ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ – ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ
Όνειρο στο κύμα: Αφηγηματικές Τεχνικές
Ο αφηγητής της ιστορίας:
• Είναι εξωδιηγητικός-ομοδιηγητικός τύπος. Πρόκειται για έναν αφηγητή πρώτου βαθμού, ο οποίος διηγείται την ιστορία του.
• Είναι δραματοποιημένος, αφού συμμετέχει ως πρόσωπο της ιστορίας που αφηγείται.
• Ολόκληρο το διήγημα κλείνεται σε εισαγωγικά, που ακολουθούνται από την υπογραφή του συγγραφέα, με την ένδειξη ότι αυτός έχει απλώς αντιγράψει την ιστορία. Με το συγγραφικό αυτό δόλο (πλαστοπροσωπία) τονίζεται η διάκρισή του συγγραφέα από τη φωνή του αφηγητή και επιχειρείται η αποστασιοποίησή του από τα αφηγούμενα γεγονότα.
Εστίαση:
Η αφήγηση των γεγονότων γίνεται με εσωτερική εστίαση από τον ήρωα (βοσκό/δικηγόρο) της ιστορίας [η θέαση δηλαδή είναι περιορισμένη και ανήκει στον κεντρικό ήρωα, ο οποίος σε αντίθεση με τον παραδοσιακό παντογνώστη αφηγητή, δεν γνωρίζει καθετί που σχετίζεται με την ιστορία, όπως για παράδειγμα τις σκέψεις των άλλων προσώπων (Μοσχούλας)].
Κι ενώ η αφήγηση είναι ιδωμένη από την προοπτική του ενήλικα αφηγητή -για τον οποίο το σύνολο της ιστορίας αποτελεί μια ήδη βιωμένη εμπειρία-, το μεγαλύτερο μέρος της δεύτερης αναδρομικής αφήγησης δίνεται από τον έφηβο αφηγητή, ο οποίος παρουσιάζει τα γεγονότα της ιστορίας όπως τα βιώνει τη στιγμή της τέλεσής τους, χωρίς να γνωρίζει τι πρόκειται να συμβεί στην πορεία. Η εσωτερικότητα αυτή της οπτικής γωνίας εξυπηρετεί τη διατήρηση της αγωνίας και των διλημμάτων που αντιμετωπίζει ο έφηβος αφηγητής.
Μια παρόμοια διάσταση ανάμεσα στον ενήλικα αφηγητή και την παιδική (εδώ εφηβική) συνείδησή του, βρίσκουμε και στο Αμάρτημα της μητρός μου, όπου για να διατηρηθεί ακέραια η απορία του αναγνώστη για τη φύση του αμαρτήματος, δεχόμαστε ότι τα γεγονότα παρουσιάζονται, όπως τα βίωσε το παιδί-αφηγητής.
Επίπεδα χρόνου της αφήγησης:
Η ζωή του αφηγητή στην Αθήνα, όπου εργάζεται σ’ ένα δικηγορικό γραφείο, αποτελεί το παρόν της αφήγησης. Ενώ, οι εφηβικές του εμπειρίες στο νησί, αποτελούν το παρελθόν της αφήγησης, που δίνεται στον αναγνώστη μέσω της αναδρομικής αφήγησης. Η ιστορία επομένως κινείται στο παρόν και στο παρελθόν.
Αντίστοιχα επίπεδα χρόνου έχουμε και στο Αμάρτημα της μητρός μου, όπου το παρόν της αφήγησης τοποθετείται μετά την επιστροφή του αφηγητή από το εξωτερικό (αποκάλυψη του αμαρτήματος από τη μητέρα στον αφηγητή και εξομολόγησή της στον Πατριάρχη), ενώ οτιδήποτε προηγείται από αυτά τα γεγονότα είναι το παρελθόν της αφήγησης.
Στο διήγημα χρησιμοποιείται ο Μέλλοντας και γίνεται αναφορά σε μελλοντικά γεγονότα, όταν ο αφηγητής είτε αναφέρεται στο τι σχεδίαζε να κάνει -μόνο για να δει τα σχέδιά του να ανατρέπονται- είτε όταν κάνει εικασίες για το τι θα συνέβαινε, αν τον έβλεπε η κοπέλα, ή για το πώς θα μπορούσε να απομακρυνθεί από την ακτή χωρίς να γίνει αντιληπτός απ’ τη Μοσχούλα.
Έτσι, το μέλλον στα πλαίσια του διηγήματος εμφανίζεται μόνο ως βραχυπρόθεσμος σχεδιασμός, ως εικασία ή ως πρόγνωση («Θα τραβήξει αυτή το μονοπάτι της κ’ εγώ τον κρημνό μου!...»)
Για παράδειγμα:
«Άνω της κορυφής του βράχου, του οποίου η βάσις εβρέχετο από την θάλασσα, θα έλυα την Μοσχούλαν, την μικρήν αίγα μου, και με διακόσια ή περισσότερα βήματα θα επέστρεφα πλησίον εις το κοπάδι μου.»
Τα σχέδια, όμως, του βοσκού ματαιώνονται από την απρόσμενη εμφάνιση της κοπέλας, η οποία εκείνη τη στιγμή πέφτει στη θάλασσα, για να κολυμπήσει.
«Ω! πώς θα εξαφνίζετο. Θα ετρόμαζεν, ευλόγως, θα εφώναζεν, είτα θα με κατηγόρει δια σκοπούς αθεμίτους, και τότε αλλίμονον εις τον μικρόν βοσκόν!»
Αφηγηματικός χρόνος:
Ως προς την τάξη
Η πρώτη ενότητα του διηγήματος ξεκινά με μια αναδρομή στο καλοκαίρι του 187..., και προχωρά συνοπτικά μέχρι το παρόν του αφηγητή (Αθήνα-δικηγορικό γραφείο). Παρουσιάζονται δηλαδή περιληπτικά περισσότερα από 12 χρόνια της ζωής του αφηγητή (στα 18 του είναι βοσκός, στα 30 τελειώνει το Νομική και τώρα εργάζεται στο γραφείο του δικηγόρου).
Στη δεύτερη ενότητα επιστρέφουμε εκ νέου στο καλοκαίρι του 187..., με μια νέα αναδρομή, η οποία θα καλύψει αναλυτικά αυτή τη φορά τα γεγονότα εκείνου του καλοκαιρού, που αποτελούν και το βασικότερο μέρος της ιστορίας.
Κατά τη διάσωση της Μοσχούλας η αφήγηση θα επιστρέψει στο παρόν του αφηγητή, όπου και θα δοθεί ο απολογισμός – επίλογος της ιστορίας.
Η αναδρομή της πρώτης ενότητας είναι πλήρης, καθώς φέρνει την αφήγηση στο παρόν του αφηγητή καλύπτοντας συνοπτικά όλα τα ενδιάμεσα γεγονότα. Ενώ η αναδρομή που ξεκινά στη δεύτερη ενότητα, αν και εκτενέστερη, καλύπτει μόνο τα γεγονότα ενός καλοκαιριού.
Στα πλαίσια της πρώτης αναδρομής βρίσκουμε την εγκιβωτισμένη ιστορία του πάτερ Σισώη -ιστορία που έχει καίριες αναλογίες με την ιστορία του κεντρικού ήρωα-, κατά την οποία ο χρόνος γυρίζει στην εποχή της ελληνικής επανάστασης (1821).
Στα πλαίσια της δεύτερης και εκτενέστερης αναδρομής του διηγήματος, υπάρχει μια πολύ σύντομη αναδρομή που σχετίζεται με την κατσίκα-Μοσχούλα. «Όσον αφορά την Μοσχούλα, δια να είμαι βέβαιος, ότι δεν θα μου φύγη πάλιν, καθώς μου είχε φύγει την άλλην φοράν, οπότε ο άγνωστος κλέπτης (ω να τον έπιανα) της είχε κλέψει, ο ανόητος, τον επίχρυσον κωδωνίσκον...»
Ως προς τη διάρκεια:
Στα πλαίσια της πρώτης αναδρομής έχουμε περίληψη, καθώς η ζωή του αφηγητή από τα 18 μέχρι και λίγο μετά τα 30 δίνεται με συνοπτικό τρόπο, ως εκ τούτου έχουμε και έλλειψη, καθώς είναι εύλογο ότι παραλείπονται πολλά επιμέρους γεγονότα.
Περίληψη επίσης έχουμε στην τελευταία ενότητα όπου ο αφηγητής αναφέρεται επιγραμματικά στην τύχη της Μοσχούλας-κοπέλας και στο γεγονός ότι ο ίδιος έγινε τελικά δικηγόρος.
Στα πλαίσια της δεύτερης αναδρομής έχουμε σκηνές (ο χρόνος της ιστορίας δηλαδή ταυτίζεται με το χρόνο της αφήγησης), όταν ο αφηγητής προχωρά σε εσωτερικούς μονολόγους όπου μας παρουσιάζει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του. Σκηνές αποτελούν και οι διάλογοι, οι οποίοι όμως σχεδόν απουσιάζουν σ’ αυτό το διήγημα.
Στο διήγημα αυτό συναντάμε εκτενείς περιγραφές οι οποίες είναι βέβαια δοσμένες από τον έφηβο αφηγητή, αποτελούν δηλαδή μέρος του βιώματός του, οπότε δε συνιστούν καθαρές παύσεις του χρόνου της ιστορίας, αποτελούν ωστόσο επιβραδύνσεις.
Ως προς τη συχνότητα:
Στο διήγημα αυτό έχουμε ως επί το πλείστον μοναδική αφήγηση (τα γεγονότα δηλαδή της ιστορίας αναφέρονται μία φορά), ωστόσο οι δύο αναδρομές του διηγήματος (1η και 2η ενότητα) ξεκινούν με αναφορά στο καλοκαίρι του 187..., στοιχείο που συνιστά επανάληψη. Όπως και η αναφορά που γίνεται κλείσιμο της ιστορίας ότι ο αφηγητής έμαθε γράμματα χάρη στους καλόγερους, αφού η πληροφορία αυτή δίνεται και στην αρχική ενότητα.
Στο διήγημα εντοπίζουμε, επίσης, στοιχεία θαμιστικής αφήγησης, γεγονότα δηλαδή που έγιναν κατ’ επανάληψη στο παρελθόν δίνονται μία φορά στην αφήγηση. Αυτό στο «Όνειρο στο κύμα» επιτυγχάνετε με τη χρήση του Παρατατικού χρόνου. Έτσι, όταν ο νεαρός βοσκός μιλά για τη ζωή του στο νησί χρησιμοποιεί τον Παρατατικό χρόνο για να παρουσιάσει τις συνήθειές του.
Για παράδειγμα:
«Εμιμούμην τους πεινασμένους μαθητάς του Σωτήρος, κ’ έβαλλα εις εφαρμογήν τας διατάξεις του Δευτερονομίου χωρίς να τας γνωρίζω.»
«Το κυρίως κατάμερόν μου ήτο υψηλότερα, έξω της ακτίνος των ελαιώνων και αμπέλων, εγώ όμως συχνά επατούσα τα σύνορα. Εκεί παραπάνω, ανάμεσα εις δύο φάραγγας και τρεις κορυφάς, πλήρεις αγρίων θάμνων, χόρτου και χαμωκλάδων, έβοσκα τα γίδια του Μοναστηρίου.»
Με τη χρήση λοιπόν ρημάτων Παρατατικού χρόνου, που δηλώνουν επανάληψη στο παρελθόν, ο αφηγητής αφηγείται μία φορά πράξεις που έχουν συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν.
Ο χρόνος της ιστορίας:
Ο προσδιορισμός του χρόνου της ιστορίας, σε ό,τι αφορά την εμπειρία του νεαρού ήρωα, γίνεται απ’ την αρχή κιόλας του διηγήματος, όπου ο αφηγητής προσδιορίζει πως επρόκειτο για το καλοκαίρι του 187..., δεν μας δίνει βέβαια ακριβή χρονολογία. Εντούτοις, μπορούμε να τοποθετήσουμε τα γεγονότα κάποια στιγμή μέσα στη δεκαετία του 1870. (Αν επιχειρούσαμε μια αντιστοίχηση με τη ζωή του Παπαδιαμάντη, ο οποίος γεννήθηκε το 1851, θα διαπιστώναμε ότι ο συγγραφέας έγινε 18 χρονών το 1869.)
Η ασάφεια ως προς το χρόνο της ιστορίας γίνεται εμφανέστερη σε ό,τι αφορά το παρόν της αφήγησης, καθώς δε μας δίνεται κάποιο χρονολογικό στοιχείο. Γνωρίζουμε ότι ο αφηγητής τελειώνει τη Νομική στα 30 του χρόνια, αλλά η αναφορά του: «Σήμερα εξακολουθώ να εργάζομαι ως βοηθός ακόμη επιφανούς τινός δικηγόρου...», δεν μας επιτρέπει να καταλάβουμε πόσα χρόνια έχουν περάσει από τη στιγμή που τελείωσε το Πανεπιστήμιο.
Πάντως, ακόμη και για τα γεγονότα του καλοκαιρού του 187..., δεν υπάρχουν επιμέρους χρονολογικοί προσδιορισμοί. Ο αφηγητής περιορίζεται σε ασαφείς αναφορές: «Μίαν ημέραν... Μίαν άλλην ημέραν... Μίαν εσπέραν...»
Αφηγηματικοί τρόποι:
Η αφήγηση της ιστορίας γίνεται με μίμηση, με πρωτοπρόσωπη δηλαδή αφήγηση.
Στο διήγημα υπάρχουν μόλις τρεις διαλογικές σκηνές, εκ των οποίων μόνο στη μία υπάρχει πραγματικός διάλογος: «-Τι έχεις και φωνάζεις; -Φωνάζω εγώ την κατσίκα μου, τη Μοσχούλα!... Με σένα δεν έχω να κάμω.», ενώ στις άλλες δύο ακούγονται μόνο τα λόγια του ενός προσώπου. «-Έτσι όλο τραγουδείς!... Δε σε άκουσα ποτέ μου να παίζης το σουραύλι!... Βοσκός και να μην έχει σουραύλη, σαν παράξενο μου φαίνεται!». Η τρίτη σκηνή δίνεται όταν μετά την κραυγή φόβου της Μοσχούλας ο ήρωας προσπαθεί να την καθησυχάσει: «-Μη φοβάσαι!... δεν είναι τίποτε... δε σου θέλω κακόν!»
Στα πλαίσια του εσωτερικού μονολόγου του ήρωα, μας δίνονται σε ευθύ λόγο κάποιες από τις σκέψεις του: «-Βρέθηκα εδώ, χωρίς να ξέρω... Μην τρομάζης!... φεύγω αμέσως, κοπέλα μου!» / «Αυτή δεν θ’ αργήση, έλεγα μέσα μου∙ τώρα θα κολυμπήση....» / «Να εκινδύνευεν έξαφνα! να έβαζε μια φωνή!...»
Σε ευθύ λόγο επίσης δίνεται η προσευχή του γεωργού: «Εις το όνομα του Πατρός...»
Στο κείμενο επίσης εντοπίζουμε πλάγιο λόγο, όταν ο αφηγητής μας παρουσιάζει τα λόγια του πάτερ Σισώη: «αν ήθελαν να με κάμουν καλόγερον, δεν έπρεπε να με στείλουν έξω από το μοναστήρι....»
Στο διήγημα κυρίαρχος αφηγηματικός τρόπος είναι ο εσωτερικός μονόλογος, καθώς πολύ συχνά διαβάζουμε τις προσωπικές σκέψεις, τα συναισθήματα και τους προβληματισμούς/διλήμματα του αφηγητή.
Σημαντικό ρόλο επίσης διαδραματίζουν οι περιγραφές είτε αυτές αφορούν το τοπίο είτε τη νεαρή Μοσχούλα.
Προοικονομία:
Κατά την περιγραφή του κτήματος του κυρ Μόσχου, ο αφηγητής μας επισημαίνει πως αυτό βρίσκεται πολύ κοντά στη θάλασσα, ιδίως ο κάτω τοίχος του, που σχεδόν βρέχεται από το κύμα, όταν φυσά δυνατός βοριάς. Τοποθεσία όπου αργότερα θα εκτυλιχθεί το κεντρικό επεισόδιο της ιστορίας. «... ο κάτω τοίχος, με σφοδρόν βορράν πνέοντα, σχεδόν εβρέχετο από το κύμα.»
Παρόμοια αναφορά γίνεται κι όταν ο αφηγητής επιλέγει την ακτή σ’ εκείνο το σημείο για να κολυμπήσει: «Από το άντρον εκείνο ήρχιζεν ένα μονοπάτι, δια του οποίου ανέβαινε τις πλαγίως την απότομον ακρογιαλιάν, κ’ έφθανε εις την κάτω πόρταν του τοιχογυρίσματος του Κυρ Μόσχου...»
Προοικονομία επίσης συνιστά τόσο η αναφορά για το δέσιμο της Μοσχούλας μ’ ένα σχοινάκι, ώστε να μη φύγει την ώρα που ο νεαρός ήρωας θα κολυμπούσε, όσο και το σημείο στο οποίο την είχε δέσει: «εφρόντισα να την δέσω μ’ ένα σχοινάκι εις την ρίζα ενός θάμνου ολίγον παραπάνω από το βράχον εις την βάσιν του οποίου είχα αφήσει τα ρούχα μου πριν ριφθώ εις την θάλασσαν.»
Προϊδεασμός:
• «Την τελευταίαν φοράν όπου εγεύθη την ευτυχίαν ήτον το θέρος εκείνου του έτους...»
• «Καθώς ο σκύλος, ο δεμένος με πολύ κοντό σχοινίον εις την αυλήν του αυθέντου του...»
• «Η τελευταία χρονιά που ήμην ακόμη φυσικός άνθρωπος ήτον το θέρος εκείνο...»
• «Να εκινδύνευεν έξαφνα! να έβαζε μια φωνή!... και να εφώναζε βοήθειαν!»
• «Το σχοινίον με το οποίον την είχα δέσει εις την ρίζαν του θάμνου ήτον πολύ κοντό. Τάχα μην «εσχοινιάσθη»...»
Σχήμα κύκλου:
Το διήγημα ξεκινά και τελειώνει με αναφορά στο ίδιο θέμα, δημιουργώντας έτσι σχήμα κύκλου: «Ήμην πτωχόν βοσκόπουλον εις τα όρη – Ω! ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!»
Σύμβολα:
• Η νεαρή Μοσχούλα λειτουργεί ως σύμβολο του εξιδανικευμένου και αγνού έρωτα.
• Το περιφραγμένο κτήμα του Κυρ Μόσχου, ως ο προστατευμένος κήπος της Εδέμ.
• Η θάλασσα συμβολίζει την απόλυτη ελευθερία σε πολλαπλά επίπεδα (ατομικό, ερωτικό, κοινωνικό).
• Το κοντό σχοινί συμβολίζει του ποικίλους περιορισμούς (εξωτερικούς κι εσωτερικούς) που τίθενται στη ζωή του αφηγητή.
Αρκαδισμός – Βουκολική Ποίηση:
Η Αρκαδία λειτουργεί στη λογοτεχνία ως σύμβολο ενός ιδανικού τόπου γαλήνης, όπου κυριαρχεί ο ευδαιμονισμός που προκύπτει από την επαφή με τη φύση και τον έρωτα. Με αρχικό ερέθισμα την ελληνική Αρκαδία, δημιουργείται στη φαντασία των λογοτεχνών ένας παραδεισένιος τόπος ελευθερίας, ηρεμίας και ηδονισμού.
Αρκαδισμός είναι το λογοτεχνικό ρεύμα που πηγάζει από την Ιταλική Αναγέννηση και κυριάρχησε στην ποίηση. Πρόκειται για το ποιητικό ιδανικό που θέλοντας να καταπολεμήσει το κακό γούστο του κλασικισμού αναζητούσε την έμπνευση στη βουκολική αγνή ύπαιθρο. Με τον Αρκαδισμό εξυμνείται η απλότητα της ζωής και ο διαρκής ευδαιμονισμός του αρκαδικού τοπίου και τρόπου.
Η βουκολική (ποιμενική) ποίηση επιχειρεί να μεταφέρει την αίσθηση της αγνής ευτυχίας που διακρίνει την αμέριμνη ζωή των ποιμένων, μέσα από τραγούδια που εξυμνούν τον έρωτα και την απλότητα της ζωής. Η ζωή των βοσκών διανθίζεται με ερωτικές περιπέτειες και στιγμές απόλυτης ευτυχίας μέσα στην ομορφιά και την αγνότητα της φύσης.
Το Όνειρο στο κύμα έχει αναλογίες με τη βουκολική ποίηση, καθώς έχουμε ένα αμέριμνο βοσκόπουλο που επιθυμεί την όμορφη κοπέλα, η οποία όμως καταφεύγει στο κτήμα-οχυρό της θέτοντας εμπόδια στην εκπλήρωση του μεταξύ τους έρωτα.
Οι αναλογίες πάντως κορυφώνονται μέσα από την εκστασιακή σχέση του νεαρού ήρωα με τη φύση.
Ηθογραφική διάσταση του διηγήματος:
Στο διήγημα αυτό έχουμε μια ωραιοποιημένη και ειδυλλιακή αναπαράσταση της ελληνικής υπαίθρου, με αναφορές σε λαογραφικά στοιχεία. Συνάμα, βέβαια, υπάρχει και η κοινωνική διάσταση της ιστορίας, καθώς καταγγέλλεται η διαφορά ανάμεσα στη διαβίωση των πλουσίων και των φτωχών.
Βασικές ιδιαιτερότητες της ιστορίας αποτελούν η μέριμνα του συγγραφέα για την αναλυτική ψυχογράφηση του ήρωα της ιστορίας, καθώς και η θρησκευτικότητα που διατρέχει το κείμενο.
Κτητικές αντωνυμίες:
Ιδιαίτερη λειτουργία επιτελούν οι κτητικές αντωνυμίες του κειμένου που αναδεικνύουν τη σχέση ταύτισης ανάμεσα στον νεαρό ήρωα και το φυσικό του περιβάλλον. Ό,τι ο ήρωας παρουσιάζει ως σχέση κτήσης, επί της ουσίας αποτελεί μια άρρηκτη σχέση συνύπαρξης, που τονίζει τη βιωματικότητα της ιστορίας.
«Όλον το κατάμερον εκείνο... ήταν ιδικόν μου» / «Όλα εκείνα ήσαν ιδικά μου» / «Όλον τον άλλον καιρόν ήτον κτήμα ιδικόν μου».
Βασικές θεματικές του διηγήματος:
• Το θέμα του ανολοκλήρωτου έρωτα και της ανάμνησής του, ως στοιχείο βίου.
• Η γενικευτική αποστροφή του ενήλικα αφηγητή προς τις γυναίκες, ως αποτέλεσμα της αυστηρής θρησκευτικής αγωγής του.
• Η ταύτιση της κοσμικής μόρφωσης με την απώλεια του εφηβικού ευδαιμονισμού και της απλότητας του εφηβικού βίου.
• Η θέαση της μισθωτής εργασίας ως μέσο δέσμευσης του ανθρώπου και απομάκρυνσής του από το αγνό περιβάλλον της φύσης, όπου βρίσκεται η ευτυχία του.
• Η διάσταση ανάμεσα στην πενία και τον πλούτο.
• Η θεμελιώδης ισοτοπία ευτυχία-δυστυχία = φύση-πολιτισμός.
Ομωνυμίες:
Μοσχούλα κοπέλα – Μοσχούλα αίγα:
• Η ομωνυμία λειτουργεί ως απόπειρα υποκατάστασης από τον ερωτευμένο νέο.
• Θα αποτελέσει την αφορμή για την πρώτη συνομιλία των δύο νέων.
• Η ιδιαίτερη φροντίδα για την ασφάλεια της Μοσχούλας κατσίκας, θα σταθεί αφορμή για το δραματικό εκείνο απρόοπτο που θα θέσει σε κίνδυνο τη ζωή της κοπέλας και θα οδηγήσει τελικά στη θυσία της Μοσχούλας-αίγας.
• Ο θάνατος της Μοσχούλας-αίγας συμβολίζει τελικά και το τέλος της εξιδανίκευσης της Μοσχούλας-κοπέλας.
Μοσχούλα-Κυρ Μόσχος:
• Η στενή συσχέτιση ανάμεσα στην κοπέλα και τον πλούσιο θείο της, καθιστά εντονότερη την απόσταση ανάμεσα στον νεαρό βοσκό και την κοπέλα που βρίσκεται σε υψηλότερη και άρα απρόσιτη για τον φτωχό νέο κοινωνική θέση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου