίνεται στον αναγνώστη μέσω της αναδρομικής αφήγησης. Η ιστορία επομένως κινείται στο παρόν και στο παρελθόν.

Αντίστοιχα επίπεδα χρόνου έχουμε και στο Αμάρτημα της μητρός μου, όπου το παρόν της αφήγησης τοποθετείται μετά την επιστροφή του αφηγητή από το εξωτερικό (αποκάλυψη του αμαρτήματος από τη μητέρα στον αφηγητή και εξομολόγησή της στον Πατριάρχη), ενώ οτιδήποτε προηγείται από αυτά τα γεγονότα είναι το παρελθόν της αφήγησης.



Στο διήγημα χρησιμοποιείται ο Μέλλοντας και γίνεται αναφορά σε μελλοντικά γεγονότα, όταν ο αφηγητής είτε αναφέρεται στο τι σχεδίαζε να κάνει -μόνο για να δει τα σχέδιά του να ανατρέπονται- είτε όταν κάνει εικασίες για το τι θα συνέβαινε, αν τον έβλεπε η κοπέλα, ή για το πώς θα μπορούσε να απομακρυνθεί από την ακτή χωρίς να γίνει αντιληπτός απ’ τη Μοσχούλα.

Έτσι, το μέλλον στα πλαίσια του διηγήματος εμφανίζεται μόνο ως βραχυπρόθεσμος σχεδιασμός, ως εικασία ή ως πρόγνωση («Θα τραβήξει αυτή το μονοπάτι της κ’ εγώ τον κρημνό μου!...»)

Για παράδειγμα:

«Άνω της κορυφής του βράχου, του οποίου η βάσις εβρέχετο από την θάλασσα, θα έλυα την Μοσχούλαν, την μικρήν αίγα μου, και με διακόσια ή περισσότερα βήματα θα επέστρεφα πλησίον εις το κοπάδι μου.»

Τα σχέδια, όμως, του βοσκού ματαιώνονται από την απρόσμενη εμφάνιση της κοπέλας, η οποία εκείνη τη στιγμή πέφτει στη θάλασσα, για να κολυμπήσει.

«Ω! πώς θα εξαφνίζετο. Θα ετρόμαζεν, ευλόγως, θα εφώναζεν, είτα θα με κατηγόρει δια σκοπούς αθεμίτους, και τότε αλλίμονον εις τον μικρόν βοσκόν!»

Αφηγηματικός χρόνος:

Ως προς την τάξη

Η πρώτη ενότητα του διηγήματος ξεκινά με μια αναδρομή στο καλοκαίρι του 187..., και προχωρά συνοπτικά μέχρι το παρόν του αφηγητή (Αθήνα-δικηγορικό γραφείο). Παρουσιάζονται δηλαδή περιληπτικά περισσότερα από 12 χρόνια της ζωής του αφηγητή (στα 18 του είναι βοσκός, στα 30 τελειώνει το Νομική και τώρα εργάζεται στο γραφείο του δικηγόρου).

Στη δεύτερη ενότητα επιστρέφουμε εκ νέου στο καλοκαίρι του 187..., με μια νέα αναδρομή, η οποία θα καλύψει αναλυτικά αυτή τη φορά τα γεγονότα εκείνου του καλοκαιρού, που αποτελούν και το βασικότερο μέρος της ιστορίας.

Κατά τη διάσωση της Μοσχούλας η αφήγηση θα επιστρέψει στο παρόν του αφηγητή, όπου και θα δοθεί ο απολογισμός – επίλογος της ιστορίας.

Η αναδρομή της πρώτης ενότητας είναι πλήρης, καθώς φέρνει την αφήγηση στο παρόν του αφηγητή καλύπτοντας συνοπτικά όλα τα ενδιάμεσα γεγονότα. Ενώ η αναδρομή που ξεκινά στη δεύτερη ενότητα, αν και εκτενέστερη, καλύπτει μόνο τα γεγονότα ενός καλοκαιριού.

Στα πλαίσια της πρώτης αναδρομής βρίσκουμε την εγκιβωτισμένη ιστορία του πάτερ Σισώη -ιστορία που έχει καίριες αναλογίες με την ιστορία του κεντρικού ήρωα-, κατά την οποία ο χρόνος γυρίζει στην εποχή της ελληνικής επανάστασης (1821).

Στα πλαίσια της δεύτερης και εκτενέστερης αναδρομής του διηγήματος, υπάρχει μια πολύ σύντομη αναδρομή που σχετίζεται με την κατσίκα-Μοσχούλα. «Όσον αφορά την Μοσχούλα, δια να είμαι βέβαιος, ότι δεν θα μου φύγη πάλιν, καθώς μου είχε φύγει την άλλην φοράν, οπότε ο άγνωστος κλέπτης (ω να τον έπιανα) της είχε κλέψει, ο ανόητος, τον επίχρυσον κωδωνίσκον...»

Ως προς τη διάρκεια:

Στα πλαίσια της πρώτης αναδρομής έχουμε περίληψη, καθώς η ζωή του αφηγητή από τα 18 μέχρι και λίγο μετά τα 30 δίνεται με συνοπτικό τρόπο, ως εκ τούτου έχουμε και έλλειψη, καθώς είναι εύλογο ότι παραλείπονται πολλά επιμέρους γεγονότα.

Περίληψη επίσης έχουμε στην τελευταία ενότητα όπου ο αφηγητής αναφέρεται επιγραμματικά στην τύχη της Μοσχούλας-κοπέλας και στο γεγονός ότι ο ίδιος έγινε τελικά δικηγόρος.

Στα πλαίσια της δεύτερης αναδρομής έχουμε σκηνές (ο χρόνος της ιστορίας δηλαδή ταυτίζεται με το χρόνο της αφήγησης), όταν ο αφηγητής προχωρά σε εσωτερικούς μονολόγους όπου μας παρουσιάζει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του. Σκηνές αποτελούν και οι διάλογοι, οι οποίοι όμως σχεδόν απουσιάζουν σ’ αυτό το διήγημα.

Στο διήγημα αυτό συναντάμε εκτενείς περιγραφές οι οποίες είναι βέβαια δοσμένες από τον έφηβο αφηγητή, αποτελούν δηλαδή μέρος του βιώματός του, οπότε δε συνιστούν καθαρές παύσεις του χρόνου της ιστορίας, αποτελούν ωστόσο επιβραδύνσεις.

Ως προς τη συχνότητα:

Στο διήγημα αυτό έχουμε ως επί το πλείστον μοναδική αφήγηση (τα γεγονότα δηλαδή της ιστορίας αναφέρονται μία φορά), ωστόσο οι δύο αναδρομές του διηγήματος (1η και 2η ενότητα) ξεκινούν με αναφορά στο καλοκαίρι του 187..., στοιχείο που συνιστά επανάληψη. Όπως και η αναφορά που γίνεται κλείσιμο της ιστορίας ότι ο αφηγητής έμαθε γράμματα χάρη στους καλόγερους, αφού η πληροφορία αυτή δίνεται και στην αρχική ενότητα.

Στο διήγημα εντοπίζουμε, επίσης, στοιχεία θαμιστικής αφήγησης, γεγονότα δηλαδή που έγιναν κατ’ επανάληψη στο παρελθόν δίνονται μία φορά στην αφήγηση. Αυτό στο «Όνειρο στο κύμα» επιτυγχάνετε με τη χρήση του Παρατατικού χρόνου. Έτσι, όταν ο νεαρός βοσκός μιλά για τη ζωή του στο νησί χρησιμοποιεί τον Παρατατικό χρόνο για να παρουσιάσει τις συνήθειές του.

Για παράδειγμα:

«Εμιμούμην τους πεινασμένους μαθητάς του Σωτήρος, κ’ έβαλλα εις εφαρμογήν τας διατάξεις του Δευτερονομίου χωρίς να τας γνωρίζω.»

«Το κυρίως κατάμερόν μου ήτο υψηλότερα, έξω της ακτίνος των ελαιώνων και αμπέλων, εγώ όμως συχνά επατούσα τα σύνορα. Εκεί παραπάνω, ανάμεσα εις δύο φάραγγας και τρεις κορυφάς, πλήρεις αγρίων θάμνων, χόρτου και χαμωκλάδων, έβοσκα τα γίδια του Μοναστηρίου.»

Με τη χρήση λοιπόν ρημάτων Παρατατικού χρόνου, που δηλώνουν επανάληψη στο παρελθόν, ο αφηγητής αφηγείται μία φορά πράξεις που έχουν συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν.

Ο χρόνος της ιστορίας:

Ο προσδιορισμός του χρόνου της ιστορίας, σε ό,τι αφορά την εμπειρία του νεαρού ήρωα, γίνεται απ’ την αρχή κιόλας του διηγήματος, όπου ο αφηγητής προσδιορίζει πως επρόκειτο για το καλοκαίρι του 187..., δεν μας δίνει βέβαια ακριβή χρονολογία. Εντούτοις, μπορούμε να τοποθετήσουμε τα γεγονότα κάποια στιγμή μέσα στη δεκαετία του 1870. (Αν επιχειρούσαμε μια αντιστοίχηση με τη ζωή του Παπαδιαμάντη, ο οποίος γεννήθηκε το 1851, θα διαπιστώναμε ότι ο συγγραφέας έγινε 18 χρονών το 1869.)

Η ασάφεια ως προς το χρόνο της ιστορίας γίνεται εμφανέστερη σε ό,τι αφορά το παρόν της αφήγησης, καθώς δε μας δίνεται κάποιο χρονολογικό στοιχείο. Γνωρίζουμε ότι ο αφηγητής τελειώνει τη Νομική στα 30 του χρόνια, αλλά η αναφορά του: «Σήμερα εξακολουθώ να εργάζομαι ως βοηθός ακόμη επιφανούς τινός δικηγόρου...», δεν μας επιτρέπει να καταλάβουμε πόσα χρόνια έχουν περάσει από τη στιγμή που τελείωσε το Πανεπιστήμιο.

Πάντως, ακόμη και για τα γεγονότα του καλοκαιρού του 187..., δεν υπάρχουν επιμέρους χρονολογικοί προσδιορισμοί. Ο αφηγητής περιορίζεται σε ασαφείς αναφορές: «Μίαν ημέραν... Μίαν άλλην ημέραν... Μίαν εσπέραν...»

Αφηγηματικοί τρόποι:

Η αφήγηση της ιστορίας γίνεται με μίμηση, με πρωτοπρόσωπη δηλαδή αφήγηση.

Στο διήγημα υπάρχουν μόλις τρεις διαλογικές σκηνές, εκ των οποίων μόνο στη μία υπάρχει πραγματικός διάλογος: «-Τι έχεις και φωνάζεις; -Φωνάζω εγώ την κατσίκα μου, τη Μοσχούλα!... Με σένα δεν έχω να κάμω.», ενώ στις άλλες δύο ακούγονται μόνο τα λόγια του ενός προσώπου. «-Έτσι όλο τραγουδείς!... Δε σε άκουσα ποτέ μου να παίζης το σουραύλι!... Βοσκός και να μην έχει σουραύλη, σαν παράξενο μου φαίνεται!». Η τρίτη σκηνή δίνεται όταν μετά την κραυγή φόβου της Μοσχούλας ο ήρωας προσπαθεί να την καθησυχάσει: «-Μη φοβάσαι!... δεν είναι τίποτε... δε σου θέλω κακόν!»

Στα πλαίσια του εσωτερικού μονολόγου του ήρωα, μας δίνονται σε ευθύ λόγο κάποιες από τις σκέψεις του: «-Βρέθηκα εδώ, χωρίς να ξέρω... Μην τρομάζης!... φεύγω αμέσως, κοπέλα μου!» / «Αυτή δεν θ’ αργήση, έλεγα μέσα μου∙ τώρα θα κολυμπήση....» / «Να εκινδύνευεν έξαφνα! να έβαζε μια φωνή!...»

Σε ευθύ λόγο επίσης δίνεται η προσευχή του γεωργού: «Εις το όνομα του Πατρός...»

Στο κείμενο επίσης εντοπίζουμε πλάγιο λόγο, όταν ο αφηγητής μας παρουσιάζει τα λόγια του πάτερ Σισώη: «αν ήθελαν να με κάμουν καλόγερον, δεν έπρεπε να με στείλουν έξω από το μοναστήρι....»

Στο διήγημα κυρίαρχος αφηγηματικός τρόπος είναι ο εσωτερικός μονόλογος, καθώς πολύ συχνά διαβάζουμε τις προσωπικές σκέψεις, τα συναισθήματα και τους προβληματισμούς/διλήμματα του αφηγητή.

Σημαντικό ρόλο επίσης διαδραματίζουν οι περιγραφές είτε αυτές αφορούν το τοπίο είτε τη νεαρή Μοσχούλα.

Προοικονομία:

Κατά την περιγραφή του κτήματος του κυρ Μόσχου, ο αφηγητής μας επισημαίνει πως αυτό βρίσκεται πολύ κοντά στη θάλασσα, ιδίως ο κάτω τοίχος του, που σχεδόν βρέχεται από το κύμα, όταν φυσά δυνατός βοριάς. Τοποθεσία όπου αργότερα θα εκτυλιχθεί το κεντρικό επεισόδιο της ιστορίας. «... ο κάτω τοίχος, με σφοδρόν βορράν πνέοντα, σχεδόν εβρέχετο από το κύμα.»

Παρόμοια αναφορά γίνεται κι όταν ο αφηγητής επιλέγει την ακτή σ’ εκείνο το σημείο για να κολυμπήσει: «Από το άντρον εκείνο ήρχιζεν ένα μονοπάτι, δια του οποίου ανέβαινε τις πλαγίως την απότομον ακρογιαλιάν, κ’ έφθανε εις την κάτω πόρταν του τοιχογυρίσματος του Κυρ Μόσχου...»

Προοικονομία επίσης συνιστά τόσο η αναφορά για το δέσιμο της Μοσχούλας μ’ ένα σχοινάκι, ώστε να μη φύγει την ώρα που ο νεαρός ήρωας θα κολυμπούσε, όσο και το σημείο στο οποίο την είχε δέσει: «εφρόντισα να την δέσω μ’ ένα σχοινάκι εις την ρίζα ενός θάμνου ολίγον παραπάνω από το βράχον εις την βάσιν του οποίου είχα αφήσει τα ρούχα μου πριν ριφθώ εις την θάλασσαν.»

Προϊδεασμός:

• «Την τελευταίαν φοράν όπου εγεύθη την ευτυχίαν ήτον το θέρος εκείνου του έτους...»

• «Καθώς ο σκύλος, ο δεμένος με πολύ κοντό σχοινίον εις την αυλήν του αυθέντου του...»

• «Η τελευταία χρονιά που ήμην ακόμη φυσικός άνθρωπος ήτον το θέρος εκείνο...»

• «Να εκινδύνευεν έξαφνα! να έβαζε μια φωνή!... και να εφώναζε βοήθειαν!»

• «Το σχοινίον με το οποίον την είχα δέσει εις την ρίζαν του θάμνου ήτον πολύ κοντό. Τάχα μην «εσχοινιάσθη»...»

Σχήμα κύκλου:

Το διήγημα ξεκινά και τελειώνει με αναφορά στο ίδιο θέμα, δημιουργώντας έτσι σχήμα κύκλου: «Ήμην πτωχόν βοσκόπουλον εις τα όρη – Ω! ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!»

Σύμβολα:

• Η νεαρή Μοσχούλα λειτουργεί ως σύμβολο του εξιδανικευμένου και αγνού έρωτα.

• Το περιφραγμένο κτήμα του Κυρ Μόσχου, ως ο προστατευμένος κήπος της Εδέμ.

• Η θάλασσα συμβολίζει την απόλυτη ελευθερία σε πολλαπλά επίπεδα (ατομικό, ερωτικό, κοινωνικό).

• Το κοντό σχοινί συμβολίζει του ποικίλους περιορισμούς (εξωτερικούς κι εσωτερικούς) που τίθενται στη ζωή του αφηγητή.

Αρκαδισμός – Βουκολική Ποίηση:

Η Αρκαδία λειτουργεί στη λογοτεχνία ως σύμβολο ενός ιδανικού τόπου γαλήνης, όπου κυριαρχεί ο ευδαιμονισμός που προκύπτει από την επαφή με τη φύση και τον έρωτα. Με αρχικό ερέθισμα την ελληνική Αρκαδία, δημιουργείται στη φαντασία των λογοτεχνών ένας παραδεισένιος τόπος ελευθερίας, ηρεμίας και ηδονισμού.

Αρκαδισμός είναι το λογοτεχνικό ρεύμα που πηγάζει από την Ιταλική Αναγέννηση και κυριάρχησε στην ποίηση. Πρόκειται για το ποιητικό ιδανικό που θέλοντας να καταπολεμήσει το κακό γούστο του κλασικισμού αναζητούσε την έμπνευση στη βουκολική αγνή ύπαιθρο. Με τον Αρκαδισμό εξυμνείται η απλότητα της ζωής και ο διαρκής ευδαιμονισμός του αρκαδικού τοπίου και τρόπου.

Η βουκολική (ποιμενική) ποίηση επιχειρεί να μεταφέρει την αίσθηση της αγνής ευτυχίας που διακρίνει την αμέριμνη ζωή των ποιμένων, μέσα από τραγούδια που εξυμνούν τον έρωτα και την απλότητα της ζωής. Η ζωή των βοσκών διανθίζεται με ερωτικές περιπέτειες και στιγμές απόλυτης ευτυχίας μέσα στην ομορφιά και την αγνότητα της φύσης.

Το Όνειρο στο κύμα έχει αναλογίες με τη βουκολική ποίηση, καθώς έχουμε ένα αμέριμνο βοσκόπουλο που επιθυμεί την όμορφη κοπέλα, η οποία όμως καταφεύγει στο κτήμα-οχυρό της θέτοντας εμπόδια στην εκπλήρωση του μεταξύ τους έρωτα.

Οι αναλογίες πάντως κορυφώνονται μέσα από την εκστασιακή σχέση του νεαρού ήρωα με τη φύση.

Ηθογραφική διάσταση του διηγήματος:

Στο διήγημα αυτό έχουμε μια ωραιοποιημένη και ειδυλλιακή αναπαράσταση της ελληνικής υπαίθρου, με αναφορές σε λαογραφικά στοιχεία. Συνάμα, βέβαια, υπάρχει και η κοινωνική διάσταση της ιστορίας, καθώς καταγγέλλεται η διαφορά ανάμεσα στη διαβίωση των πλουσίων και των φτωχών.

Βασικές ιδιαιτερότητες της ιστορίας αποτελούν η μέριμνα του συγγραφέα για την αναλυτική ψυχογράφηση του ήρωα της ιστορίας, καθώς και η θρησκευτικότητα που διατρέχει το κείμενο.

Κτητικές αντωνυμίες:

Ιδιαίτερη λειτουργία επιτελούν οι κτητικές αντωνυμίες του κειμένου που αναδεικνύουν τη σχέση ταύτισης ανάμεσα στον νεαρό ήρωα και το φυσικό του περιβάλλον. Ό,τι ο ήρωας παρουσιάζει ως σχέση κτήσης, επί της ουσίας αποτελεί μια άρρηκτη σχέση συνύπαρξης, που τονίζει τη βιωματικότητα της ιστορίας.

«Όλον το κατάμερον εκείνο... ήταν ιδικόν μου» / «Όλα εκείνα ήσαν ιδικά μου» / «Όλον τον άλλον καιρόν ήτον κτήμα ιδικόν μου».

Βασικές θεματικές του διηγήματος:

• Το θέμα του ανολοκλήρωτου έρωτα και της ανάμνησής του, ως στοιχείο βίου.

• Η γενικευτική αποστροφή του ενήλικα αφηγητή προς τις γυναίκες, ως αποτέλεσμα της αυστηρής θρησκευτικής αγωγής του.

• Η ταύτιση της κοσμικής μόρφωσης με την απώλεια του εφηβικού ευδαιμονισμού και της απλότητας του εφηβικού βίου.

• Η θέαση της μισθωτής εργασίας ως μέσο δέσμευσης του ανθρώπου και απομάκρυνσής του από το αγνό περιβάλλον της φύσης, όπου βρίσκεται η ευτυχία του.

• Η διάσταση ανάμεσα στην πενία και τον πλούτο.

• Η θεμελιώδης ισοτοπία ευτυχία-δυστυχία = φύση-πολιτισμός.

Ομωνυμίες:

Μοσχούλα κοπέλα – Μοσχούλα αίγα:

• Η ομωνυμία λειτουργεί ως απόπειρα υποκατάστασης από τον ερωτευμένο νέο.

• Θα αποτελέσει την αφορμή για την πρώτη συνομιλία των δύο νέων.

• Η ιδιαίτερη φροντίδα για την ασφάλεια της Μοσχούλας κατσίκας, θα σταθεί αφορμή για το δραματικό εκείνο απρόοπτο που θα θέσει σε κίνδυνο τη ζωή της κοπέλας και θα οδηγήσει τελικά στη θυσία της Μοσχούλας-αίγας.

• Ο θάνατος της Μοσχούλας-αίγας συμβολίζει τελικά και το τέλος της εξιδανίκευσης της Μοσχούλας-κοπέλας.

Μοσχούλα-Κυρ Μόσχος:

• Η στενή συσχέτιση ανάμεσα στην κοπέλα και τον πλούσιο θείο της, καθιστά εντονότερη την απόσταση ανάμεσα στον νεαρό βοσκό και την κοπέλα που βρίσκεται σε υψηλότερη και άρα απρόσιτη για τον φτωχό νέο κοινωνική θέση.



Η ΝΑΥΣ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ


Η ΝΑΥΣ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ




Στο διήγημα " Όνειρο στο κύμα" το όνειρο και η πραγματικότητα συμπορεύονται και τα όριά τους γίνονται δυσδιάκριτα. Η νεαρή Μοσχούλα, το αντικείμενο του ερωτικού πόθου του νεαρού βοσκού, ενσαρκώνει την ίδια την Ομορφιά για κείνον, στη ποιητική και μαγική περιγραφή που κάνει ο Παπαδιαμάντης .Ο ήρωας μας τη βλέπει να πέφτει γυμνή στη θάλασσα για να κολυμπήσει και εκστασιασμένος από την ομορφιά της αποδιδράσκει από την πραγματικότητα για να απολαύσει το μαγικό θέαμα. Ο ποιητής, που κρύβεται μέσα στο μηχανισμό της πεζογραφίας του Παπαδιαμάντη, αναδύεται για να δώσει μια από τις πιο λυρικές και ερωτικές περιγραφές του γυναικείου σώματος

Βλέπουμε βέβαια πως η περιγραφή της ομορφιάς της Μοσχούλας δεν αυτονομείται στο διήγημα, αλλά παρουσιάζεται σαν κομμάτι της ομορφιάς της φύσης, ολοκληρώνεται μέσα σ’ αυτήν. Έτσι ο νεαρός βοσκός μιλώντας για « όνειρο στο κύμα» ακουμπά και το αρμονικό δέσιμο φύσης- ανθρώπου, όχι μόνο την εξιδανικευμένη ομορφιά της αγαπημένης του. Πρόκειται για μια κατάφαση στη ζωή, ένα βάπτισμα στην εξαγιασμένη φύση...

Ο ύμνος για την ομορφιά του γυναικείου σώματος συχνά στην ποίηση συμπλέκεται με την ομορφιά της φύσης.

Μέρος του "παραδείσου" και ο ίδιος ο ήρωας, ο νεαρός βοσκός, που πολλές φορές έχει δηλώσει την ενότητά του με τη φύση και την ευτυχία του μέσα σ' αυτήν

Η ομορφιά του κοριτσιού λοιπόν αντικρίζεται ως ιδανική γιατί ο ίδιος ο ήρωας έχει τα μάτια του γεμάτα από την ομορφιά του παραδείσου που ζει· και μέσα σ’ ένα τέτοιο φυσικό τοπίο ομορφιάς και αγνότητας πώς να μην μεταθέσει την πληρότητα που νιώθει, το φυσικό κάλλος που θαυμάζει, στο πρόσωπο της Μοσχούλας ; Δεν έχει ερωτευτεί μόνο αυτήν, αλλά έχει ερωτευτεί όλα όσα βλέπει, όλα όσα χαρακτηρίζει « δικά του»:

«Όλα εκείνα ήσαν ιδικά μου. Οι λόγοι, αι φάραγγες, αι κοιλάδες, όλος ο αιγιαλός, και τα βουνά».

Κόσμος και ομορφιά της φύσης είναι ένα για τον Παπαδιαμάντη.

« Η ναυς των ονείρων» λοιπόν ήταν γι αυτόν η Μοσχούλα, « όνειρο στο κύμα».

Το όνειρο όμως θα τελειώσει για τον ήρωα αφού μετέπειτα θα ζήσει μια ζωή υποτέλειας και ανελευθερίας στη πόλη, παρέα με τις νοσταλγικές αναμνήσεις της αγνής νεότητας του. Άλλωστε «στο κύμα» το έζησε , στη θάλασσα που είναι ρευστή, απρόσιτη, μυστηριώδης και απόρθητη για τον άνθρωπο…

Ζώντας πια στον αστικό "πολιτισμό" μας αποκαλύπτει ανέπαφο ένα κομμάτι του εαυτού του, εκείνο που μπορεί ακόμη να ονειρεύεται και να αντιστέκεται στην ασχήμια που ζει...

Ο ώριμος πια δικηγόρος ξαναζεί στη απρόσωπη πόλη ,μέσα από τις μνήμες του, το χαμένο όνειρό του και ο Παπαδιαμάντης στην αφιλόξενη πόλη "της δουλοπαροικίας" - όπως λέει την Αθήνα - ξαναζεί τις στιγμές της αθωότητας της νεανικής του ζωής μέσα από τις περιγραφές των διηγημάτων του. Περιγραφές με μοναδικό πάθος που αποτελούν γι αυτόν λυτρωτικές διαφυγές προς τη φύση και το χαμένο του παράδεισο...



ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ



Ερμηνευτικά για το ‘Ονειρο στο κύμα


Το «Όνειρο στο Κύμα» [...] αποτελεί χωρίς αμφιβολία το χαρακτηριστικότερο διήγημα με θέμα την αντιπαράθεση της ευτυχισμένης εφηβείας, στη φθορά της ωριμότητας.

Η αντίθεση γίνεται καθαρότερη στο διήγημα αυτό, επειδή ο αυτοδιηγητικός αφηγητής δεν παρουσιάζεται ως απλή φωνή, αλλά ως πλήρης βιολογική ύπαρξη που διαφοροποιείται σε τέτοιο βαθμό από το συγγραφέα, ώστε είναι δύσκολο να τους ταυτίσουμε. Έτσι, μυθοποιώντας τα απαραίτητα στοιχεία, ο Παπαδιαμάντης δημιουργεί αυτόν τον τύπο του εξομολογούμενου αφηγητή που αποφασίζει να καταγράψει το μετασχηματισμό του από «βοσκού εις τα όρη» σε δικηγόρο με «δίπλωμα προλύτου» [...], που αντιστοιχεί με το πέρασμά του από το βουνό στην Αθήνα, από την εφηβεία στην ωριμότητα και από την παραδεισιακή ελευθερία στην όλο μέριμνες δουλεία αυτού του κόσμου (μ’ έμφαση στο κοινωνικό στοιχείο).

Ο πρόλογος στον τύπο της εσωτερικής ομοδιηγητικής πρόληψης μας παρέχει το μετασχηματισμό «ιστορικά», δηλαδή ως πέρασμα από τη μια κατάσταση στην άλλη. Η μεταβολή είναι το αποτέλεσμα του οποίου αγνοούμε το αίτιο. Πληροφορούμαστε ακόμη την κυκλική ιστορία του μοναχού Σισώη: μια πορεία από τη σωτηρία στην απώλεια και πάλι στη σωτηρία. Η κύρια αφήγηση, που ακολουθεί, περιέχει μ’ έναν πρωθύστερο τρόπο και την αιτία της ευτυχίας και το αίτιο της μεταβολής στο χειρότερο.

Η ιστορία που μας μεταδίδεται έχει μια εξαιρετικά απλή υπόθεση που θα μπορούσε να σκιαγραφηθεί ως εξής: Ο νεαρός βοσκός είναι ευτυχισμένος (κατάσταση ισορροπίας). Η εμφάνιση της Μοσχούλας και της ομώνυμης κατσίκας προοιωνίζεται μια κατάσταση ανατροπής. Για να κατοχυρωθεί η ισορροπία πρέπει ο βοσκός να διαλέξει μια από τις δυο. Η επιλογή γίνεται αρχικά προς την πλευρά της κατσίκας (επιστροφή στην αρχική κατάσταση), αλλά τελικά ευνοεί την κοπέλα, πράγμα που οδηγεί σε μια κατάσταση μεταμφιεσμένης ισορροπίας, ουσιαστικά όμως ανισορροπίας. Περαιτέρω το δίλημμα – παραμονή σε μοναστήρι ή απόκτηση γνώσης – λύνεται υπέρ του δεύτερου σκέλους, πράγμα που οδηγεί στην τελεσίδικη δυστυχία του ήρωα/αφηγητή.

Η νοσταλγία για την αρχική κατάσταση περιπλέκει τα πράγματα σ’ ένα φαύλο κύκλο, πβ. αρχή και τέλος του διηγήματος [...]. Το πρόβλημα θα μπορούσε να λυθεί, εάν ο αφηγητής ακολουθούσε την πορεία του Σισώη, του οποίου η ιστορία έχει θεματική σχέση με την κυρίως αφήγηση. Η μόνη δυνατότητα – που πάντως δεν επιχειρείται – είναι η αντικατάσταση του χαμένου παραδείσου μ’ έναν εσωτερικό παράδεισο.

Η απλή υπόθεση που αναφέραμε περιπλέκεται από την ευφυή ομωνυμία στην οποία δυο διαφορετικά νοήματα (της κόρης και της κατσίκας) αντιστοιχούν σε ενιαία φωνητική πραγματικότητα. Επειδή όμως η ομωνυμία πηγάζει από τον ίδιο τον ήρωα και βασίζεται στην κατά γνώμη του εξωτερική ομοιότητα των δυο αντικειμένων αναφοράς, με τη σειρά της κατοχυρώνει τη μερική συνωνυμία. Αυτό σημαίνει πως τα δυο παραδείγματα (Μοσχούλα – κόρη και Μοσχούλα – κατσίκα) συμφύρονται με τέτοιον τρόπο στη συνείδηση του βοσκού, ώστε το ένα μπορεί να υποκαθιστά το άλλο. Η υποκατάσταση όμως είναι σχεδόν αδύνατη, επειδή οι διαφορές είναι περισσότερες από τις ομοιότητες. Αυτό που ξεκίνησε ως ανώδυνη υποκατάσταση προχωρεί εκ των πραγμάτων σε αντικατάσταση που γίνεται ολοένα και περισσότερο το αποτέλεσμα μιας επίμονης επιλογής.

Το κείμενο υποβάλλει, όπως ήδη θίξαμε, τέσσερις τέτοιες περιπτώσεις επιλογής: Η κατσίκα επιλέγεται αντί για την κοπέλα χωρίς προβληματισμό [...], η κοπέλα επιλέγεται αντί για την κατσίκα, όταν πολύ ειρωνικά η τεχνική του διλήμματος ευνοεί την τελευταία [...]. Η κατσίκα επιλέγεται σε σχέση με την κοπέλα, πράγμα που αντιστρέφεται, πριν καν πραγματοποιηθεί, οριστικά και τελεσίδικα υπέρ της κοπέλας που σώζεται [...]. Επομένως η σωτηρία της μιας συνεπάγεται την θυσία της άλλης. Η αγάπη και η φιλοστοργία για τη μια δε συμβιβάζεται με την αγάπη προς την άλλη. Ό,τι με την ομωνυμία σήμαινε πιθανόν προσπάθεια ασύνειδης ταύτισης σ’ έναν ενιαίο κόσμο αποδεικνύεται ανεπίτευκτο. Ο κόσμος φανερώνει τη θραυσματικότητά του.

Την ιστορία την αφηγείται, ο ώριμος δικηγόρος. (Άλλωστε η επικοινωνία του ήρωα – βοσκού με τον κόσμο είναι σχεδόν αλεκτική). Ο αφηγητής χωρίζεται από τον εαυτό του ως ήρωα με μια σεβαστή χρονική διαφορά. Αυτό εκτός από ωρίμανση σημαίνει και γνώση, που επιτρέπει στον αφηγητή να ανασυλλάβει με το λόγο τα στοιχεία που μορφοποιούσαν το παρελθόν του. Σε τέτοιες περιπτώσεις, βέβαια, ο αφηγητής κρίνει τις σκέψεις και τις πράξεις του εαυτού του ως ήρωα. Επειδή όμως ο αναγνώστης είναι υποκείμενο που κρίνει το αντικείμενο, ο αναγνώστης είναι σε θέση να εκτιμήσει την ύπαρξη ή μη, την ορθότητα ή μη της κρίσης του αφηγητή και συνακόλουθα να φτάσει σε συμπεράσματα για τον αφηγητή ως αφηγητή.

Προκαταρκτικά μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι ο τρόπος με τον οποίο περιγράφεται το αίτιο της ευτυχίας και το αίτιο της μεταστροφής δεν είναι ο ίδιος. Και επειδή και στις δυο περιπτώσεις υπάρχει κοινότητα φωνής, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το Εγώ – αφηγητής χρησιμοποιεί κάποιο δοκίμιο ή υφολογικό σχήμα για να επενδύσει διαφορετική κάθε φορά προοπτική. Επιπρόσθετα, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η έννοια «κρίνω» για τον αφηγητή δε σημαίνει αναγκαστικά μεγαλύτερη πληροφόρηση. Σημαίνει συνήθως διαφορετική εκτίμηση του μηνύματος.

Τρία στοιχεία κυριαρχούν στην αφήγηση της ευτυχισμένης ζωής, της παιδικής και εφηβικής ηλικίας, του ήρωα: α) η χρήση της θαμιστικής(όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται τα παράγωγα ρήματα που σημαίνουν συχνή επανάληψη) αφήγησης [συνόψιση επαναλαμβανόμενων καταστάσεων], β) οι παρομοιώσεις που δηλώνουν την σχέση του ανθρώπου με τα φυσικά φαινόμενα και γ) η επίμονη χρήση της κτητικής αντωνυμίας προκειμένου να περιγραφεί η σχέση του ήρωα με τα πράγματα του κόσμου. Και τα τρία μπορούν ν’ αποδοθούν στην εστίαση του ήρωα. Αυτός είναι ο τρόπος που αισθάνεται τη φύση, το χρόνο και τον εαυτό του. Το γεγονός ότι η προοπτική του Εγώ – ήρωα υιοθετείται από την αφηγηματική φωνή σημαίνει ότι τα παραπάνω στοιχεία διευρύνονται μέσω της συνειδητοποίησης του Εγώ – αφηγητή που συνέβη στο μεταξύ. Αυτό σημαίνει ότι τα τρία στοιχεία δε δηλώνουν απλώς τη σχέση του πρωτόγονου («φυσικού» [...]) ανθρώπου με τη φύση, αλλά παρουσιάζονται ως συστατικά της ευτυχίας («Χωρίς να το ηξεύρω, ήμην ευτυχής» [...]) και νοηματοδοτούνται, επειδή διαφέρουν από την κατάσταση του ώριμου ήρωα κατά τη διάρκεια της αφήγησης.

Πιο συγκεκριμένα: η «φυσική ζωή» είναι το αποτέλεσμα μιας σειράς πράξεων ή καλύτερα καταστάσεων που γίνονται σ’ έναν καθορισμένο τόπο και σ’ έναν απροσδιόριστο χρόνο. Ο τόπος αυτός, μια ποικιλία απ’ όλα τα στοιχεία της φύσης (λόγγοι, φάραγγες, κοιλάδες, αιγιαλοί, βουνά), βρίσκεται μακριά από την πόλη κι έχει απεριόριστες δυνατότητες για να τραφεί ο ήρωας, που πάντως περιορίζεται στα αναγκαία. Ο τόπος αυτός έχει όνομα: Ξάρμενο [...]. Έτσι, ως προς την ονοματολογία και τα κατηγορήματα βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα «Αρκαδικό» τοπίο, το οποίο, εξαιτίας του περιορισμού και του προσδιορισμού από το όνομα αποτελεί την εξιδανίκευση του πραγματικού χώρου.

Αντίστοιχα ο χρόνος υποδηλώνεται μέσω της απουσίας κάθε συγκεκριμένου στοιχείου χρονολόγησης. Ορίζεται μόνον από την επανάληψη ορισμένων γεωργικών εργασιών (στις οποίες δε συμμετέχει ο ήρωας) με συγκεκριμένο καθορισμό (σπορά, θερισμός) και ειδίκευση (μια φορά το χρόνο). Ο χρόνος, με άλλα λόγια, υπολογίζεται σε σχέση με την επαναδρομή συγκεκριμένων εθιμικών εργασιών στο χώρο και επομένως συναρτάται στο χώρο.

Μέσα σ’ αυτόν το χωρόχρονο ο ήρωας βιώνει τη σχέση του με τη φύση, πράγμα που γίνεται αφηγηματικά αντιληπτό μέσω της παρομοίωσης. Η παρομοίωση που δηλώνει μια σχέση ομοιότητας μεταξύ πραγμάτων κατά τ’ άλλα ανόμοιων, δεν προχωρεί στην ταύτιση του ανθρώπου με τα πράγματα, όσο σε μια αντιστρέψιμη σχέση, όπου ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον κόσμο έχοντας ως κέντρο τον εαυτό του και τον εαυτό του έχοντας ως κέντρο τον κόσμο.

Γι’ αυτό και η επίμονη χρήση της κτητικής αντωνυμίας («το κατάμερον… ήτο ιδικόν μου… η ακτή μου… Όλα εκείνα ήσαν ιδικά μου…» [...]κ.τ.λ.) δε δηλώνει κτήση (ο αφηγητής είναι δικηγόρος!), αλλά επιτείνει τη συνάφεια και την ενότητα του ανθρώπου με τον κόσμο, όχι μέσω νομικών διαδικασιών, αλλά μέσω του συναισθήματος.

Η συναισθηματική σχέση μεταξύ νέου ανθρώπου και φύσης σ’ έναν ενιαίο κόσμο που αγνοεί τη χρονική φθορά, συνδηλώνει την αλλοτινή χωρίς όρια ελευθερία, την κυριαρχικότητα και την ανένδεια ακόμη και για την ανθρώπινη γνώση. Η παιδική ηλικία παρουσιάζεται ως σύμβολο της ευτυχίας και η συνάφεια ανθρώπου – φύσης ως σύμβολο της προπτωτικής κατάστασης του ανθρώπου. Κοντολογίς βρισκόμαστε σ’ ένα παραδεισιακό περιβάλλον που γίνεται ρεαλιστικό, επειδή αντιπαρατίθεται πρώτα με το νόμο κι ύστερα με την ιδιοκτησία.

Ο παρείσακτος νόμος της πόλης αποτιμάται ειρωνικά από το δικηγόρο – αφηγητή ως πρόφαση προκειμένου να επιβληθεί η προσωπική βούληση και το δίκαιο του ισχυρότερου. Εξάλλου η περίπτωση του Κυρ Μόσχου [...] εύκολα συμβολοποιεί τη διαφορά ανάμεσα στην προπτωτική κυριαρχία και τη μεταπτωτική ιδιοκτησία. Η πρώτη προϋποθέτει ελευθερία, αυτάρκεια και ποιμενική ησυχία. Η δεύτερη υποσημαίνει περιουσία, περίφραξη, «χωριστόν… βασίλειον» [...].

Η αφηγηματική έκθεση της παιδικής ηλικίας, όπως την περιγράψαμε, αξιολογεί την εφηβική προοπτική στο πλαίσιο της παροντικής στέρησης. Ένας ενδεχόμενος περιορισμός στην προοπτική του ήρωα και μόνο, θα αφαιρούσε από το ειδύλλιο τη σκιά του παρόντος και θα το μετέδιδε μονοδιάστατα.

Η παρουσίαση της μεταστροφής είναι, όπως είπαμε παραπάνω, διαφορετική. Ο αφηγητής ξέρει όλες τις λεπτομέρειες της ιστορίας που περιγράφει. Δεν την παρουσιάζει όμως από την προοπτική του μέλλοντος. Αυτή η προοπτική μόνο θ’ αφαιρούσε όλη την αγωνία της επιλογής που καταλήγει στην υποκατάσταση και υποδηλώνει την εισαγωγή στην ωριμότητα. Μιας και ξέρουμε το αποτέλεσμα εκ των προτέρων, η αφήγηση δεν εξυπηρετεί την αγωνία, όσο κατοχυρώνει τις συνθήκες που θα ωθήσουν αφενός στην αντικατάσταση και αφετέρου στην ίδια τη βασανιστική στιγμή της επιλογής.

Τα δύο αυτά στοιχεία επιτυγχάνονται με δυο εναλλαγές της εστίασης μέσω του αφηγητή, δηλαδή με παράληψη και παράλειψη. Τον όρο παράληψη τον χρησιμοποιούμε εδώ κάπως καταχρηστικά, για να χαρακτηρίσουμε την περιγραφή της Μοσχούλας [...]. Η περιγραφή αυτή, που αποτελεί μερική απόκλιση από τους κώδικες ομορφιάς της κόρης, αποκτά• πλήρες νόημα από τη σημασιολογική της αναλογία με το απόσπασμα στο οποίο παραπέμπει άμεσα και έμμεσα.[...] Η άμεση παράθεση ενός αποσπάσματος από το ίδιο βιβλίο [το Άσμα Ασμάτων], που ακολουθεί, αποτελεί ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο στο παλαιοδιαθηκικό ποίημα και παίζει σπουδαίο ρόλο στην αρχή της εκτεταμένης περιγραφής της Νύφης από το Νυμφίο. Η περιγραφή αυτή δεν αναφέρεται στο «Όνειρο στο κύμα«, αλλά υποδηλώνεται με αποσιωπητικά. Έτσι η σημασία της περιγραφής της κοπέλας δεν αποκομίζεται από την αναφορά στον εξωτερικό κόσμο, αλλά υπονοείται από ένα άλλο κείμενο. Η περιγραφή της Μοσχούλας μπορεί αρχικά να διαβαστεί ως παραπομπή σ’ ένα στερεότυπο ομορφιάς, πράγμα που φαίνεται να είναι και η πρόθεση του περιγράφοντος. Εάν λάβουμε όμως υπόψη μας τις συνδηλώσεις του Άσματος, ποίημα ερωτικό, ποιμενικό», τότε είναι πολύ πιθανόν να τις προσθέσουμε στην περιγραφή της Μοσχούλας και να την ερμηνεύσουμε κατά διαφορετικό τρόπο.

Η περιγραφή αυτή, μαζί με την περιγραφή της θάλασσας που ακολουθεί, ανήκει στην προοπτική του Εγώ – αφηγητή. Από τις περιγραφές, ο αφηγητής μπορεί να θεωρηθεί θύμα της αφέλειας του, εξαιτίας της οποίας του ξεφεύγουν πληροφορίες. Μπορεί όμως και να θεωρηθεί ως πληροφοριοδότης που με βάση την αφηγηματική απόσταση παρουσιάζει συγκαλυμμένα αυτό που ξέρει και αφήνει τον αναγνώστη να βγάλει τα συμπεράσματά του. ταυτόχρονα όμως η αφήγηση κατοχυρώνει την αθωότητα που θα δοκιμαστεί από την αντιμετώπιση των διλημμάτων. [...].

Είναι κοινός τόπος ότι οι αναδρομικές αφηγήσεις που παρουσιάζονται από την προοπτική του Εγώ-αφηγητή – ιδιαίτερα όταν υπάρχει μεγάλη αφηγηματική απόσταση – αφαιρούν από την εμπειρία του παρελθόντος αυτή τη σταθερή ένταση, το βάρος του αγνώστου, που αντιστοιχεί ;το τόξο του βιωμένου χρόνου, επειδή ο αφηγούμενος ξέρει το τέλος της ιστορίας. Μια τέτοια παρουσίαση θα κατέστρεφε την ουσία του διλήμματος. Στο «Όνειρο στο Κύμα» το δίλημμα διατηρείται, επειδή ο αφηγητής υιοθετεί, εκτός από την απλή αφήγηση της εξέλιξης και της έκβασης των γεγονότων, και την αρχική πρόθεση του εαυτού του ως ήρωα που μένει τελικά ανεκτέλεστη. Ο αναγνώστης δεν πληροφορείται μόνο τι έγινε, αλλά κι αυτό που επρόκειτο να γίνει και δεν έγινε. Η σύγκρουση ανάμεσα στην πρόθεση και στην έκβαση υπογραμμίζει την τραγωδία και η παράθεση του (ανενεργού) μέλλοντος του παρελθόντος από την προοπτική του μέλλοντος συνιστά δραματική ειρωνεία.

Η άλλη τεχνική για τη διατήρηση της έντασης είναι η μετάδοση όλων των συλλογισμών του Εγώ – ήρωα χωρίς καμιά, έστω και στοιχειώδη, διευθέτηση τους. Απ’ αυτή την τακτική της αφηγηματικής φωνής, να υιοθετεί κάθε προοπτική του ήρωα, προέρχονται οι διάφορες αντιφάσεις. Έτσι, στην απόφαση του ήρωα να παραμείνει κρυμμένος φαινομενικά προς χάρη της κατσίκας, στην ουσία προς χάρη της Μοσχούλας, αντιτίθεται η διδασκαλία του μοναχού για την αποφυγή του γυναικείου πειρασμού [...]. Η αθωότητα της συνείδησης αντιφάσκει με την περιέργεια[…]. Το ονειρώδες σώμα της Μοσχούλας (που καθεαυτό περιγράφεται μάλλον στερεότυπα) αντιπαρατίθεται στην ένταση της όρασης-(«έβλεπα…διέβλεπα…εμάντευα» […]»). Τέλος, η μεταρσίωση από τα επίγεια εξαιτίας του γυμνού κοριτσίστικου σώματος συνυπάρχει με τους πονηρούς λογισμούς [...] και η αναγωγή του κοριτσιού σε ίνδαλμα με την αποφυγή του πειρασμού [...].

Αν θέλαμε να «εξηγήσουμε» το διήγημα σ’ ένα θεματικό επίπεδο, θα μπορούσαμε να πούμε πως εξεικονίζει την ουσία του πειρασμού: ο πειρασμός δεν είναι επιλογή ανάμεσα σε πράγματα θετικά ή αρνητικά, αλλά η επιλογή αποδοχής ή απόρριψης πραγμάτων που είναι ταυτόχρονα και γοητευτικά και αποκρουστικά. Αν θέλαμε να «εξηγήσουμε» το διήγημα στο επίπεδο του αφηγείσθαι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι σημαίνει μια προσπάθεια της γλώσσας να διατηρήσει την αμφισημία μέσω της πολλαπλότητας των στοιχείων που δεν μπορούν να μπουν σε αντιθετικά ζεύγη και να μεταδώσουν κάποιο συγκεκριμένο νόημα. Μ’ αυτόν τον τρόπο η ακριβής αιτία της μεταστροφής, δηλαδή το πέρασμα από το «φυσικό» στο δυστυχισμένο άνθρωπο παραμένει απροσδιόριστο και φευγαλέο. (Ο τίτλος του διηγήματος είναι ενδεικτικός: «Όνειρο στο Κύμα»).

Και τα δυο διλήμματα λύνονται τελικά απέξω (το βέλασμα της Μοσχούλας / η εμφάνιση της βάρκας). Μπορούμε να πούμε πως ο ήρωας δεν αποφασίζει, αλλά «αποφασίζεται». Η μετάδοση της διάσωσης της κόρης περιέχει συγκινησιακά στοιχεία, που θα μπορούσαν να είναι αυτά του ήρωα κατά το χρόνο της εμπειρίας. Περαιτέρω αξιολογεί την εμπειρία από την προοπτική του αφηγητή με το να τη συγκρίνει με τις εμπειρίες και τη γνώση που αποκτήθηκε στο μεταξύ.

Η αφηγηματική παρουσίαση της αγωνίας του ήρωα, που προέρχεται από την αυθόρμητη συμπαράθεση αντιδράσεων που είναι ασύμβατες η μια με την άλλη, μπορεί να θεωρηθεί όχι μόνο ως παρουσίαση της αμηχανίας του ήρωα, αλλά και ως προσπάθεια απόδειξης ότι δε ζούμε σ’ ένα λογικό και ηθικό κόσμο. Ακόμη και σ’ αυτό που με τις τεχνικές της επανάληψης, της παρομοίωσης και της θαμιστικής αφήγησης περιγράφτηκε ως επίγειος παράδεισος, οι ηθικές επιλογές μεταξύ εξίσου αγαπητών πραγμάτων είναι τόσο περίπλοκες, ώστε κάθε επιλογή εξαφανίζει κάτι, κάτι που δε θα θέλαμε να χάσουμε.

Η δυστυχία βρίσκεται στη μεταπτωτική αβεβαιότητα, όπου δεν είναι απαραίτητο δυο πράγματα που έχουν την ίδια μορφή (σημαίνον) να έχουν και το ίδιο περιεχόμενο (σημαινόμενο). Από την άλλη μεριά όμως, αυτό στο οποίο αποτυγχάνει η μετωνυμία της αθωότητας (ονομασία μέσω της τοπικής συνάφειας), το κατορθώνει η γνώση και το εκφράζει η γλώσσα. Τα «γράμματα» [...] μπορούν να συνδέουν φαινομενικά άσχετα σημαινόμενα και ν’ ανακαλύπτουν αντωνυμίες (ομοιότητες), ακόμη και μεταξύ τυχαίων ομωνύμων {σχοινίον, σχοίνισμα, σχοινιάζομαι) [...].

Η ταυτότητα των σημαινόντων (ομωνυμία) που καταλήγει στην ,αμφισημία (Μοσχούλα – κατσίκα, Μοσχούλα – κοπέλα) οδηγεί σε σύγκρουση και χαρακτηρίζει την παιδική ηλικία. Η ανακάλυψη ενός περιβάλλοντος αναφοράς στο οποίο η κατάσταση του θύτη (ήρωας – αφηγητής) και του θύματος (κατσίκα) αποκτούν την ίδια σημασία (συνωνυμία) χαρακτηρίζουν την ωριμότητα.

Το «Όνειρο στο Κύμα» είναι το πέρασμα από τη μια κατάσταση στην άλλη.

Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, Αφηγηματικές Τεχνικές στον Παπαδιαμάντη, 1887-1910, Αθ.: Κέδρος, 1987, σελ. 265-274

πηγή: Βιβλίο καθηγητή



ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΣΑ


 η τεχνική ανάπτυξης της πρώτης ενότητας ( σελ. 161-162),


-- η " διφυία" του αφηγητή,

-- ο εγκιβωτισμός του Σισώη,

-- ο εγκιβωτισμός του κυρ Μόσχου,

-- ο αρκαδισμός που εκφράζεται,

αλλά και άλλα ακόμα μέσα ( ποιητική γλώσσα, λυρισμός κα) είναι επιλεγμένα έτσι ώστε να εξυπηρετούν την αντιπαράθεση ανάμεσα στις έννοιες που θέλει ο συγγραφέας

Στην πρώτη ενότητα του έργου, λοιπόν, αντιπαρατίθεται το παρελθόν του αφηγητή ( στην πρώτη παράγραφο) με το παρόν του ( πέμπτη και έκτη παράγραφος).

Για το παρελθόν δίνονται τα στοιχεία της φτώχειας, της αγραμματοσύνης και της άγνοιας, της εφηβείας, της ρώμης και της "φυσικής" ζωής, δηλ. της ζωής στη φύση. Το άθροισμα αυτών των στοιχείων μάς κάνει ευτυχία ( "χωρίς να το ἠξεύρω, ἤμην εὐτυχής")

Για το παρόν δίνονται τα στοιχεία της μέσης ηλικίας, της γνώσης, της εγγραμματοσύνης, της αστικής ζωής, δηλ. της ζωής στον "πολιτισμό". Το άθροισμα των στοιχείων αυτών μάς κάνει δυστυχία.( "περιωρισμένος καί ἀνεπιτήδειος")

Ο Παπαδιαμάντης διασπά το αφηγηματικό υποκείμενο σε δύο πρόσωπα, τα οποία αντιστοιχούν στο παρελθόν και το παρόν του ήρωα. Άλλοτε συνομιλούμε με τον ώριμο αφηγητή και άλλοτε με το μικρό βοσκόπουλο που ήταν κάποτε. Εύκολα λειτουργεί τότε η παπαδιαμαντική νοσταλγία, μέσα από ένα άνθρωπο που ασφυκτιά στο εργασιακό παρόν του και αποζητά απελπισμένα τον απωλεσθέντα παράδεισο των παιδικών του χρόνων, την παιδική του αθωότητα.

Στο παρελθόν, δηλαδή, ακουμπάει η φωνή του αφηγητή που αντιστοιχεί στο βοσκόπουλο που ήταν, ενώ στο παρόν ακουμπάει η φωνή του αφηγητή που αντιστοιχεί στο μαραζωμένο βοηθό δικηγόρου που είναι τώρα.

Ανάμεσα στους δύο αυτούς αντιτιθέμενους πόλους ο εγκιβωτισμός του Σισώη, φαινομενικά ασύνδετος, γρήγορα όμως καταλαβαίνουμε πως αποτελεί μικρογραφία της μεγάλης αφήγησης, ένα "παράλληλο πρότυπό" της.

Σισώης και αφηγητής, βίοι παράλληλοι, όχι, όμως, και μέχρι το τέλος. Το τελικό στάδιο, κατά το οποίο ο Σισώης "σώζει την ψυχή του" ( τελευταία λέξη του εγκιβωτισμού: "εσώθη" ) ο αφηγητής δε θα το περάσει ποτέ. Κι έτσι θα μείνει μετέωρος και δυστυχής στην αφιλόξενη πόλη.

Ας θυμηθούμε, μάλιστα, ότι μέσα στο κείμενο επανέρχεται η θύμηση του Σισώη σαν τη φωνή της συνείδησης του αφηγητή (σελ.172: "Κ'ενθυμήθην τότε τον Σισώην…") που επιχειρεί ματαίως να τον αποτρέψει από την αμαρτία.

Ο Σισώης, λοιπόν, αποτελεί το πρότυπο που δε θα φτάσει ποτέ ο αφηγητής. Και που γι'αυτό θα παραμείνει σε ένα συντριμμένο παρόν, νοσταλγώντας και εξιδανικεύοντας το παρελθόν με όσα στοιχεία το αποτελούσαν αυτό.

Ο ενδόμυχος πόθος του αφηγητή για μια επιστροφή στο φυσικό παράδεισο του παρελθόντος, μια επιστροφή, όμως, που δεν μπορεί πια να πραγματοποιήσει, το όραμά του για μια γαλήνια ευτυχία κοντά στη φύση, όπου η αμεριμνισία, η ξεγνοιασιά, η αθωότητα, ο απλοϊκός βουκολικός βίος, σχηματίζουν το αρκαδικό στοιχείο του διηγήματος.

Το στοιχείο αυτό τονιζόμενο παγιώνει ακόμα περισσότερο την αρχική αντιπαράθεση ευτυχίας/παρελθόντος =/= δυστυχίας παρόντος - με τους όρους που αυτές περιλαμβάνουν.

Μία αντίθεση που κι ο εγκιβωτισμός του κυρ Μόσχου πολύ καλά είχε φανερώσει, καθώς ο Μόσχος, φορέας "πολιτισμού", ζει στον αντίποδα του μικρού, ελεύθερου βοσκόπουλου.

Και άλλα στοιχεία βοηθούν την αντιπαράθεση. Η ποιητικότητα κι ο λυρισμός ,που συνοδεύουν το κεντρικό επεισόδιο, βοηθάνε την εξιδανίκευση με την οποία θεωρείται το παρελθόν. Η έκπτωση, μετά την "αμαρτία", μπορεί έτσι να είναι οδυνηρότερη, ανεπανόρθωτη, αμετάκλητη. Η παρομοίωση του "σχοινίου" περιγράφει, προειδοποιεί, προοικονομεί.

Τα μέσα όλα οδηγούν στην οδύνη μιας βασανιζόμενης ύπαρξης του παρόντος που νοσταλγεί και επιθυμεί ένα δια παντός απωλεσθέντα παράδεισο.



Η ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΣΤΟΝ ΠΑΠΔΙΑΜΑΝΤΗ


ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΣ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΟΠΟΙΙΑ




Οι περίφημες παπαδιαμαντικές περιγραφές λοιπόν! Αυτές που μετεωρίζονται ανάμεσα την Ποίηση και στη Ζωγραφική. Αυτές που τελικά έχουν ανοίξει και πιο μακρινούς δρόμους, δρόμους που οδηγούν στην ανθρώπινη ψυχή και τα ονείρατά της..

«Η λειτουργία των περιγραφών στον Παπαδιαμάντη, στις οποίες εκδηλώνεται με όλη της την ένταση η ποιητικότητα της παπαδιαμαντικής γλώσσας, δεν περιορίζεται στη μετάδοση των αναγκαίων ρεαλιστικών πληροφοριών για το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζουν, κινούνται και δρουν οι χαρακτήρες. Οι περιγραφές επιτελούν και μια λειτουργία οδηγητική για τον αναγνώστη, ώστε να συλλάβει το βαθύτερο νόημα του διηγήματος. Αυτό γίνεται δυνατό κάθε φορά που τόποι, τοπία ή εξωτερικές εικόνες, επειδή περιγράφονται με τρόπο αφαιρετικό ή μεταφορικό που υπογραμμίζει την αναλογία τους με κάτι άλλο, ανάγονται τελικά σε σύμβολα ποιητικά.», γράφει η Ε. Πολίτου – Μαρμαρινού.

Στο « Όνειρο στο κύμα», για παράδειγμα, η περιγραφή του φυσικού τοπίου ή του ερωτικού ινδάλματος παραπέμπουν στην εικονοποιία του Συμβολισμού, αντιστοιχούν με ψυχικές καταστάσεις του ήρωα. Να θυμηθούμε την υπέροχη εικονοπλασία του ειδυλλιακού θαλασσινού τοπίου και του εσπερινού μπάνιου του ήρωα. Θέλγεται τόσο από την ομορφιά της θάλασσας ώστε νιώθει πως εξαγνίζεται μέσα της, πως ενώνεται μαγικά και ερωτικά μαζί της, πως αποτελεί μέρος της..

«Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «ει¬καστικός» συγγραφέας, αφού τροφο¬δοτεί τον αναγνώστη με εικόνες και σκηνές που λειτουργούν σαν πίνακες εν κινήσει. Δεν βλέπουμε δηλαδή σ' αυτόν απλώς έναν εκπρόσωπο της ηθογραφίας, ο οποίος στο πλαίσιο του ρεαλισμού επιχειρεί να αποδώσει την πραγματικότητα, τη δική του πραγμα¬τικότητα, με αληθοφάνεια και σαφή¬νεια. Βλέπουμε, βέβαια, μέσα στα έργα του τη ρεαλιστική ακρίβεια της περιγραφής, αλλά αυτή δεν είναι δια¬κοσμητική, αφού η ποιητικότητα της γραφής του και η ποικιλότητα της γλώσσας του δημιουργεί δυναμικούς πίνακες εν κειμένω, ζωγραφικά έν¬θετα μέσα στο διήγημα, εγκιβωτισμένες προσωπογραφίες και σκηνές μέσα στην αφήγηση.», παρατηρεί ο Γιώργος Περαντωνάκης.

Ο Αλ. Παπαδιαμάντης είναι «οπτι¬κός», αφού χρησιμοποιεί μια πλειάδα εικόνων για να περάσει στον ανα¬γνώστη τις ιδέες του. Δεν επείγεται, λοιπόν, να προσπεράσει τον τόπο στον οποίο εξελίσσεται κάθε δράση, αλλά συχνά επιμένει με χαρτογρα¬φική πολλές φορές προοπτική στη φύση, στην τοπιογραφία, στο χώρο ως σκηνικό μιας εξελισσόμενης τρα¬γωδίας. Παράλληλα, σκιαγραφεί άλ¬λοτε πιο αναλυτικά κι άλλοτε μόνο με αδρές πινελιές τα πρόσωπα του, ώστε ο αναγνώστης να συγκρατήσει τη μορφή τους, την αμφίεση τους, τα χαρακτηριστικά τους κ.λπ. και πάνω σ' αυτά τα εξωτερικά γνωρίσματα να αντιληφθεί τον κοινωνικό τους τύπο, άλλοτε στερεοτυπικό και άλλοτε εξα¬τομικευμένο, αλλά και τον ρόλο που ο συγγραφέας έχει επιφυλάξει στο καθένα.

Θα μπορούσε να διακρίνει κανείς δύο βασικές πηγές στην εικονοποιία του Αλ. Παπαδιαμάντη:

1) τη βιωματική του σχέση με τα χωριά της Σκιάθου και τις γειτονιές της Αθήνας, που αποβαίνει τροφοδότης της μνήμης, με την οποία συνθέτει αυτοβιογρα¬φικά τα περισσότερα από τα έργα του. Η παρατήρηση είναι φορέας μί¬μησης, διυλισμένης από τις ερμηνευ¬τικές αρχές και πρίσματα του διηγη¬ματογράφου

2) την αναγνωστική του πρακτική που τον αρδεύει με λε¬κτικές απεικονίσεις και γλωσσικά σχήματα, περιγραφές και «αφηγημα¬τικές εικόνες» από άλλα κείμενα (από την Αγία Γραφή, τα λοιπά χριστιανικά κείμενα, την αρχαιοελληνική γραμ¬ματεία, τη μυθολογία κ.λπ.), τα οποία χρησιμοποιούνται διακειμενικά ώστε ο πεζο¬γράφος να αποδώσει ρεαλιστικά ή εξιδανικευμένα, δηλαδή ιδεολογικά, τα τοπία και τους χαρακτήρες του.

Ο Αλ. Παπαδιαμάντης με τις εικόνες του ορθώνει μπροστά στον αναγνώ¬στη τη δική του Σκιάθο, τα δικά του σκηνικά, τις δικές του προσωπογρα¬φίες, ώστε να τον εμβάλει στην ατμό¬σφαιρα που θέλει.

Ακόμα περισσό¬τερο προσπαθεί να ικανοποιήσει τρεις στόχους, που ξεπερνούν την απλοϊκή ανάγκη για σκηνοθετικές οδηγίες. Αφενός, στο πλαίσιο της ηθογραφίας επιδιώκει να εξωραΐσει την πραγματικότητα, ώστε να απο¬δώσει με πειθώ την ομορφιά της υπαίθρου και την εθνική αξία του λαϊ¬κού βίου. Προς αυτήν την κατεύ¬θυνση τονίζει ιδεαλιστικά τη φύση ως χώρο θεϊκού κάλλους και ανθρώπι¬νης προπτωτικής ελευθερίας και εξι¬δανικεύει τον απλό άνθρωπο της υπαίθρου. Αφετέρου, ξεπερνά την ωραιοποίηση για να καταδείξει τις σκοτεινές πλευρές ενός κόσμου που λειτουργεί με βάση και το κακό και υφίσταται την αδικία και τη σαθρή όψη της κοινωνίας. Κανείς, όμως, δεν μπορεί να αγνοή¬σει και τη συμβολική λειτουργία των περιγραφών του μόνο ο επιφανει¬ακός αναγνώστης θα μείνει στο φαίνεσθαι, ενώ ο υποψιασμένος θα αν¬τι ληφθεί την πρόθεση του αφηγητή να στίξει ιδεολογικά τις εικόνες του και να προβάλει τις εξωτερικές και εσωτερικές αντιθέσεις των χαρακτή¬ρων. Ο Παπαδιαμάντης δημιουργεί γλωσσικά πί¬νακες που, ενώ φαινομενικά σημαί¬νουν έναν ορατό κόσμο, στην ουσία παραπέμπουν συνυποδηλωτικά στην ιδεολογική ανασύσταση της πραγμα¬τικότητας.

Φανερά γίνονται όλα αυτά αν θυμηθούμε το νυχτερινό μπάνιο της Μοσχούλας. Πρόκειται για έναν ποιητικό και ζωγραφικό πίνακα που επιχειρεί να μας μεταδώσει την αδιάσπαστη συνοχή της φυσικής και της ανθρώπινης ομορφιάς .Ο νεαρός βοσκός παραμερίζοντας τις αναστολές του θα παρακολουθήσει κρυφά , εκστασιασμένος το « Όνειρο στο κύμα», το γυμνό γυναικείο κορμί αλλά και την ονειρώδη εικόνα της φύσης. Όλα τον εξυψώνουν στο επίπεδο του ιδεατού, της αρχετυπικής ομορφιάς( που παραπέμπει στον Πλάτωνα , κατ΄άλλους). Το εγκώμιο δεν περιορίζεται μόνο στην ομορφιά της κόρης αλλά ακουμπά και ολόκληρη τη φύση· φύση και άνθρωπος , μια ενιαία πραγματικότητα.





Απ' όλα τα παραπάνω μπορούμε να συγκρατήσουμε το γεγονός ότι η εικονοποιία του Αλ. Παπαδιαμάντη δεν είναι στατική. Ο διηγηματογράφος δημιουργεί ζωντανές συνθέσεις που, ενώ περιγράφουν σκηνές και πρό¬σωπα, παράλληλα μετουσιώνονται σε αφηγήσεις και εξελίσσουν την ιστορία. Ενώ δείχνουν το εξωτερικό, ταυτόχρονα οδηγούν σε κάτι βαθύ¬τερο. Δεν είναι ξεκομμένες από την αφήγηση, στηρίζονται σε δίπολα όπως φυσικό/ανθρώπινο ή παγανι¬στικό/χριστιανικό και αναδιατάσ¬σουν σε κάθε ανάγνωση τις πληρο¬φορίες που δίνουν. Οι πίνακες του συγγραφέα, λοιπόν, είναι δυναμικοί, καθώς από τη μια οπτικοποιούν τη διηγηματική πραγματικότητα και από την άλλη ενσπείρουν ενδείξεις για να ερμηνευτεί η λανθάνουσα παπαδιαμαντική πραγματικότητα.

Και στο τέλος μας πλανεύουν καθηλώνοντάς μας στην παπαδιαμαντική εικονολατρία…



ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ



ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ – ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ




Το «Όνειρο στο Κύμα» […] αποτελεί χωρίς αμφιβολία το χαρακτηριστικότερο διήγημα με θέμα την αντιπαράθεση της ευτυχισμένης εφηβείας στη φθορά της ωριμότητας.

Η αντίθεση γίνεται καθαρότερη στο διήγημα αυτό, επειδή ο αυτοδιηγητικός αφηγητής δεν παρουσιάζεται ως απλή φωνή, αλλά ως πλήρης βιολογική ύπαρξη που διαφοροποιείται σε τέτοιο βαθμό από το συγγραφέα, ώστε είναι δύσκολο να τους ταυτίσουμε. Έτσι, μυθοποιώντας τα απαραίτητα στοιχεία ο Παπαδιαμάντης δημιουργεί αυτόν τον τύπο του εξομολογούμενου αφηγητή που αποφασίζει να καταγράψει το μετασχηματισμό του από «βοσκού εις τα όρη» σε δικηγόρο με «δίπλωμα προλύτου» […], που αντιστοιχεί με το πέρασμα του από το βουνό στην Αθήνα, από την εφηβεία στην ωριμότητα και από την παραδεισιακή ελευθερία στην όλο μέριμνες δουλειά αυτού του κόσμου (μ’ έμφαση στο κοινωνικό στοιχείο).

Ο πρόλογος στον τύπο της εσωτερικής ομοδιηγητικής πρόληψης μας παρέχει το μετασχηματισμό «ιστορικά», δηλαδή ως πέρασμα από τη μια κατάσταση στην άλλη. Η μεταβολή είναι το αποτέλεσμα του οποίου αγνοούμε το αίτιο. Πληροφορούμαστε ακόμη την κυκλική ιστορία του μοναχού Σισώη: μια πορεία από τη σωτηρία στην απώλεια και πάλι στη σωτηρία. Η κύρια αφήγηση, που ακολουθεί, περιέχει μ’ έναν πρωθύστερο τρόπο και την αιτία της ευτυχίας και το αίτιο της μεταβολής στο χειρότερο.

Η ιστορία που μας μεταδίδεται έχει μια εξαιρετικά απλή υπόθεση που θα μπορούσε να σκιαγραφηθεί ως εξής: Ο νεαρός βοσκός είναι ευτυχισμένος (κατάσταση ισορροπίας). Η εμφάνιση της Μοσχούλας και της ομώνυμης κατσίκας προοιωνίζει μια κατάσταση ανατροπής. Για να κατοχυρωθεί η ισορροπία πρέπει ο βοσκός να διαλέξει μια από τις δύο. Η επιλογή γίνεται αρχικά προς την πλευρά της κατσίκας (η επιστροφή στην αρχική κατάσταση), αλλά τελικά ευνοεί την κοπέλα, πράγμα που οδηγεί σε μια κατάσταση μεταμφιεσμένης ισορροπίας, ουσιαστικά όμως ανισορροπίας. Περαιτέρω το δίλημμα –παραμονή σε μοναστήρι ή απόκτηση γνώσης- λύνεται υπέρ του δεύτερου σκέλους, πράγμα που οδηγεί στην τελεσίδικη δυστυχία του ήρωα – αφηγητή.

Η νοσταλγία για την αρχική κατάσταση περιπλέκει τα πράγματα σ’ ένα φαύλο κύκλο, πβ. αρχή και τέλος του διηγήματος […]. Το πρόβλημα θα μπορούσε να λυθεί, εάν ο αφηγητής ακολουθούσε την πορεία του Σισώη, του οποίου η ιστορία έχει θεματική σχέση με την κυρίως αφήγηση. Η μόνη δυνατότητα –που πάντως δεν επιχειρείται- είναι η αντικατάσταση του χαμένου παραδείσου μ’ έναν εσωτερικό παράδεισο.

Η απλή υπόθεση που αναφέραμε περιπλέκεται από την ευφυή ομωνυμία στην οποία δύο διαφορετικά νοήματα (της κόρης και της κατσίκας) αντιστοιχούν σε ενιαία φωνητική πραγματικότητα. Επειδή όμως η ομωνυμία πηγάζει από τον ίδιο τον ήρωα και βασίζεται στην κατά γνώμη του εξωτερική ομοιότητα των δύο αντικειμένων αναφοράς, με τη σειρά της κατοχυρώνει τη μερική συνωνυμία. Αυτό σημαίνει πως τα δύο παραδείγματα (Μοσχούλα – κόρη και Μοσχούλα – κατσίκα) συμφύονται με τέτοιον τρόπο στη συνείδηση του βοσκού, ώστε το ένα μπορεί να υποκαθιστά το άλλο. Η υποκατάσταση όμως είναι σχεδόν αδύνατη, επειδή οι διαφορές είναι περισσότερες από τις ομοιότητες. Αυτό που ξεκίνησε ως ανώδυνη υποκατάσταση προχωρεί εκ των πραγμάτων σε αντικατάσταση που γίνεται ολοένα και περισσότερο το αποτέλεσμα μιας επίμονης επιλογής.

Το κείμενο υποβάλλει, όπως ήδη θίξαμε, τέσσερις τέτοιες περιπτώσεις επιλογής: Η κατσίκα επιλέγεται αντί για την κοπέλα χωρίς προβληματισμό […], η κοπέλα επιλέγεται αντί για την κατσίκα, όταν πολύ ειρωνικά η τεχνική του διλήμματος ευνοεί την τελευταία […]. Η κατσίκα επιλέγεται σε σχέση με την κοπέλα, πράγμα που αντιστρέφεται, πριν καν πραγματοποιηθεί, οριστικά και τελεσίδικα υπέρ της κοπέλας που σώζεται […]. Επομένως η σωτηρία της μιας συνεπάγεται την θυσία της άλλης. Η αγάπη και η φιλοστοργία για τη μια δε συμβιβάζεται με την αγάπη προς την άλλη. Ό,τι με την ομωνυμία σήμαινε πιθανόν προσπάθεια ασύνειδης ταύτισης σ’ έναν ενιαίο κόσμο αποδεικνύεται ανεπίτευκτο. Ο κόσμος φανερώνει τη θραυσματικότητά του.

Την ιστορία την αφηγείται, ο ώριμος δικηγόρος. (Άλλωστε η επικοινωνία του ήρωα – βοσκού με τον κόσμο είναι σχεδόν αλεκτική). Ο αφηγητής χωρίζεται από τον εαυτό του ως ήρωα με μια σεβαστή χρονική διαφορά. Αυτό εκτός από ωρίμανση σημαίνει και γνώση, που επιτρέπει στον αφηγητή ν’ ανασυλλάβει με το λόγο τα στοιχεία που μορφοποιούσαν το παρελθόν του. Σε τέτοιες περιπτώσεις, βέβαια, ο αφηγητής κρίνει τις σκέψεις και τις πράξεις του εαυτού του ως ήρωα. Επειδή όμως ο αναγνώστης είναι υποκείμενο που κρίνει το αντικείμενο, ο αναγνώστης είναι σε θέση να εκτιμήσει την ύπαρξη ή μη, την ορθότητα ή μη της κρίσης του αφηγητή και συνακόλουθα να φτάσει σε συμπεράσματα για τον αφηγητή ως αφηγητή.

Προκαταρκτικά μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι ο τρόπος με τον οποίο περιγράφεται το αίτιο της ευτυχίας και το αίτιο της μεταστροφής δεν είναι ο ίδιος. Και επειδή και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει κοινότητα φωνής, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το Εγώ – αφηγητής χρησιμοποιεί κάποιο δοκίμιο ή υφολογικό σχήμα για να επενδύσει διαφορετική κάθε φορά προοπτική. Επιπρόσθετα, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η έννοια «κρίνω» για τον αφηγητή δε σημαίνει αναγκαστικά μεγαλύτερη πληροφόρηση. Σημαίνει συνήθως διαφορετική εκτίμηση του μηνύματος.

Τρία στοιχεία κυριαρχούν στην αφήγηση της ευτυχισμένης ζωής, της παιδικής και εφηβικής ηλικίας, του ήρωα: α) η χρήση της θαμιστικής αφήγησης [συνόψιση επαναλαμβανόμενων καταστάσεων], β) οι παρομοιώσεις που δηλώνουν την σχέση του ανθρώπου με τα φυσικά φαινόμενα και γ) η επίμονη χρήση της κτητικής αντωνυμίας προκειμένου να περιγραφεί η σχέση του ήρωα με τα πράγματα του κόσμου. Και τα τρία μπορούν να αποδοθούν στην εστίαση του ήρωα. Αυτός είναι ο τρόπος που αισθάνεται τη φύση, τον χρόνο και τον εαυτό του. Το γεγονός ότι η προοπτική του Εγώ – ήρωα υιοθετείται από την αφηγηματική φωνή σημαίνει ότι τα παραπάνω στοιχεία διευρύνονται μέσω της συνειδητοποίησης του Εγώ – αφηγητή που συνέβη στο μεταξύ. Αυτό σημαίνει ότι τα τρία στοιχεία δε δηλώνουν απλώς τη σχέση του πρωτόγονου («φυσικού» […]) ανθρώπου με τη φύση, αλλά παρουσιάζονται ως συστατικά της ευτυχίας («Χωρίς να το ηξεύρω, ήμην ευτυχής» […]) και νοηματοδοτούνται, επειδή διαφέρουν από την κατάσταση του ώριμου ήρωα κατά τη διάρκεια της αφήγησης.

Πιο συγκεκριμένα: η «φυσική ζωή» είναι το αποτέλεσμα μιας σειράς πράξεων ή καλύτερα καταστάσεων που γίνονται σ’ έναν καθορισμένο τόπο και σ’ έναν απροσδιόριστο χρόνο. Ο τόπος αυτός, μια ποικιλία απ’ όλα τα στοιχεία της φύσης (λόγγοι, φάραγγες, κοιλάδες, αιγιαλοί, βουνά), βρίσκεται μακριά από την πόλη κι έχει απεριόριστες δυνατότητες για να τραφεί ο ήρωας, που πάντως περιορίζεται στα αναγκαία. Ο τόπος αυτός έχει όνομα: Ξάρμενο […]. Έτσι, ως προς την ονοματολογία και τα κατηγορήματα βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα «Αρκαδικό» τοπίο, το οποίο εξαιτίας του περιορισμού και του προσδιορισμού από το όνομα αποτελεί την εξιδανίκευση του πραγματικού χώρου.

Αντίστοιχα ο χρόνος υποδηλώνεται μέσω της απουσίας κάθε συγκεκριμένου στοιχείου χρονολόγησης. Ορίζεται μόνον από την επανάληψη ορισμένων γεωργικών εργασιών (στις οποίες δε συμμετέχει ο ήρωας) με συγκεκριμένο καθορισμό (σπορά, θερισμός) και ειδίκευση (μια φορά το χρόνο). Ο χρόνος, με άλλα λόγια, υπολογίζεται σε σχέση με την επαναδρομή συγκεκριμένων εθιμικών εργασιών στο χώρο και επομένως συναρτάται στο χώρο.

Μέσα σ’ αυτόν το χωρόχρονο ο ήρωας βιώνει τη σχέση του με τη φύση, πράγμα που γίνεται αφηγηματικά αντιληπτό μέσω της παρομοίωσης. Η παρομοίωση που δηλώνει μια σχέση ομοιότητας μεταξύ πραγμάτων κατά τ’ άλλα ανόμοιων, δεν προχωρεί στην ταύτιση του ανθρώπου με τα πράγματα, όσο σε μια αντιστρέψιμη σχέση, όπου ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον κόσμο έχοντας ως κέντρο τον εαυτό του και τον εαυτό του έχοντας ως κέντρο τον κόσμο.

Γι’ αυτό και η επίμονη χρήση της κτητικής αντωνυμίας («το καματερόν… ήτο ιδικόν μου… η ακτή μου…. Όλα εκείνα ήσαν δικά μου…») δε δηλώνει κτήση (ο αφηγητής είναι δικηγόρος!), αλλά επιτείνει τη συνάφεια και την ενότητα του ανθρώπου με τον κόσμο, όχι μέσω νομικών διαδικασιών, αλλά μέσω του συναισθήματος.

Η συναισθηματική σχέση μεταξύ νέου ανθρώπου και φύσης σ’ έναν ενιαίο κόσμο που αγνοεί τη χρονική φθορά, συνδηλώνει την αλλοτινή χωρίς όρια ελευθερία, την κυριαρχικότητα και την ανένδεια ακόμη για την ανθρώπινη γνώση. Η παιδική ηλικία παρουσιάζεται ως σύμβολο της ευτυχίας και η συνάφεια ανθρώπου – φύσης ως σύμβολο της προπτωτικής κατάστασης του ανθρώπου. Κοντολογίς βρισκόμαστε σ’ ένα παραδεισιακό περιβάλλον που γίνεται ρεαλιστικό, επειδή αντιπαρατίθεται πρώτα με το νόμο κι ύστερα με την ιδιοκτησία.

Ο παρείσακτος νόμος της πόλης αποτιμάται ειρωνικά από το δικηγόρο – αφηγητή ως πρόφαση προκειμένου να επιβληθεί η προσωπική βούληση και το δίκαιο του ισχυρότερου. Εξάλλου η περίπτωση του Κυρ Μόσχου […] εύκολα συμβολοποιεί τη διαφορά ανάμεσα στην προπτωτική κυριαρχία και τη μεταπτωτική ιδιοκτησία. Η πρώτη προϋποθέτει ελευθερία, αυτάρκεια και ποιμενική ησυχία. Η δεύτερη υποσημαίνει περιουσία, περίφραξη, «χωριστόν… βασίλειον» […]

Η αφηγηματική έκθεση της παιδικής ηλικίας, όπως την περιγράψαμε, αξιολογεί την εφηβική προοπτική στο πλαίσιο της παροντικής στέρησης. Ένας ενδεχόμενος περιορισμός στην προοπτική του ήρωα και μόνο, θα αφαιρούσε από το ειδύλλιο τη σκιά του παρόντος και θα το μετέδιδε μονοδιάστατα.

Η παρουσίαση της μεταστροφής είναι, όπως είπαμε παραπάνω, διαφορετική. Ο αφηγητής ξέρει όλες τις λεπτομέρειες της ιστορίας που περιγράφει. Δεν την παρουσιάζει όμως από την προοπτική του μέλλοντος. Αυτή η προοπτική μόνο θ’ αφαιρούσε όλη την αγωνία της επιλογής που καταλήγει στην υποκατάσταση και υποδηλώνει την εισαγωγή στην ωριμότητα. Μιας και ξέρουμε το αποτέλεσμα εκ των προτέρων, η αφήγηση δεν εξυπηρετεί την αγωνία, όσο κατοχυρώνει τις συνθήκες που θα ωθήσουν αφενός στην αντικατάσταση και αφετέρου στην ίδια τη βασανιστική στιγμή της επιλογής.

Τα δύο αυτά στοιχεία επιτυγχάνονται με δύο εναλλαγές της εστίασης μέσω του αφηγητή, δηλαδή με παράληψη και παράλειψη. Τον όρο παράληψη τον χρησιμοποιούμε εδώ κάπως καταχρηστικά, για να χαρακτηρίσουμε την περιγραφή της Μοσχούλας […]. Η περιγραφή αυτή, που αποτελεί μερική απόκλιση από τους κώδικες ομορφιάς της κόρης, αποκτά πλήρες νόημα από τη σημασιολογική της αναλογία με το απόσπασμα στο οποίο παραπέμπει άμεσα και έμμεσα. […] Η άμεση παράθεση ενός αποσπάσματος από το ίδιο βιβλίο [Άσμα Ασμάτων], που ακολουθεί, αποτελεί ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο στο παλαιοδιαθηκικό ποίημα και παίζει σπουδαίο ρόλο στην αρχή της εκτεταμένης περιγραφής της Νύφης από το Νυμφίο. Η περιγραφή αυτή δεν αναφέρεται στο «Όνειρο στο Κύμα», αλλά υποδηλώνεται με αποσιωπητικά. Έτσι η σημασία της περιγραφής της κοπέλας δεν αποκομίζεται από την αναφορά στον εξωτερικό κόσμο, αλλά υπονοείται από ένα άλλο κείμενο. Η περιγραφή της Μοσχούλας μπορεί αρχικά να διαβαστεί ως παραπομπή σ’ ένα στερεότυπο ομορφιάς, πράγμα που φαίνεται να είναι και η πρόθεση του περιγράφοντος. Εάν λάβουμε όμως υπόψη μας τις συνδηλώσεις του Άσματος, «ποίημα ερωτικό, ποιμενικό», τότε είναι πολύ πιθανόν να τις προσθέσουμε στην περιγραφή της Μοσχούλας και να την ερμηνεύσουμε κατά διαφορετικό τρόπο.

Η περιγραφή αυτή, μαζί με την περιγραφή της θάλασσας που ακολουθεί, ανήκει στην προοπτική του Εγώ – αφηγητή. Από τις περιγραφές, ο αφηγητής μπορεί να θεωρηθεί θύμα της αφέλειάς του, εξαιτίας της οποίας του ξεφεύγουν πληροφορίες. Μπορεί όμως και να θεωρηθεί ως πληροφοριοδότης που με βάση την αφηγηματική απόσταση παρουσιάζει συγκαλυμμένα αυτό που ξέρει και αφήνει τον αναγνώστη να βγάλει τα συμπεράσματά του, ταυτόχρονα όμως η αφήγηση κατοχυρώνει την αθωότητα που θα δοκιμαστεί από την αντιμετώπιση των διλημμάτων. […].

Είναι κοινός τόπος ότι οι αναδρομικές αφηγήσεις που παρουσιάζονται από την προοπτική του Εγώ – αφηγητή –ιδιαίτερα όταν υπάρχει μεγάλη αφηγηματική απόσταση- αφαιρούν από την εμπειρία του παρελθόντος αυτή τη σταθερή ένταση, το βάρος του αγνώστου, που αντιστοιχεί στο τόξο του βιωμένου χρόνου, επειδή ο αφηγούμενος ξέρει το τέλος της ιστορίας. Μια τέτοια παρουσίαση θα κατέστρεφε την ουσία του διλήμματος. Στο «Όνειρο στο Κύμα» το δίλημμα διατηρείται, επειδή ο αφηγητής υιοθετεί, εκτός από την απλή αφήγηση της εξέλιξης και της έκβασης των γεγονότων, και την αρχική πρόθεση του εαυτού του ως ήρωα που μένει τελικά ανεκτέλεστη. Ο αναγνώστης δεν πληροφορείται μόνο τι έγινε, αλλά κι αυτό που επρόκειτο να γίνει και δεν έγινε. Η σύγκρουση ανάμεσα στην πρόθεση και στην έκβαση υπογραμμίζει την τραγωδία και η παράθεση του (ανενεργού) μέλλοντος του παρελθόντος από την προοπτική του μέλλοντος συνιστά δραματική ειρωνεία.

Η άλλη τεχνική για τη διατήρηση της έντασης είναι η μετάδοση όλων των συλλογισμών του Εγώ – ήρωα χωρίς καμιά, έστω και στοιχειώδη, διευθέτησή τους. Απ’ αυτήν την τακτική της αφηγηματικής φωνής, να υιοθετεί κάθε προοπτική του ήρωα, προέρχονται οι διάφορες αντιφάσεις. Έτσι, στην απόφαση του ήρωα να παραμείνει κρυμμένος φαινομενικά προς χάρη της κατσίκας, στην ουσία προς χάρη της Μοσχούλας, αντιτίθεται η διδασκαλία του μοναχού για την αποφυγή του γυναικείου πειρασμού […]. Η αθωότητα της συνείδησης αντιφάσκει με την περιέργεια […]. Το ονειρώδες σώμα της Μοσχούλας (που καθεαυτό περιγράφεται μάλλον στερεότυπα) αντιπαρατίθεται στην ένταση της όρασης (έβλεπα… διέβλεπα… εμάντευα […]). Τέλος, η μεταρσίωση από τα επίγεια εξαιτίας του γυμνού κοριτσίστικου σώματος συνυπάρχει με τους πονηρούς λογισμούς […] και η αναγωγή του κοριτσιού σε ίνδαλμα με την αποφυγή του πειρασμού […].

Αν θέλαμε να «εξηγήσουμε» το διήγημα σ’ ένα θεματικό επίπεδο, θα μπορούσαμε να πούμε πως εξεικονίζει την ουσία του πειρασμού: ο πειρασμός δεν είναι επιλογή ανάμεσα σε πράγματα θετικά ή αρνητικά, αλλά η επιλογή αποδοχής ή απόρριψης πραγμάτων που είναι ταυτόχρονα και γοητευτικά και αποκρουστικά. Αν θέλαμε να «εξηγήσουμε» το διήγημα στο επίπεδο του αφηγείσθαι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι σημαίνει μια προσπάθεια της γλώσσας να διατηρήσει την αμφισημία μέσω της πολλαπλότητας των στοιχείων που δεν μπορούν να μπουν σε αντιθετικά ζεύγη και να μεταδώσουν κάποιο συγκεκριμένο νόημα. Μ’ αυτόν τον τρόπο η ακριβής αιτία της μεταστροφής, δηλαδή το πέρασμα από το «φυσικό» στο δυστυχισμένο άνθρωπο παραμένει απροσδιόριστο και φευγαλέο. (Ο τίτλος του διηγήματος είναι ενδεικτικός: «Όνειρο στο Κύμα»).

Και τα δύο διλήμματα λύνονται τελικά απέξω (το βέλασμα της Μοσχούλας / η εμφάνιση της βάρκας). Μπορούμε να πούμε πως ο ήρωας δεν αποφασίζει, αλλ’ αποφασίζεται. Η μετάδοση της διάσωσης της κόρης περιέχει συγκινησιακά στοιχεία, που θα μπορούσαν να είναι αυτά του ήρωα κατά το χρόνο της εμπειρίας. Περαιτέρω αξιολογεί την εμπειρία από την προοπτική του αφηγητή με το να τη συγκρίνει με τις εμπειρίες και τη γνώση που αποκτήθηκε στο μεταξύ.

Η αφηγηματική παρουσίαση της αγωνίας του ήρωα, που προέρχεται από την αυθόρμητη συμπαράθεση αντιδράσεων που είναι ασύμβατες η μια με την άλλη, μπορεί να θεωρηθεί όχι μόνο ως παρουσίαση της αμηχανίας του ήρωα, αλλά και ως προσπάθεια απόδειξης ότι δε ζούμε σ’ ένα λογικό και ηθικό κόσμο. Ακόμη και σ’ αυτό που με τις τεχνικές της επανάληψης, της παρομοίωσης και της θαμιστικής αφήγησης περιγράφτηκε ως επίγειος παράδεισος, οι ηθικές επιλογές μεταξύ εξίσου αγαπητών πραγμάτων είναι τόσο περίπλοκες, ώστε κάθε επιλογή εξαφανίζει κάτι, κάτι που δε θα θέλαμε να χάσουμε.

Η δυστυχία βρίσκεται στη μεταπτωτική αβεβαιότητα, όπου δεν είναι απαραίτητο δύο πράγματα που έχουν την ίδια μορφή (σημαίνουν) να έχουν και το ίδιο περιεχόμενο (σημαινόμενο). Από την άλλη μεριά όμως, αυτό στο οποίο αποτυγχάνει η μετωνυμία της αθωότητας (ονομασία μέσω της τοπικής συνάφειας), το κατορθώνει η γνώση και το εκφράζει η γλώσσα. Τα «γράμματα» […] μπορούν να συνδέουν φαινομενικά άσχετα σημαινόμενα και να ανακαλύπτουν αντωνυμίες (ομοιότητες), ακόμη και μεταξύ τυχαίων ομωνύμων (σχοινίον, σχοίνισμα, σχοινιάζομαι) […].

Η ταυτότητα των σημαινόντων (ομωνυμία) που καταλήγει στην αμφισημία (Μοσχούλα – κατσίκα, Μοσχούλα – κοπέλα) οδηγεί σε σύγκρουση και χαρακτηρίζει την παιδική ηλικία. Η ανακάλυψη ενός περιβάλλοντος αναφοράς στο οποίο η κατάσταση του θύτη (ήρωας – αφηγητής) και του θύματος (κατσίκα) αποκτούν την ίδια σημασία (συνωνυμία) χαρακτηρίζουν την ωριμότητα.

Το «Όνειρο στο Κύμα» είναι το πέρασμα από τη μια κατάσταση στην άλλη.



Ο ΩΡΙΜΟΣ ΑΦΗΓΗΤΗΣ


Ο ΩΡΙΜΟΣ ΑΦΗΓΗΤΗΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ




" O αφηγητής είναι πρόσωπο εσωτερικά διχασμένο.

Αυτός ακριβώς, ο εσωτερικός του διχασμός ακυρώνει τις αξίες του παρόντος (παιδεία, πανεπιστημιακό πτυχίο, δικηγορία, επαγγελματική αποκατάσταση) και εξιδανικεύει μέσα του τη ζωή του παρελθόντος. Ο διχασμός του προκαλείται από την αίσθηση και το σύνδρομο του αποτυχημένου βίου, επειδή η ζωή του πήρε άλλη κατεύθυνση από αυτή που ο ίδιος επιθυμούσε. Πρακτικά ο διχασμός του εκδηλώνεται πρώτα ως ολική απαξίωση της πραγματικότητας που τον περιβάλλει και ακολούθως ως παραμυθητική λειτουργία της μνήμης. Έτσι το «τώρα» γίνεται γκρίζο και συνιστά την αιτία της δυστυχίας του, ενώ το νοσταλγούμενο «τότε» προβάλλεται ως ο απολεσθείς παράδεισος. Αυτή η αντίθεση ανάμεσα στο μίζερο «τώρα» και το παραδεισένιο «τότε»,εξηγεί και αιτιολογεί την έλλειψη προσαρμοστικής ικανότητας και, παράλληλα, την προσφυγή στη λυτρωτική λειτουργία της μνήμης. Με έναν τελικό και συνοψιστικό λόγο: ο αφηγητής είναι ένα πρόσωπο που βασανίζεται και τυραννιέται από τη βεβαιότητα και το ισχυρό σύνδρομο της αποτυχίας στη ζωή. Αυτοαμυνόμενος απέναντι στην απωθητική πραγματικότητα, απ’ την οποία δε διαβλέπει, τώρα πια, έξοδο και διέξοδο απολύτρωσης και σωτηρίας, επαναβιώνει αναδρομικά τα όσα οριστικά έχασε. Είναι, τελικά, ο αρνητής της ζώσας πραγματικότητας και ο αθεράπευτος νοσταλγός του παρελθόντος.



Τα όσα απαξιώνει ο αφηγητής και τα όσα εξιδανικευτικά προβάλλει, μέσω της μνημονικής λειτουργίας και της επαναβίωσης ενός περιστατικού, αποκαλύπτουν τη συνολική ιδεολογία της αφηγηματικής γραφής. Συγκεκριμένα, απαξιώνεται ολικά και καταγράφεται ως αποτυχία το ιδανικό του σύγχρονου ανθρώπου για την απόκτηση κοσμικής παιδείας και την επαγγελματική καταξίωση. Αντίθετα, προβάλλεται έντονα ως νοσταλγούμενος τρόπος ζωής, το αρκαδικό ιδεώδες: η αμέριμνη και ευτυχισμένη ζωή κοντά στη φύση. Παράλληλα, η αίσθηση της αποτυχίας στη ζωή, κάνει τον αφηγητή να προβάλλει, ως αναζήτηση της λύτρωσης, το μοναστικό βίο. Και στις δύο περιπτώσεις η αληθινή και η γνήσια, κατά τον αφηγητή, διάσταση της ζωής βρίσκεται ή σε μία φυγόκοσμη τάση, με στόχο την επιστροφή στη φύση, ή σε ένα είδος εφησυχασμένου αναχωρητισμού. Και τα δύο, βέβαια, συνιστούν καταστάσεις φυγής από τα εγκόσμια, όπου εξίσου δοκιμάζεται η ηθική ποιότητα ή και η αντοχή του ανθρώπου. Εξάλλου, η σύγχρονή πρακτική λογική τη φυγόκοσμη τάση, ως επιστροφή σε μια φυσική ζωή, θα τη θεωρούσε ως κάτι το ανέφικτο, το αθεράπευτα ρομαντικό ή και ουτοπικό. Το δεύτερο στοιχείο, αυτή την τάση του εφησυχασμένου αναχωρητισμού, η σύγχρονή λογική θα την αξιολογούσε ως άρνηση του κόσμου και της ζωής. "



ΣΧΕΣΗ ΗΡΩΑ - ΦΥΣΗΣ


Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΗΡΩΑ ΜΕ ΤΗ ΦΥΣΗ




Η περιγραφή της Μοσχούλας, λυρική και εξιδανικευμένη «καταγράφει» το ερωτικό ίνδαλμα του νεαρού βοσκού ως ονειρώδες, δίνοντας στον αναγνώστη ένα δείγμα της ποιητικής γραφής του Παπαδιαμάντη. Αυτή η εξιδανικευμένη, λυρική περιγραφή «ταιριάζει» με την αθωότητα και την αγνότητα της ψυχής του νεαρού βοσκού, ο οποίος ζει ευτυχισμένος μέσα σε έναν αντίστοιχα ονειρώδη χώρο του : ένα φυσικό περιβάλλοντα χώρο που μας θυμίζει τον Παράδεισο και δίνει στον άνθρωπο αρμονία και αυτάρκεια. Η ενότητα ανθρώπου – φύσης καταγράφεται με την επιμονή του βοσκού να δηλώνει ευτυχής στη «φυσική» ζωή του· εκεί ένιωθε αναπόσπαστο τμήμα του κόσμου, της φύσης αλλά συγχρόνως ένιωθε πως όλα αυτά του «ανήκουν»· μια αμφίδρομη σχέση με τη φύση που χαρακτήριζε τον προπτωτικό άνθρωπο, ευρισκόμενος σε μια εκστασιακή σχέση μαζί της. Αυτή η συναισθηματική ταύτιση – ενότητα έχει ως έκφρασή της την αγάπη του νεαρού βοσκού για όλα όσα το σύμπαν περιλαμβάνει: δέντρα, ακρογιαλιές, θάλασσες, ζώα (βλέπε Μοσχούλα – κατσίκα), κορίτσι. Ο έρωτας του για τη Μοσχούλα θα μείνει ανολοκληρώτος για να του υπενθυμίζει τη χαμένη αθωότητα της φυσικής ζωής, μέσα στην αλλοτρίωση του σύγχρονου βίου. Ο νεαρός βοσκός βιώνοντας την απόλυτη ευτυχία και αυτάρκεια μέσα στη φύση, φυσικό είναι να μπορεί να νιώσει ένα τόσο αγνό και εξιδανικευμένο συναίσθημα, όπως ο Έρωτας του για τη Μοσχούλα. Την αγαπά και τη θαυμάζει, αφού ασυνείδητα την έχει «εντάξει» στο εξιδανικευμένο φυσικό τοπίο (στο οποίο άλλωστε αφιέρωσε και το μεγαλύτερο μέρος του διηγήματος). Αυτή η συνάρτηση διαφαίνεται και από τη γλωσσική αποτύπωση της περιγραφής όπου η ομορφιά της κόρης συνυφαίνεται με τα φυσικά στοιχεία (΄μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης» «εμάντευα το στέρνον της … της αύρας τας ριπάς και της θαλάσσης» «Όνειρο εις το κύμα".)

Έτσι ο ερωτισμός του Παπαδιαμάντη ενώ ξεκινά από αγνός, άδολος, «χριστιανικός», εξιδανικευμένος (προς τη Μοσχούλα) - με όλες τις ηθικές αναστολές που η χριστιανική εξιδανίκευση υπαγορεύει - καταλήγει στη φύση , η οποία συμπλέκεται με τον άνθρωπο. Τελικά η σχέση του Παπαδιαμάντη με τη φύση δεν είναι μονάχα αισθητική αλλά και ηθική: Η φύση «καθορίζει» την ανθρώπινη συμπεριφορά και υποδεικνύει αισθήματα, όπως τον Έρωτα για τη Μοσχούλα (που εξιδανικεύεται μέσα στο ονειρώδες τοπίο όπου αυτή κολυμπά).



ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΦΥΣΗ ΣΤΟΝ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ \ ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ


ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΦΥΣΗ ΣΤΟΝ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ




«Φύση και άνθρωπος αλληλοεξαρτώνται και αλληλοεπηρεάζονται. Η φύση καθορίζει εν πολλοίς τα δρώμενα και τα δρώμενα επενεργούν στο ήθος της φύσης. Ο Παπαδιαμάντης δεν μένει σ’ ένα λαϊκό ανιμισμό, σαν αυτό των δημοτικών μας τραγουδιών. Η φύση είναι άλλο κτίσμα∙ δεν είναι προέχταση του ανθρώπου. Όμως όχι κατώτερο.» [Κυριάκος Πλησής]



Στο διήγημα «Όνειρο στο κύμα» ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης αποτυπώνει με ιδιαίτερα λυρικό τρόπο την οργανική σχέση που υπάρχει ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση. Ο νεαρός ήρωας γνωρίζει τη μόνη καθαρή ευτυχία της ζωής του ζώντας ελεύθερος κοντά στη φύση. Το δέσιμο που αισθάνεται, μάλιστα, με το φυσικό του περιβάλλον φτάνει σε σημείο πλήρους ταύτισης (Εφαινόμην κ’ εγώ να είχα μεγάλην συγγένειαν με τους δύο τούτους ανέμους... / εφανταζόμην τον εαυτόν μου ως να ήμην εν με το κύμα, ως να μετείχον της φύσεως αυτου...).

Η στιγμή που ο νεαρός βοσκός πέφτει στη θάλασσα για να κολυμπήσει συνιστά αφηγηματικά μια πρόγευση απόλυτης ευτυχίας, προτού φτάσει στην κορύφωση της ευδαιμονίας αγγίζοντας το κορμί της γυμνής Μοσχούλας. Ανεξάρτητα, όμως, από τις αφηγηματικές συσχετίσεις, η αίσθηση που έχει ο νεαρός καθώς κολυμπά είναι αφ’ εαυτής μια κορυφαία στιγμή ανόθευτης χαράς. Η ελευθερία που βιώνει ο νεαρός στη γνώριμη και φιλόξενη αγκαλιά της θάλασσας, όπως κι αίσθησή του πως βρίσκεται σε πλήρη ένωση με το κύμα, αποτελούν μια πολύτιμη λογοτεχνική καταγραφή της ευδαιμονίας που μπορεί να προσφέρει η φύση στον άνθρωπο.

Ο Παπαδιαμάντης δεν αντιμετωπίζει τη φύση ως απλή προέκταση του ανθρώπινου βίου, όπως γίνεται στη δημοτική ποίηση, η φύση στα κείμενά του δεν εξανθρωπίζεται μέσω ενός λαϊκού ανιμισμού, ούτε εμφανίζεται παρεμπιπτόντως και μόνο ως κτήμα του ανθρώπου. Η φύση για τον Παπαδιαμάντη αποτελεί ένα αυτόνομο θεϊκό δημιούργημα που εμπεριέχει, όχι μόνο απόλυτη ομορφιά, αλλά και τη δυνατότητα να χαρίσει πραγματική ευτυχία στους ανθρώπους που ζουν κοντά της.

Η φύση στο έργο του Παπαδιαμάντη αποκτά λειτουργικό ρόλο, ως ένας σημαντικός διαμορφωτικός παράγοντας για την εξέλιξη της ιστορίας, επηρεάζοντας τις πράξεις των ηρώων. Η ομορφιά της θάλασσας θέλγει τον ήρωα και τον παρασύρει να κολυμπήσει εκεί που σύντομα θα έρθει κι η Μοσχούλα να απολαύσει το νυχτερινό της μπάνιο, ενώ συνάμα η διαμόρφωση του φυσικού χώρου τον παγιδεύει, μη επιτρέποντάς του μια ασφαλή διαφυγή, την ώρα που η κοπέλα έχει πια βουτήξει στη θάλασσα. Έτσι, η φύση επηρεάζει καθοριστικά τα δρώμενα, καθώς φέρνει τους δύο ήρωες κοντά σε μια καίριας σημασίας συνάντηση.

Παράλληλα, βέβαια, κι η ίδια η φύση επηρεάζεται από την παρουσία και τις πράξεις των ηρώων. Η θάλασσα δεχόμενη τη γυμνή Μοσχούλα, αγγίζοντας με το κύμα της την ομορφιά του κορμιού της, άλλοτε κρύβοντας κι άλλοτε αποκαλύπτοντας ό,τι περισσότερο ποθεί να δει ο νεαρός, διαποτίζεται απ’ τον ερωτισμό της κοπέλας και συμμετέχει αίφνης σε μια σκηνή αδιαμφισβήτητου ηδονισμού. Η θάλασσα χάνει έτσι την ουδετερότητα του ήθους της και γίνεται φορέας ερωτικού πειρασμού. Με παρόμοιο τρόπο, άλλωστε, λειτουργεί όταν θα γίνει ο χώρος όπου ο νεαρός θ’ αγγίξει για πρώτη και μοναδική φορά το σώμα της κοπέλας.

Η φύση, επομένως, επηρεάζει τη δράση του ανθρώπου και συνάμα επηρεάζεται απ’ αυτόν –κυρίως σ’ επίπεδο συσχετισμών και συμβολισμού-, ενώ σε πρωταρχικό επίπεδο είναι η μόνη που μπορεί να του προσφέρει πραγματική ευτυχία. Ο ήρωας του διηγήματος θα δυστυχήσει, όταν θ’ αναγκαστεί να ζήσει μακριά απ’ το αγαπημένο του νησί. Περιορισμένος σ’ ένα γραφείο, θα συνειδητοποιήσει το τραγικό κόστος που έχει στην ψυχή του η απομάκρυνση από τη φύση.

 
ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ




Το «Όνειρο στο κύμα» είναι ένα από τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη που καταχωρίζεται στα «αυτοβιογραφικά», γεγονός όμως που έχει δημιουργήσει πολλές ενστάσεις και αντιπαραθέσεις για την έκταση και το βαθμό κατάθεσης πραγματικών βιωμάτων του ίδιου του συγγραφέα.

Υπάρχουν πολλά στοιχεία του κειμένου που θα επιβεβαίωναν τον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα του έργου:

• Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση.

• Ο εξομολογητικός χαρακτήρας του έργου.

• Η βαθιά θρησκευτικότητα και η χριστιανική αγωγή που διακατέχει τον ήρωα- αφηγητή, μας παραπέμπει στη σχέση που είχε ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης με τη θρησκεία.

• Οι χώροι της Σκιάθου και της Αθήνας που αναφέρονται είναι αυτοί που πραγματικά έζησε ο Παπαδιαμάντης τη ζωή του.

• Η νοσταλγία του ήρωα για τη ζωή κοντά στη φύση και η ασφυκτική ζωή του στην πρωτεύουσα, αντικατοπτρίζει τη κοσμοθεωρία του ίδιου του Παπαδιαμάντη· σύμφωνα μ’ αυτήν στα αστικά κέντρα ο άνθρωπος ασφυκτιά, χάνει τη φυσική του αγνότητα και οδηγείται στη δυστυχία. Έτσι συντελείται η οριστική έκπτωση από τον παράδεισό του και η οριστική απώλεια της αθωότητας. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα της διάψευσης και της χαμένης Εδέμ εντάσσεται και η ισοπεδωτική και απαξιωτική αναφορά του αφηγητή για τις «θυγατέρες της Εύας», όπως χαρακτηρίζει τις γυναίκες, αλλά και για τη μισθωτή εργασία που του δημιουργεί αίσθημα εξάρτησης και ανελευθερίας.

Ο Παπαδιαμάντης παράλληλα γνωρίζουμε πως δεν ανεχόταν τον κόσμο των συμβάσεων και της υποκρισίας, ενώ καταδίκαζε τις επιφανειακές και ανούσιες σχέσεις,( κατηγορήθηκε για «μισογυνική» διάθεση, και μετά βίας ανεχόταν την αναγκαστική- για βιοποριστικούς λόγους-εργασία του στη Αθήνα , που θεωρούσε έκφραση υποτέλειας και αισθητοποίηση της ανελεύθερης ζωής στη πόλη ).



Από την άλλη μεριά όμως υπάρχουν στοιχεία που θέτουν υπό αμφισβήτηση την αυτοβιογραφική «αποτύπωση» του Παπαδιαμάντη στο έργο:

• Τα εισαγωγικά που υπάρχουν στην αρχή και το τέλος του διηγήματος.

• Η υπογραφή στο τέλος του: « Δια την αντιγραφήν» Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Η εισαγωγή του σχολικού μας βιβλίου άλλωστε λέει πως « ο συγγραφέας με την υπογραφή του στο τέλος αποποιείται κάθε ταύτισή του με τον αφηγητή.

• Τα αναφερόμενα στοιχεία από τη ζωή του αφηγητή που δεν ταυτίζονται με πραγματικά βιογραφικά στοιχεία του ίδιου του Παπαδιαμάντη ( π.χ. ο ίδιος δεν εργάστηκε ποτέ ως δικηγόρος).

Η αλήθεια για το « θολό» ζήτημα της αυτοβιογραφικότητας βρίσκεται ,πιστεύω, στην οπτική με την οποία πρέπει να δούμε την αποτύπωση των αυτοβιογραφικών στοιχείων σε ένα λογοτεχνικό κείμενο.

Είναι βέβαιο πως κάθε συγγραφέας αντλεί τα θέματα και τους ήρωές του από τον κύκλο των παραστάσεων, των γνώσεων , των βιωμάτων και των εμπειριών του.

Είναι επίσης πιθανό -και αυτό συμβαίνει συχνά στον Παπαδιαμάντη- καθώς βρίσκεται σε εξέλιξη η υπόθεση ενός λογοτεχνικού έργου, ο συγγραφέας να κάνει σύντομη παρεμβολή ενός δικού του αυτοβιογραφικού στοιχείου, όχι μόνο γιατί «δένει» με την όλη αφήγηση, αλλά κυρίως γιατί του δίνεται η ευκαιρία να ενσταλάξει τη δική του προσωπική πικρία, τον δικό του προσωπικό πόνο, και αυτό δρα λυτρωτικά για τον ίδιο. Αν τώρα συμβεί το συγκεκριμένο στοιχείο να μνημονεύεται από τους βιογράφους του, παρασύρεται κανείς εύκολα, γενικεύει και, με αφορμή τη μικρή αυτή αυτοβιογραφική παρεμβολή, θεωρεί αυτοβιογραφικό το σενάριο στο σύνολο του.

Ο Παπαδιαμάντης «ακουμπά» στο διήγημα σκέψεις, όνειρα, εμπειρίες και αντιλήψεις του για τη ζωή και τον κόσμο χωρίς να εγκλωβίζει το έργο του στα στενά πλαίσια της αυτοβιογραφίας. Περιπλέκει το αυτοβιογραφικό στοιχείο μέσα σε μυθοπλαστικές κατασκευές ηρώων και βέβαια επιτυγχάνει ,με την πειστικότητα που τον διακρίνει, να συμπαρασύρει τον αναγνώστη στην

« πλάνη της αυτοβιογραφικότητας».

Είναι ο λεγόμενος « συγγραφικός δόλος». Αυτή η τεχνική είναι , σύμφωνα με τον Γ.Παγανό, μια τεχνική σκηνοθεσίας της αφήγησης, ένας φυσικός τρόπος αφήγησης απέναντι σ’ ένα υποθετικό ακροατή-αναγνώστη.

Ο Παπαδιαμάντης με σπουδαία «σκηνογραφική» ικανότητα, δημιουργεί την εντύπωση μέσα από τα διηγήματά του, ότι τα έζησε όλα αυτά που γράφει, ακόμη κι όταν καταλαβαίνουμε ότι τούτο είναι λογικά αδύνατο. Αυτές οι αλλότριες ιστορίες γίνονται αφορμή για να αναπλάσει τη ζωή όπως εκείνος την αγάπησε ή την φαντάστηκε.

Αυτό απέχει πολύ από την «ενσωμάτωση στο διή¬γημα των σελίδων από το προσωπικό ημερολόγιο του συγγραφέα», άποψη που υποστηρί¬ζεται από τον Παναγιώτη Μουλλά. Βέβαια ο ίδιος υποστηρίζει κάπου αλλού πως

« δύσκολα θα μπορούσαμε να καθορίσουμε με ακρίβεια σε τι ποσοστό μεταφέρονται εδώ πραγματικά βιώματα του Παπαδιαμάντη».



Αντίθετα πιο κοντά μας νομίζω πως βρίσκεται η άποψη του Γ. Ιωάννου: «ο Παπαδιαμάντης είναι πιο πολύ βιωματικός παρά αυτοβιογραφικός συγγραφέας». «Οι ιστορίες του δεν είναι αυτοβιογραφικές αλλά αποτελούν αφορμές για ανάπλαση ζωής».



Πάντως το βέβαιο είναι πως ο διαχωρισμός αυτός χαρακτηρίζει γενικότερα στη Λογοτεχνία τη σχέση συγγραφέα- αφηγητή: ο συγγραφέας είναι ένα πραγματικό πρόσωπο με αληθινή ζωή και υπάρχει έξω από το κείμενο, ενώ αντίθετα ο αφηγητής είναι ένα πρόσωπο του κειμένου, ένα κατασκεύασμα από λέξεις.



Τελικά ίσως αυτό που μένει από το « Όνειρο στο κύμα» δεν είναι η αγωνία του αναγνώστη για το βαθμό μετάδοσης των προσωπικών βιωμάτων του Παπαδιαμάντη σ’ αυτό, αλλά η βεβαιότητα πως το διήγημα « κραυγάζει» την ψυχή του περισσότερο και όχι τόσο πραγματικές εμπειρίες....



Απογοήτευση, μεταμέλεια, ηττημένη



διάθεση, αίσθηση αποτυχίας, έλλειψη



προσαρμογής στις πρακτικές μέριμνες του



βίου, απουσία αυθεντικής ζωής, ρομαντική



νοσταλγία...