ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΑΝΑΛΥΘΗΚΕ ΗΔΗ , ΝΟΜΙΖΩ ΕΠΑΡΚΩΣ , ΚΑΙ ΟΙ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΟΥΣΙΩΔΕΙΣ , ΚΥΡΙΩΣ ΑΥΤΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ . ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΑ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΜΕΛΕΤΗΣΕΤΕ ΚΑΙ ΤΑ ΑΚΟΛΟΥΘΑ ΑΝΘΟΛΟΓΗΜΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΠΕΛΕΓΗΣΑΝ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΕΡΕΥΝΑ ΣΕ ΙΣΤΟΤΟΠΟΥΣ ΣΥΝΑΔΕΛΦΩΝ . ΚΑΛΟ ΔΙΑΒΑΣΜΑ ... ΤΙ ;;; ΑΣΜΑ ΕΡΩΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΛΟΓΩ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ ;;; ΛΙΓΟ ΔΥΣΚΟΛΟ ΓΙΑ ΤΑ ΑΚΟΥΣΜΑΤΑ ΜΟΥ..... ΑΣ ΘΕΩΡΗΣΟΥΜΕ ΕΡΩΤΙΚΟ ΤΟ ΑΚΟΛΟΥΘΟ ....
Η ποίηση της Πολυδούρη δεν πρέπει να κριθεί με αυστηρά καλλιτεχνικά μέτρα. Δεν είναι καρπός μιας υποταγής επίμονης, χωρίς καμιά παρέκκλιση, σχεδόν θρησκευτικής, στο νόημα της τέχνης, η μετουσίωση σε αυτοδύναμο σώμα αισθητικό της ζωικής εμπειρίας. Είναι ανάβρυσμα της στιγμής, με τα καλλιτεχνικά μέσα που δίνει η στιγμή στην ποιήτρια, του αισθήματος που την κατακλύζει. Πραγματικά, υπάρχουν πολλά γνωρίσματα του αυτοσχεδιασμού στα ποιήματα της Πολυδούρη· πεζολογίες, κοινοτοπίες, ατημελησίες, περισσολογίες. Άγρυπνη συνείδηση καλλιτεχνική δεν εποπτεύει τη δημιουργία της. Συχνά όμως στη φράση της, στη λέξη της διοχετεύει το πάθος που δονεί την ψυχή της και αυτή η ζέστα του πάθους, του γυμνού αμετουσίωτου, είναι το στοιχείο που μας θερμαίνει κι εμάς:
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου (…)
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.
Ο τελευταίος στίχος θα μπορούσε να είναι της Ντεμπόρντ Βαλμόρ, άλλης – μεγάλης – ερωτόπαθης ποιήτριας, από τέτοια πλησμονή του πάθους ξεχειλίζει. Δεν πρέπει να λησμονούμε άλλωστε ότι τους πιο παθητικούς, τους πιο φλογερούς στίχους της τους έγραψε άρρωστη η Πολυδούρη, στους στερνούς μήνες της ζωής της και ότι η θέρμη της αρρώστιας, όπως τόσο συχνά συμβαίνει, πολλαπλασιάζει τον οίστρο του πάθους. Αλλιώς αντικρύζει τ’ αγαθά της ζωής και ένα από τα πιο μεγάλα, τον έρωτα, ένας που δεν έχει κανένα λόγο να πιστεύει ότι δε θα ζήσει ακόμα, κι εκείνος που αισθάνεται ότι είναι μετρημένες οι μέρες του.
(…) Ομορφιά της ζωής, πόνος. Ανάμνηση του έρωτα, πάλι πόνος. Τους συσχετισμούς αυτούς, που γεννιούνται αυτόματα στην ψυχή τής θανάσιμα τραυματισμένης ποιήτριας, τους βλέπουμε να γεννιούνται με τον ίδιο αυτοματισμό και στην ποίησή της. (…) Τον έρωτα που δεν τον χάρηκε όσο θα το ‘θελε διαρκώς αναπολεί, νοσταλγεί, ονειρεύεται. Και ο έρωτας είναι πάντα σχεδόν ανακατεμένος με τ’ όραμα ενός νεκρού (…) Η ποίηση της Πολυδούρη σκιρτά απ’ τη λαχτάρα και από τη μέθη της ζωής. Και μόνο στο τέλος τρεκλίζει από τον πόνο».
Ας τονίσουμε, πάντως, πως όλοι συγκλίνουν σε κάποια χαρακτηριστικά του έργου της Μ.Πολυδούρη, τα οποία τελικά είναι κι αυτά που το οριοθετούν.
*** "Τα αισθήματα επίσης είναι γνωστά, μάλλον ένα και μόνο αίσθημα: ο έρωτας και μάλιστα ο πιο γνήσια γυναικείος αισθηματικός έρωτας με τις αποχρώσεις της μελαγχολίας, νοσταλγίας, περιπάθειας, τρυφερότητας, θανάσιμης απελπισίας (…) Ο έρωτας από αισθηματική πληρότητα ξεπερνάει τον ίδιο το χώρο του αισθηματισμού και γίνεται δύναμη, που μεταμορφώνει την ύπαρξη, μέσα στο λαμπρό φως μιας μυστικής γέννησης" ( Γιώργος Θέμελης)
*** "Είναι λυρική και όχι μόνον υπό την γραμματολογικήν έννοιαν"
( Τέλλος Άγρας)
*** "(…) η Πολυδούρη έχει κατά βάθος κάτι το δαιμονικά ανυποχώρητο. Παρόμοια με τον Καρυωτάκη, θηρεύει κι εκείνη με τον τρόπο της το απόλυτο, που γίνεται μάλιστα στην περίπτωσή της πιο τελεσίδικα ανέφικτο, καθώς ο ασίγαστος ερωτισμός της τη σπρώχνει τελικά να το εντοπίσει στη μορφή του αυτόχειρα ποιητή, όταν ο θάνατος τον είχε κάνει απλησίαστο, ώσπου δεν της μένει πια παρά "στου έρωτα την άγρια καταιγίδα να ιδεί να μετρηθούν γι' αυτήν θάνατος και ζωή".
( Κώστας Στεργιόπουλος)
*** Η λυτρωτική λειτουργία της ποίησης βοηθά την Πολυδούρη να βρει διέξοδο στο εκρηκτικό πάθος της, που εκδηλώνεται σε δύο άξονες, τον έρωτα και το θάνατο. Η ρομαντική της φύση την κάνει να αντιφάσκει, να αιωρείται ανάμεσα στη δίψα της για τον έρωτα και την ένταση της ζωής και νοσηρό, τραγικό προαίσθημα του θανάτου. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για αντίφαση, η μεταφυσική βεβαιότητα ότι ο θάνατος πλησιάζει επιταχύνει και εντατικοποιεί τους ρυθμούς της ζωής, ώστε να ικανοποιηθεί η άπληστη ανάγκη για έρωτα (Γ. Χατζίνης).
*** Τα ποιήματά της παρουσιάζουν μια εικόνα ατημελησίας. Φθαρμένα υλικά, κοινότοπες εικόνες, κοινόχρηστες λέξεις, φλύαροι πλατειασμοί, αισθηματολογία, μελοδραματισμός, ελλιπής γλωσσική και στιχουργική επεξεργασία, τετριμμένη θεματολογία. Αυτό που διασώζει την ποίησή της είναι η γνησιότητα του πάθους της, που οδηγεί κάποιες φορές σε δραματικές κορυφώσεις ανεπανάληπτες, και η μουσικότητα του στίχου που αποδίδει τις συναισθηματικές μεταπτώσεις. Είναι η βάση της κατά τ ’άλλα ορμεμφυτικής και ανοργάνωτης ποιητικής της
(Κ. Στεργιόπουλος).
*** Η Μαρία Πολυδούρη υπήρξε γνήσιο παιδί των ιστορικών και αισθητικών παραμέτρων της εποχής της. Η στενή σχέση αλληλεπίδρασης, έως και ταύτισης, ζωής και έργου είναι θεμελιώδης αρχή των νεορομαντικών. Η σύνδεση ζωής και έργου κατά τη διαδικασία της ποιητικής σύνθεσης ήταν αυτονόητη για την Πολυδούρη. (elogos.gr)
*** Οι στίχοι της είν' ατημέλητοι και τους διακρίνει μελαγχολία, ρέμβη και διάθεση για φυγή. ( Έλλη Αλεξίου)
*** Δυο βιβλία που περιέχουν περισσότερο θάνατο από σελίδες... Έτσι όπως μας έρχονται από την ολοκληρωτική της νύχτα, έχουν την υποβλητικότητα ενός μεγάλου θρήνου... ( Ουράνης)
Οι απόψεις όσων έχουν μελετήσει το ποιητικό έργο της Μαρίας Πολυδούρη συγκλίνουν σε δύο βασικές διαπιστώσεις: 1) Χαρακτηρίζεται από αμεσότητα, φυσικότητα, "αυθορμησία". 2)Υπάρχουν σ' αυτό αδυναμίες, προχειρότητες. Ας σταθούμε σήμερα στο πρώτο κι ας δούμε πώς περιγράφεται, πώς σχολιάζεται, από τους κριτικούς του έργου της.
*** "Συνήθως η αυθορμησία είναι το έδαφος της πρώτης ύλης, που έρχεται άμεσα από την ψυχή μαζί με τη φωνή, η ίδια φυσική φωνή ως φορέας συναισθημάτων. Χρειάζεται πάντα και κάτι άλλο για να γίνει ποίηση αυτή η πρώτη ύλη. Χρειάζεται τέχνη, που θα μετουσιώσει την ύλη σε μουσική, αφού την απαλλάξει από το βάρος της ζωτικής ανάγκης, που την κρατεί στο επίπεδο των συναισθηματικών εκκενώσεων. Και όμως η ποίηση της Μαρίας Πολυδουρη μοιάζει να' ναι ευθύς αμέσως έτοιμη, χωρίς να 'χει ανάγκη να υποστεί αυτή την αλλοίωση και διαμόρφωση, σάμπως ο παράγων Τέχνη να 'ναι σύμφυτος με την ύλη και βγαίνει μαζί της με τη φωνή. Κινδυνεύει να μην είναι αποτέλεσμα από τη διαμορφωτική ενέργεια του πνεύματος, αλλά κατάσταση ψυχής."
*** "Το βλέπει κανείς πως η ποίηση αυτή είναι σκέτη, απλή ομιλία και εξομολόγηση" ( Γιώργος Θέμελης)
Τα ίδια, περίπου, παρατηρεί και ο Κώστας Στεργιόπουλος:
*** "Γιατί η Πολυδούρη έγραφε τα ποιήματά της όπως και το ατομικό της ημερολόγιο. Η μεταστοιχείωση γινόταν αυτόματα και πηγαία. Κι αν στους περισσότερους της νεορρομαντικής σχολής το βιωματικό στοιχείο - τόσο κυριαρχικό σε όλους τους - ήταν μια πρώτη ύλη που περνούσε από διαδοχικές διαφοροποιήσεις, ώσπου να φτάσει στο ποίημα, γι' αυτήν η έκφραση εσήμαινε κατ' ευθείαν μεταγραφή των γεγονότων του συναισθηματικού της κόσμου στην ποιητική γλώσσα της εποχής, με όλες τις εξιδανικεύσεις, τις ωραιοποιήσεις και τις υπερβολές, που της υπαγόρευε η ρομαντική της φύση κι η ατμόσφαιρα του περιβάλλοντος."
Αλλά και ο Τέλλος Άγρας και ο Γιάννης Χατζίνης:
*** "Η ποιητική γλώσσα και η ομοιοκαταληξία της Πολυδούρη ως και η στιχουργία αυτής, παρ' όλην την ποικιλίαν των ευχερώς χρησιμοποιηθέντων ρυθμών, από της οποίας μετέστη, τέλος εις τον ελεύθερον στίχον, χαρακτηρίζεται υπό φυσικότητος. "
" Η ποιητική έκφραση είναι γι’ αυτήν ζωτική ανάγκη, γιατί λειτουργεί σαν πράξη λύτρωσης από τα πάθη της, σαν απαραίτητη προϋπόθεση για την ψυχική της ηρεμία. Μπροστά σ’ αυτή την επιτακτική ανάγκη έκφρασης, τα ζητήματα τεχνικής περνούν σε δεύτερη μοίρα. Αδυνατεί και, κυρίως, αδιαφορεί να υποτάξει το χειμαρρώδη λυρισμό της σε συμμετρικά σχήματα" (Τέλλος Άγρας).
*** "Ο συνηθισμένος τύπος λογοτέχνη είναι αυτός που ζει για να γράφει. Εκείνος, δηλαδή, για τον οποίο τα ίδια τα πάθη αποκτούν αξία μόνο απ' τη στιγμή που θα βρουν καλλιτεχνική έκφραση. Η Πολυδούρη όμως ζει για να ζήσει. Κι όταν χαράζει στο χαρτί τους στίχους της, δεν αποβλέπει στον αναγνώστη, αλλά στην ίδια τη δική της ανάγκη να δώσει στο ηφαίστειό της διέξοδο". (Γιάννης Χατζίνης)
Η Μαρία Πολυδούρη ήταν λυρική ποιήτρια της δεκαετίας του 1920, που εξέφρασε πηγαία, αυθόρμητα, ανεπεξέργαστα τη σπαρακτική σχέση που είχε η ίδια, αλλά και η γενιά της με τον έρωτα και τον θάνατο σε ένα περιβάλλον κοινωνικής αναζήτησης και συναισθηματικής παρακμής.
Η βιωματική ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη αντανακλά, ως ένα βαθμό, τη "νεορομαντική σχολή", που αναπτύσσεται στον αστερισμό του μεσοπολέμου, περιόδου αναζητήσεως πολιτικής ισορροπίας στην Ελλάδα. Μικρασιατική καταστροφή, εθνική κρίση, οικονομικό χάος, κοινωνική ρευστότητα, συνθέτουν τη βασική υπαρξιακή αβεβαιότητα των ποιητών της εποχής
Ελάχιστη, όπως και η ζωή της, ήταν η δημιουργία της. Δύο συλλογές με ποιήματα συναισθηματικής έξαρσης, σημαδεμένα από τον ανικανοποίητο έρωτα με τον Κώστα Καρυωτάκη («Οι τρίλλιες που σβήνουν» και «Ηχώ στο Χάος»), και δύο πεζογραφήματα γεμάτα απέχθεια και σαρκασμό για την υποκρισία και τον καθωσπρεπισμό της εποχής της («Ημερολόγιο» το ένα και χωρίς τίτλο το άλλο).
Η Μαρία Πολυδούρη ήταν μια αληθινή, γνήσια γυναικεία φωνή, που ακούστηκε στην ελληνική ποίηση της δεκαετίας του '20.
Μια ποιήτρια αισθαντική, ειλικρινής, με την αλήθεια της ψυχής της, που άλλοτε βάραινε από τον πόνο της ανθρώπινης ύπαρξης και άλλοτε «ποθούσε» το αύριο, κατορθώνοντας όμως πάντα να αγγίζει τα όρια της απόγνωσης.
Μια γυναίκα πιο ελεύθερη στην Αθήνα του '20, απ' ό,τι είναι πολλές γυναίκες σήμερα.
Μια γυναίκα που τόλμησε, προκάλεσε, δε δίστασε μπροστά σε κοινωνικά πρέπει, αντιστάθηκε με μέτρο τις δικές της ιδέες, διεκδίκησε το δικαίωμα στην οργή και την ουτοπία, στο όνειρο και την αλήθεια.
Μια τραγική φιγούρα της εποχής της, γεμάτη ζωή και θάνατο.
Μια μαχόμενη καρδιά, μια επαναστατημένη γυναίκα που δίνει τον προσωπικό της αγώνα, μια ψυχή έτοιμη να ριχτεί στη φωτιά, γνωρίζοντας καλά πως θα καεί.
Η Πολυδούρη , με τη ζωή και το έργο της, έρχεται να μας υπενθυμίσει την άλλη, την αληθινή διάσταση της αγάπης. Η ψυχή της και η αγάπη γεννήθηκαν την ίδια μέρα. Αυτό ένιωθε και το έγραψε. Επιθυμούσε να πιστέψει σ' έναν άνθρωπο που θα 'χει το μέγεθος και την ακεραιότητα του συμβόλου.
«... Ας φανερωθεί μπρος μου ο άνθρωπος που θα μπορέσω να τον αγαπήσω αληθινά, με τρέλα κι ας μη με αγαπήσει, δε με μέλλει. Θα ζω με την ευτυχία του να αγαπώ και θα πεθάνω έτσι...».
Η αγάπη για την Πολυδούρη - όπως άλλωστε κατά βάθος και για τους περισσότερους ανθρώπους - συχνά εκφράζεται σαν μια κραυγή απελπισίας.
«... Τι ειρωνεία! να μιλούν για την αγάπη άνθρωποι που δεν τη γνωρίζουν και να σιωπούν εντελώς κείνοι που νιώθουν την ψυχή τους να πνίγεται στον πόνο της...».
Έδωσε και δόθηκε στην αγάπη με τέτοια ένταση, που σήμερα μπορεί να μοιάζει ανοίκεια.
Κι όμως είναι τόσο αληθινή, τόσο ειλικρινής, που είναι ικανή να μνημονεύει το σπουδαίο, να ερμηνεύει το όνειρο, να πλησιάζει το ανεκπλήρωτο .
Εργοβιογραφικά στοιχεία
Η Μαρία Πολυδούρη γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1902, όπου και ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές σπουδές της και διορίστηκε στη Νομαρχία Μεσσηνίας. Μετά τον θάνατο και των δύο γονέων της, ζήτησε μετάθεση στη Νομαρχία Αττικής (1922) και γράφτηκε στη Νομική Σχολή. Στην υπηρεσία της γνώρισε τον Κώστα Καρυωτάκη και τον ερωτεύτηκε παράφορα. Η σχέση τους υπήρξε πολυκύμαντη, χωρίς, όμως, ευτυχισμένο τέλος. Για ένα διάστημα η Πολυδούρη έζησε στο Παρίσι, όπου προσβλήθηκε από φυματίωση και επέστρεψε στην Ελλάδα (1928). Πέρασε τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής της στο σανατόριο «Σωτηρία». Η αυτοκτονία του Καρυωτάκη τής έδωσε τη χαριστική βολή. Πέθανε σε ηλικία μόλις 28 χρόνων, το 1930. Η Μαρία Πολυδούρη άρχισε να γράφει στίχους από πολύ μικρή, τα ωραιότερα ποιήματά της, όμως, τα έγραψε μετά τη γνωριμία της με τον Καρυωτάκη.
Δημοσίευσε δύο ποιητικές συλλογές: Οι τρίλιες που σβήνουν (1928) και Ηχώ στο χάος (1929) (που συγκροτούν τα Άπαντά της). Οι στίχοι της είναι επηρεασμένοι από το λογοτεχνικό ρεύμα του Nεορομαντισμού και του Nεοσυμβολισμού και μοιάζουν με ένα λυρικό παραλήρημα. Κύρια γνωρίσματά τους είναι η λυρική έξαρση, η ευαισθησία, η λεπτότητα των συναισθημάτων, η ειλικρίνεια, η μουσικότητα και η μελαγχολία.
Η κριτική για το έργο της
Η ποιητική ανεξαρτησία της Μ. Πολυδούρη
«Δεν θα γλιτώσει, φυσικά, ούτε η Πολυδούρη από την επίδραση του Καρυωτάκη. Αν και θα ’ταν πιο εύστοχο αν λέγαμε πως η Πολυδούρη, βοηθημένη και από τον Καρυωτάκη, συνειδητοποιεί την εποχή της και τυραννιέται όσο κι αυτός από τη γύμνια της, χωρίς όμως και να καταφέρει να δώσει τόσο άμεσα, όσο εκείνος, το δράμα της. Και είναι προς τιμήν της πως απόφυγε τους μιμητισμούς, διατηρώντας ατόφια την προσωπικότητά της. Μένει τόσο ανεξάρτητη, που δεν διδάσκεται καν από τον αγαπημένο της ποιητή την λεκτική επεξεργασία του στίχου, και υστερεί φανερά, σε σύγκριση μ’ αυτόν που έδωσε πάντα τόσο αψεγάδιαστα, από την άποψη αυτή, ποιήματα. Παρόλα αυτά, έχουνε οι δυο τους ένα κοινό σημείο. Τον απόλυτα υποκειμενικό τόνο στην ποίησή τους. Γιατί και η Πολυδούρη, παρ’ όλη την τραγικότατη συνείδησή της, δεν έδωσε κι αυτή καθολικότητα, ούτε καθρέφτισε τους ανθρώπους μέσα στο έργο της. Αλλά υπάρχει τόση ειλικρίνεια στο ασυγκράτητο λυρικό παραλήρημα της ψυχής και της φαντασίας της, ώστε ο προσωπικός τόνος της να γίνεται πανανθρώπινος».
Ποιητικά γνωρίσματα της Μ. Πολυδούρη
«Και συμβαίνει τούτο το χαρακτηριστικό για την περίπτωσή της: ενώ όλοι οι άλλοι, ποιος λίγο ποιος πολύ, πρόφτασαν να διαδραματίσουν κάποιο ρόλο ζωντανοί, εκείνη διαβάστηκε και προσέχτηκε μόλις πριν απ’ τον πρόωρο θάνατό της κι αμέσως ύστερα. Γι’ αυτό η παρουσία της στα γράμματα, ενισχυμένη κι απ’ τη μεγάλη μεταθανάτια φήμη του Καρυωτάκη, εξαιτίας του δεσμού τους και της σχετικής επιφυλλιδογραφίας γύρω απ’ το “ειδύλλιο” των δύο ποιητών, που έφτασε να μεταμορφωθεί σε λαϊκό “ρομάντζο”, άρχισε να γίνεται αισθητή μαζί με το ρεύμα του “καρυωτακισμού”, όταν η ίδια δεν υπήρχε πια. Όλα αυτά μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε πόσο έμενε στραμμένη προς τη ζωή και πόσο η ποίησή της αποτελούσε ένα μέρος των αισθημάτων, των διαθέσεων και των προσωπικών της καταστάσεων. Γιατί η Πολυδούρη έγραφε τα ποιήματά της όπως και το ατομικό της ημερολόγιο. Η μεταστοιχείωση γινόταν αυτόματα και πηγαία. Κι αν στους περισσότερους της νεορρομαντικής σχολής το βιωματικό στοιχείο —τόσο κυριαρχικό σε όλους τους— ήταν μια πρώτη ύλη που περνούσε από διαδοχικές διαφοροποιήσεις, ώσπου να φτάσει στο ποίημα, γι’ αυτήν η έκφραση εσήμαινε κατ’ ευθείαν μεταγραφή των γεγονότων του συναισθηματικού της κόσμου στην ποιητική γλώσσα της εποχής, με όλες τις εξιδανικεύσεις, τις ωραιοποιήσεις και τις υπερβολές, που της υπαγόρευε η ρομαντική της φύση κι η ατμόσφαιρα του περιβάλλοντος. Για τούτο κι οι επιδράσεις στο έργο της εμφανίζονται μάλλον περιορισμένες και τυχαίες, κι είναι πιο πολύ επιδράσεις ζωής και γενικών τάσεων παρά συγκεκριμένων λόγιων πηγών, χωρίς να ξεφεύγει εντελώς απ’ τον κανόνα ούτε κι η φανερή επίδρασή της από τον Καρυωτάκη, αφού κι εκείνη φαίνεται να προέρχεται όχι μόνο απ’ την ίδια την ποίησή του, μα κι απ’ την προσωπική τους σχέση.
Η Πολυδούρη κινείται ολόκληρη στην περιοχή του συναισθήματος και των συναισθηματικών καταστάσεων, συνήθως γύρω απ’ τα δυο βασικά μοτίβα του έρωτα και του θανάτου, διατηρώντας έναν ιδιαίτερα προσωπικό τόνο. Πληθωρική από την αρχή σε συναισθηματισμούς, σε τρυφερότητα και γυναικεία ευαισθησία, φτάνει ν’ αγγίξει στο τέλος κάποιες δραματικές νότες και να μετριάσει στις καλύτερες στιγμές της τις πολλές ρομαντικές κοινοτοπίες, τον μελοδραματισμό και την κλαυθμηρή διάθεση, που τη χαρακτηρίζουν κατά ένα μεγάλο μέρος, για να περιοριστεί οξύτερα στο ατομικό της δράμα. Με χαλαρή συνήθως και κάποτε αδέξια τεχνική, αλλά με αυτοσχεδιαστική ευχέρεια, νοσηρά ρομαντική και ψυχολογικά επηρεασμένη από τα οικογενειακά της ατυχήματα, το επαρχιακό περιβάλλον της πατρίδας, τα μανιάτικα μοιρολόγια που άκουγε μικρή και τα αισθηματικά αναγνώσματα των λαϊκών μεσοπολεμικών περιοδικών, εξελίσσει βαθμιαία την ποίησή της σε μια γεμάτη ερωτική περιπάθεια και τύψη ελεγεία θανάτου, εξουδετερώνοντας τα μειονεκτήματά της με το πάθος και τον παλμό της φωνής της. Γιατί πέρα απ’ τις συναισθηματικές διαχύσεις, η Πολυδούρη έχει κατά βάθος κάτι δαιμονικά ανυποχώρητο. Παρόμοια με τον Καρυωτάκη, θηρεύει κι εκείνη με τον τρόπο της το απόλυτο, που γίνεται, μάλιστα, στην περίπτωσή της πιο τελεσίδικα ανέφικτο, καθώς ο ασίγαστος ερωτισμός της τη σπρώχνει τελικά να το εντοπίσει στη μορφή του αυτόχειρα ποιητή, όταν ο θάνατος τον έχει κάνει απλησίαστο, ώσπου δεν της μένει πια παρά “στου έρωτα την άγρια καταιγίδα” να ιδεί να μετρηθούν γι’ αυτήν θάνατος και ζωή. Βέβαια, αν εξαιρέσουμε μερικά ποιήματα, ο συναισθηματισμός της ελάχιστα μετουσιώνεται ποιητικά, κι ακόμα πιο σπάνια πνευματικοποιείται. Κι ωστόσο, χωρίς ιδιαίτερη πνευματικότητα, χωρίς ακονισμένη τεχνική, κατορθώνει να δίνει νέα δύναμη σε φτωχές και τριμμένες λέξεις, ώστε ένα πλήθος κοινοτοπίες ν’ αποκτούν εκφραστικότητα ασυνήθιστη. Γι’ αυτό κι εξακολουθεί να παραμένει από τις πιο γνήσιες γυναικείες φωνές που ακούστηκαν στη νεοελληνική ποίηση».
Μαρία Πολυδούρη, «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες»
Συνήθως η αυθορμησία είναι το έδαφος της πρώτης ύλης, που έρχεται άμεσα από την ψυχή μαζί με τη φωνή, η ίδια η φυσική φωνή ως φορέας αισθημάτων. Χρειάζεται πάντα και κάτι άλλο για να γίνει ποίηση αυτή η πρώτη ύλη. Χρειάζεται η τέχνη, που θα μετουσιώσει την ύλη σε μουσική, αφού την απαλλάξει από το βάρος της ζωτικής ανάγκης, που την κρατεί στο επίπεδο των αισθηματικών εκκενώσεων. Και όμως η ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη μοιάζει να’ ναι ευθύς αμέσως έτοιμη, χωρίς να ‘χει ανάγκη να υποστεί αυτή την αλλοίωση και διαμόρφωση σάμπως ο παράγων Τέχνη να ‘ναι σύμφυτος με την ύλη και βγαίνει μαζί της με τη φωνή. Κινδυνεύει να μην είναι αποτέλεσμα από τη διαμορφωτική ενέργεια του πνεύματος, αλλά κατάσταση της ψυχής.
[...] Τα αισθήματα επίσης είναι γνωστά, μάλλον ένα και μόνο αίσθημα: ο έρωτας και μάλιστα ο πιο γνήσια γυναικείος αισθηματικός έρωτας με τις αποχρώσεις της μελαγχολίας, νοσταλγίας, περιπάθειας, τρυφερότητας, θανάσιμης απελπισίας. Όμως όλα τούτα τα γνωστά τα σώζει μια πνοή αλήθειας, που ενώ είναι κατάσταση ζωής, δε βουλιάζει στη πεζολογία που πληγώνει, κατορθώνει και κινείται τις περισσότερες στιγμές επάνω απ’ την τριβή, είναι, να πει κανείς, το τριμμένο διασωμένο μέσα σ’ έναν αέρα μουσικής, που βεβαιώνει την παρουσία της ψυχής, μιας ψυχής γυναικείας με την ιδιαίτερη εκείνη υφή της θηλυκότητας.
[...] Το βλέπει κανείς πως η ποίηση αυτή είναι σκέτη, απλή ομιλία και εξομολόγηση.
Ο έρωτας από αισθηματική πληρότητα ξεπερνάει τον ίδιο το χώρο του αισθηματισμού και γίνεται δύναμη, που μεταμορφώνει την ύπαρξη, μέσα στο λαμπρό φως μιας μυστικής γέννησης.
Γιώργος Θέμελης, Νεοέλληνες Λυρικοί, (Βασική Βιβλιοθήκη, τόμ. 29), εκδοτ. οίκος Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος, 1959, σ. 50-52
Όμως και πάλι, για να βαστάξει τον πόνο της και να δικαιώσει τη ζωή της – με την πιο μεστή και εξαίσια δικαίωση – και για ν’ αντιπροβάλει ένα φως στο μέγα σκοτάδι του φριχτού Οράματος, της φτάνει που ένας άνθρωπος την αγάπησε, της φτάνει που ένας άνθρωπος την κράτησε στα χέρια του μια νύχτα και την φίλησε στο στόμα. Είναι τόσο πλούσια, τόσο μεγάλη αυτή η χαρά, ώστε την γεμίζει ακόμα και νικάει τον πόνο της, και η ματωμένη φωνή που σκίζεται – μα και που βρίσκει πάντα τη δύναμη να ‘ναι ένας γλυκύτατος κελαϊδισμός – ξεχύνεται στο πιο θεσπέσιο κι ακράτητο ερωτικό υμνολόγημα:
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου .
Γιατί η Πολυδούρη έγραφε τα ποιήματά της όπως και το ατομικό της ημερολόγιο. Η μεταστοιχείωση γινόταν αυτόματα και πηγαία. Κι αν στους περισσότερους της νεορομαντικής σχολής, το βιωματικό στοιχείο – τόσο κυριαρχικό σε όλους τους – ήταν μια πρώτη ύλη που περνούσε από διαδοχικές διαφοροποιήσεις, ώσπου να φτάσει στο ποίημα, γι’ αυτήν η έκφραση εσήμαινε κατ’ ευθείαν μεταγραφή των γεγονότων του συναισθηματικού της κόσμου στην ποιητική γλώσσα της εποχής, με όλες τις εξιδανικεύσεις, τις ωραιοποιήσεις και τις υπερβολές, που της υπαγόρευε η ρομαντική της φύση κι η ατμόσφαιρα του περιβάλλοντος.
[...] Γιατί, πέρα απ’ τις κοινότοπες συναισθηματικές διαχύσεις, η Πολυδούρη έχει κατά βάθος κάτι το δαιμονικά ανυποχώρητο. Παρόμοια με τον Καρυωτάκη, θηρεύει κι εκείνη με τον τρόπο της το απόλυτο, που γίνεται μάλιστα στην περίπτωσή της πιο τελεσίδικα ανέφικτο, καθώς ο ασίγαστος ερωτισμός της τη σπρώχνει τελικά να το εντοπίσει στη μορφή του αυτόχειρα ποιητή, όταν ο θάνατος τον έχει κάνει απλησίαστο, ώσπου δεν της μένει πια παρά «στου έρωτα την άγρια καταιγίδα να ιδεί να μετρηθούν γι’ αυτήν θάνατος και ζωή.
Κώστας Στεργιόπουλος, Η ανανεωμένη παράδοση, Η Ελληνική ποίηση, Εκδ. Σοκόλη, 1980 και Μαρία Πολυδούρη, Άπαντα, επιμ. Τ. Μενδράκος, ό.π., σ. 267-271.
Η ποιητική γλώσσα και η ομοιοκαταληξία της Πολυδούρη ως και η στιχουργία αυτής, παρ’ όλην την ποικιλίαν των ευχερώς χρησιμοποιηθέντων ρυθμών, από της οποίας μετέστη στο τέλος εις τον ελεύθερον στίχον, χαρακτηρίζεται υπό φυσικότητος.
[...] Είναι λυρική και όχι μόνον υπό την γραμματολογικήν έννοιαν, αλλά και υπό την τεχνικήν, τουτέστιν εις την ουσίαν και την υφήν της ποιητικής μορφής, όπου επιδιώκει την λεπτότητα, την λιτότητα, την διαφάνειαν και την οξύτητα. Η λυρική ελεγεία εμφανίζεται εις σημεία τινα του έργου της μετ’ αρτιότητος ουχί συνήθους.
Τέλλος Άγρας, άρθρο στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια και Μαρία Πολυδούρη
Από τα τραγούδια της Μαρίας δεν ήξερα κι ακόμα δεν καλοξέρω παρά μόνο ένα τραγούδι, εκείνο που καθιέρωνε τον έρωτά της στον αγαπημένο της που δεν υπήρχε πια, αυτό που λέγεται «Γιατί μ’ αγάπησες» και που ‘φτανε για τη ψυχή μου, γιατί η λυρική γυναικεία της φωνή ανέβαινε σε τούτο το τραγούδι με την καθαρότητα ενός αηδονίσιου τραγουδιού μέσα στη νύχτα που ολοένα υψωνόταν κυρίαρχη γύρωθε κι απάνωθέ της μ’ όλα της τα σκότη, αλλά και μ’ όλα της τ’ αστέρια ακόμα.
Άγγελος Σικελιανός, Ελληνικόν Ημερολόγιον «ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ», 1945 και Μαρία Πολυδούρη, Άπαντα, επιμ. Τ. Μενδράκος, ό.π., σ. 272-274
Δεν ξέρουμε αν η ίδια η ποιήτρια είχε συνείδηση της εξαιρετικής οξύτητας των ερωτικών της κραυγών. Προπάντων, αν είχε σκεφθεί άμεσα τον αναγνώστη, αν έγραφε για τον αναγνώστη, μ’ άλλα λόγια για τη φήμη. Ο συνηθισμένος τύπος του λογοτέχνη είναι εκείνος που ζει για να γράφει. Εκείνος, δηλαδή, για τον οποίο τα ίδια τα πάθη αποκτούν αξία μόνο απ’ τη στιγμή που θα βρουν έκφραση καλλιτεχνική. Η Πολυδούρη όμως ζει για να ζήσει. Κι όταν χαράζει στο χαρτί τους στίχους της, δεν αποβλέπει στον αναγνώστη, αλλά στην ίδια τη δικής της ανάγκη να δώσει στο ηφαίστειο διέξοδο.
[...] Παρ’ όλα αυτά, νομίζω πως φτάνει ν’ αγγίξουμε με το δάχτυλο την πληγή της Πολυδούρη, για να νιώσουμε να μας διαπερνάει το ρίγος που έκανε και την ίδια να βγάζει αυτές τις κραυγές:
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου