Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 20 Αυγούστου 2013

Η ΥΛΗ ΓΙΑ ΤΟ 2013-14

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ (ΠΟΙΗΣΗ-ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ) 1. Διονύσιος Σολωμός, «Ο Κρητικός» 2. Γεώργιος Βιζυηνός, «Το αμάρτημα της μητρός μου» 3. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Όνειρο στο κύμα» 4. Ποιήματα για την ποίηση • Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου ποιητού εν Κομμαγηνή 595 μ .Χ.» • Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, «Ο Δαρείος» • Γιώργης Παυλόπουλος, «Τα Αντικλείδια» 5. «Σελίδες του Γ. Ιωάννου» • «Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς» 6. Η ποιήτρια Κική Δημουλά • «Σημείο Αναγνωρίσεως» Σημείωση Τα λογοτεχνικά κείμενα (ποιητικά-πεζά) που περιλαμβάνονται στην εξεταστέα-διδακτέα ύλη θα διδαχθούν με τη σειρά που δίνονται παραπάνω, η οποία καθορίζεται από: α) τη χρονολογική σειρά των κειμένων, σύμφωνα με την κατάταξή τους στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και β) το είδος τους, με στόχο την εναλλαγή ποίησης και πεζογραφίας, ώστε να διατηρείται το ενδιαφέρον των μαθητών. ΛΑΤΙΝΙΚΑ Από το βιβλίο «Λατινικά» της Γ΄ τάξης Γενικού Λυκείου Θεωρητικής Κατεύθυνσης, των Μ. Πασχάλη -Γ. Σαββαντίδη, έκδοση 2013. Κείμενα - Γραμματική - Συντακτικό Τα κείμενα των ενοτήτων 21-50, εκτός των ενοτήτων 22, 26, 33, 35, 39, 40, 46 και 50, από τις οποίες θα διδαχθούν μόνο τα γραμματικά και συντακτικά φαινόμενα. Τα γραμματικά και συντακτικά φαινόμενα που περιλαμβάνονται σ' όλες τις ενότητες (21-50) του διδακτικού εγχειριδίου της τάξης αυτής. Επίσης, στην εξεταστέα-διδακτέα ύλη συμπεριλαμβάνονται τα γραμματικά και συντακτικά φαινόμενα που περιέχονται και στις είκοσι ενότητες του βιβλίου «Λατινικά» της Β΄ τάξης Γενικού Λυκείου των Μ. Πασχάλη - Γ. Σαββαντίδη, έκδοση 2013.      

Σάββατο 22 Ιουνίου 2013

GRATULATIONES !!!!

   ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ !!!!
   ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΚΑΤ΄ΑΡΧΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΦΙΛΟΤΙΜΗ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥΣ ΣΤΙΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ .
   ΚΥΡΙΩΣ ΟΜΩΣ  ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ ΣΤΗΝ ΑΧΤΥΠΗΤΗ ΤΡΙΠΛΕΤΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΥ ΑΠΟΔΕΙΧΤΗΚΕ ΑΡΚΟΥΝΤΩΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ.
   ΤΑ ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ ΜΟΥ ΛΟΙΠΟΝ ΣΤΟΝ ΑΓΑΠΙΟ , ΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΡΙΑΔΑ ΠΟΥ ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΑΝ ΕΠΑΞΙΑ ΤΗ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΦΕΤΟΣ .
   ΤΩΡΑ ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΗΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΛΛΗΛΗΣ ΣΧΟΛΗΣ . ΕΙΜΑΙ ΣΙΓΟΥΡΟΣ ΟΜΩΣ ΟΤΙ ΑΥΤΟ ΘΑ ΤΟ ΚΑΤΑΦΕΡΕΤΕ .
   ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΩΝΤΑΣ ΣΑΣ , ΓΙΑ ΤΗ ΦΕΤΙΝΗ ΧΡΟΝΙΑ , ΚΑΙ ΜΕ ΤΙΣ ΕΥΧΕΣ ΜΟΥ ΓΙΑ ΕΝΑ ΞΕΚΟΥΡΑΣΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ  , ΑΣ ΚΑΝΩ ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΚΥΚΛΙΚΟΥ ΣΧΗΜΑΤΟΣ ΅ΑΝΕΒΑΖΟΝΤΑΣ΅ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΑΣΜΑ ΠΟΥ ΣΑΣ ΠΡΟΤΕΙΝΑ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ . ΝΟΜΙΖΩ ΑΛΛΩΣΤΕ ΟΤΙ ΔΙΝΕΙ ΤΟ ΣΤΙΓΜΑ .


   ΚΑΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΚΑΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΜΟΝΗ ΚΑΙ ΤΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΣΑΣ 


http://www.youtube.com/watch?v=DnGdoEa1tPg&ob=av2e

Πέμπτη 30 Μαΐου 2013

ΤΕΛΕΙΩΣΑΜΕ ΛΟΙΠΟΝ !!!

   ΑΥΤΟ ΗΤΑΝ ! ΤΩΡΑ ΕΝ ΑΝΑΜΟΝΗ ΤΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ . ΘΑ ΤΑ ΠΟΥΜΕ ΚΑΙ ΑΠΟ ΚΟΝΤΑ ΒΕΒΑΙΑ . ΔΥΣΚΟΛΑ ΑΛΛΑ ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΑ ΚΑΙ ΤΑ ΘΕΜΑΤΑ.
   ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΩΝΤΑΣ ΣΑΣ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΜΝΕΙΑ ΚΑΙ ΝΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΣΟΥΜΕ ΕΙΛΙΚΡΙΝΑ ΟΛΟΥΣ ΕΚΕΙΝΟΥΣ ΠΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΚΟΠΟ ΤΟΥΣ , ΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ , ΤΟ ΤΑΛΕΝΤΟ ΤΟΥΣ , ΤΟ ΦΙΛΟΤΙΜΟ ΤΟΥΣ , ΠΡΟΣΦΕΡΑΝ ΣΕ ΜΑΣ ΤΙΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ , ΤΙΣ ΓΝΩΣΕΙΣ , ΤΙΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΤΟΥΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ BLOGS ΤΟΥΣ . ΑΝ ΜΗ ΤΙ ΑΛΛΟ ΕΜΕΙΣ ΔΕΝ ΕΙΧΑΜΕ ΤΗΝ ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑ ΝΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΟΥΜΕ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ . ΟΙ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΛΟΙΠΟΝ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΠΡΟΗΛΘΑΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΞΗΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΣ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΥΣ :
  
  •    ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΤ\ΝΣΗΣ ---- Δ.ΜΑΝΕΣΗΣ
  •    ΝΕΟΕΛ.ΛΟΓΟΤ.ΚΑΤ/ΝΣΗΣ ----- ΕΙΡ.ΠΑΞΙΜΑΔΑΚΗ
  •    ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ  ----- Π.ΜΟΙΡΑ
  •    ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ Δ.ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
  •    ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΝΕΟΕΛΛ.ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ--- Κ. ΜΑΝΤΗΣ
      ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΚΑΤΑ ΠΟΣΟ ΣΑΣ ΒΟΗΘΗΣΑΝ ΟΛΑ ΑΥΤΑ Ή ΑΝ ΗΤΑΝ ΑΡΚΕΤΑ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΚΑΝΑΜΕ ΜΑΖΙ . ΠΑΝΤΩΣ ΣΕ ΚΑΘΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΚΑΘΕ ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΔΥΣΚΟΛΟ ΜΑΘΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΟΔΕΧΟΥΜΕΝΗ ΚΑΙ ΣΙΓΟΥΡΑ ΕΠΙΑΣΕ ΤΟΠΟ ΣΕ ΣΑΣ ΤΟΥΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥΣ ΥΠΟΨΗΦΙΟΥΣ . 
   ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΚΑΙ ΣΤΑ ΕΝΔΟΣΧΟΛΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ! ΘΑ ΤΑ ΠΟΥΜΕ ΚΑΙ ΔΙΑ ΖΩΣΗΣ !!!!

Τρίτη 28 Μαΐου 2013

LATINA

   ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ "ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΗ" ΑΥΡΙΟ ΜΕ ΤΑ ΠΟΛΥΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΣΑΣ ΛΑΤΙΝΙΚΑ !
    ΜΑΘΑΙΝΟΥΜΕ ΤΗ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΠΟΥ ΣΑΣ ΕΔΩΣΑ . ΔΙΑΒΑΖΟΥΜΕ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ( ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ , ΕΠΙΘΕΤΑ-ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ , ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ , ΡΗΜΑΤΑ....) . ΠΡΟΣΕΧΟΥΜΕ ΤΙΣ ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ . ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΙΣ ΕΙΔΙΚΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΡΗΜΑΤΩΝ - ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΤΟ SUM . ΑΠΟΘΕΤΙΚΑ , ΗΜΙΑΠΟΘΕΤΙΚΑ , ΣΕ -ΙΟ , ΤΟ ΕΟ , VOLO ,NOLO , MALO  .... ΟΛΑΑΑΑΑΑΑ !!!!! . ΑΠΑΝΤΑΜΕ ΣΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΜΑΣ ΖΗΤΑΝΕ .
   ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΒΓΑΙΝΕΙ ΚΑΙ Η ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ . ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ( ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ , ΣΚΟΠΟΣ .... ) ΚΑΘΕ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ . ΑΝ ΜΠΟΡΕΣΟΥΜΕ ΜΑΘΑΙΝΟΥΜΕ ΚΑΙ ΚΑΝΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑΚΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΕΣ ( ΕΙΣΑΓΟΝΤΑΙ , ΕΚΦΕΡΟΝΤΑΙ , ΔΗΛΩΝΟΥΝ...., ΧΡΗΣΙΜΕΥΟΥΝ....) . ΑΥΤΑ . ΛΙΓΟ ΒΙΑΣΤΙΚΑ ΒΕΒΑΙΑ ΓΙΑΤΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΠΙΕΖΕΙ !!!!
   ΑΝΤΕ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΝ ΤΑ ΒΑΣΑΝΑ . ΑΠΟ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ ΑΚΑΔΗΜΑ'Ι'ΚΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ ΟΛΟΙ ΣΑΣ ...
    
ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ !!!

Τρίτη 21 Μαΐου 2013

ΠΕΡΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

   ΟΠΩΣ ΕΧΟΥΜΕ ΠΕΙ ΕΠΑΝΕΙΛΗΜΜΕΝΩΣ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΕΝΑ ΑΠΑΙΤΗΤΙΚΟ ΚΑΙ ΑΧΑΡΙΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ . ΠΑΡ'ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΟΜΩΣ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΕΙΤΕ ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΩΝ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΩΝ .
    Η ΠΡΩΤΗ ΕΡΩΤΗΣΗ ΘΑ ΕΧΕΙ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ Ή ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ( ΡΕΥΜΑΤΑ , ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ...) . Η ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΩΝ , ΤΩΝ ΣΥΝΟΔΕΥΤΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ , ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΟΡΙΣΤΙΚΗ ΕΔΩ ... . 
   ΟΙ 2 ΕΠΟΜΕΝΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΙΝΟΥΝΤΑΙ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΑ ΔΟΜΙΚΑ - ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΗ ΜΙΑΣ ΚΡΙΣΗΣ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ . ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΔΕΝ ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΜΟΝΟ ΝΑ ΤΑ ΕΝΤΟΠΙΣΟΥΜΕ ΑΛΛΑ ΕΠΙΣΗΣ ΝΑ ΑΝΑΦΕΡΘΟΥΜΕ ΚΑΙ ΣΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥΣ . ΕΔΩ ΘΑ ΣΑΣ ΒΟΗΘΗΣΟΥΝ ΟΙ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ . ΓΙΑ ΤΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΣΤΕ ΝΑ ΑΠΟΔΕΙΞΕΤΕ ΤΗΝ ΟΡΘΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΜΕ ΟΣΟ ΤΟ ΔΥΝΑΤΟΝ ΠΙΟ ΙΣΧΥΡΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ .
   Η ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΡΩΤΗΣΗ ΘΑ ΑΦΟΡΑ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΟΣ . ΣΕΒΑΣΤΕΙΤΕ ΤΟ ΟΡΙΟ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΤΕ ΤΙΣ ΘΕΣΕΙΣ ΣΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΜΟΡΦΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΥ Ή ΠΑΡΑΓΡΑΦΩΝ . 
   Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΡΩΤΗΣΗ ΘΑ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΔΑΓΜΕΝΟΥ ΜΕ ΕΝΑ ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ . ΑΠΑΝΤΗΣΤΕ ΣΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΘΑ ΣΑΣ ΖΗΤΗΘΕΙ . ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ Ή ΜΟΡΦΗΣ ... ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΝΑΖΗΤΟΥΜΕ ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ Ή ΔΙΑΦΟΡΕΣ Ή ΚΑΙ ΤΑ ΔΥΟ .
     ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΜΗΝ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΕΤΕ ΤΗΝ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ . ΒΕΒΑΙΩΘΕΙΤΕ ΟΤΙ ΑΠΑΝΤΗΣΑΤΕ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΥΠΟΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΤΙ ΑΝΑΦΕΡΘΗΚΑΤΕ ΣΕ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΣΑΣ ΖΗΤΗΣΑΝ ΚΑΙ ΟΧΙ ΣΕ ΑΛΛΑ....
   ΕΠΕΙΔΗ ΚΑΙ ΕΓΩ ΚΙΝΟΥΜΑΙ ΜΕΤΑΞΥ ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΚΟΥ ΚΑΙ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΟΛΗ ΤΗ ΜΕΡΑ , ΔΕ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΣΑΣ ΥΠΟΣΧΕΘΩ ΟΤΙ ΘΑ ΕΡΘΩ . ΕΛΠΙΖΩ ΚΑΙ ΕΥΧΟΜΑΙ ΝΑ ΠΑΝΕ ΟΛΑ ΚΑΛΑ .

ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ!!!!!!!!!

Πέμπτη 16 Μαΐου 2013

ΕΥΧΕΣ

   ΗΛΘΕ ΛΟΙΠΟΝ Η ΜΕΓΑΛΗ ΣΤΙΓΜΗ ! ΟΙ ΚΟΠΟΙ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ ΚΡΙΝΟΝΤΑΙ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ . ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΙΣ ΕΥΧΕΣ ΜΟΥ ΓΙΑ ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΝΑ ΣΑΣ ΥΠΕΝΘΥΜΙΣΩ ΟΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΣΤΕ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΝΑ ΜΕΛΕΤΗΣΕΤΕ ΜΕ ΥΠΟΜΟΝΗ ΚΑΙ ΑΝΟΙΧΤΟ ΜΥΑΛΟ ΤΑ ΘΕΜΑΤΑ . ΠΟΛΛΕΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ , ΑΛΛΩΣΤΕ , ΘΑ ΤΙΣ ΒΡΕΙΤΕ ΜΕΣΑ ΣΕ ΑΥΤΑ !
   ΜΗ ΒΙΑΖΕΣΤΕ ΚΑΙ ΜΗΝ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΕΣΤΕ Ή ΕΝΘΟΥΣΙΑΖΕΣΤΕ ! ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΝΗΦΑΛΙΟΤΗΤΑ . ΕΛΕΓΞΤΕ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΑΝ ΕΧΕΤΕ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΕΙ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΖΗΤΟΥΜΕΝΑ . ΜΗ ΔΙΣΤΑΣΕΤΕ ΝΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΕΤΕ ΤΟ ΠΡΟΧΕΙΡΟ . ΤΣΕΚΑΡΕΤΕ ΤΟ ΧΡΟΝΟ ΣΑΣ . ΔΕ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΝΑ ΕΙΣΤΕ ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΠΟΥ ΘΑ ΑΠΟΧΩΡΗΣΟΥΝ ...
   ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΤΕ ΝΑ ΑΠΑΝΤΗΣΕΤΕ ΠΡΩΤΑ Σ'ΑΥΤΑ ΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΕΙΣΤΕ ΒΕΒΑΙΟΙ . ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΣΤΕ ΝΑ ΕΙΣΤΕ ΟΣΟ ΤΟ ΔΥΝΑΤΟΝ ΣΑΦΕΣΤΕΡΟΙ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΤΙΚΟΤΕΡΟΙ ...
   ΑΥΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΓΕΝΙΚΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ . ΕΛΠΙΖΩ ΠΑΡ'ΟΛΗ ΤΗΝ ΠΙΕΣΗ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΕΞΟΝΤΩΤΙΚΟΥΣ ΡΥΘΜΟΥΣ ΝΑ ΠΡΟΛΑΒΟΥΜΕ ΝΑ ΤΑ ΠΟΥΜΕ ΠΙΟ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΑ 2 ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΜΑΣ .

ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ !!!

Τετάρτη 10 Απριλίου 2013

GRAMMATICA LATINA ET ALIA



   ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΨΗΦΙΑΚΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΒΡΕΙΤΕ Ο,ΤΙ ΖΗΤΑΤΕ ΑΠΟ ΟΛΑ ΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΚΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ . ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ , ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ , ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ , ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑΤΑ . ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΤΕ ΤΟ ΜΕΝΟΥ ΠΛΟΗΓΗΣΗΣ ΚΑΙ ΒΡΕΙΤΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΘΕΛΕΤΕ !!!
   ΑΝ ΜΑΣ ΚΑΝΕΤΕ ΤΗΝ ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΕΠΑΝΕΛΘΕΤΕ ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΗΝ ΤΑΞΗ  ΘΑ ΗΤΑΝ ΚΑΛΟ ΝΑ ΕΞΑΣΚΗΘΟΥΜΕ ΣΤΗ ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΣΕ ΠΑΘΗΤΙΚΗ [ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΟ] ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ ΣΕ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΕΣ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ Ή ΤΗ ΣΥΜΠΤΥΞΗ ΤΩΝ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΩΝ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ ΣΕ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΕΣ ΜΕΤΟΧΕΣ ...
   ΚΑΛΟ ΔΙΑΒΑΣΜΑ !!!




Κυριακή 7 Απριλίου 2013

ΧΡΗΣΤΙΚΟΙ ΥΠΕΡΣΥΝΔΕΣΜΟΙ ...ΚΑΙ ΑΛΛΑ

   ΕΔΩ ΘΑ ΒΡΕΙΤΕ ΤΙΣ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΕΣ , ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΣΑΣ , ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ Κ.Ε.Ε. ΚΑΙ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ . ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙΣΤΕ ΤΟΥΣ ΥΠΕΡΣΥΝΔΕΣΜΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ . ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΑΣΚΗΣΗ ΣΑΣ .

www.kee.gr
http://digitalschool.minedu.gov.gr/modules/document/document.php?course=DSGL-C132&openDir=/4e5c93237eke/4e5c932a860n

  ΥΠΟΜΟΝΗ ΚΑΙ ΕΠΙΜΟΝΗ !!!

   http://www.youtube.com/watch?v=GY0RZriJ3gk

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013

ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΚΑΛΙ

   ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΑΣ ΦΕΤΟΣ ΕΧΟΥΝ ΕΠΙΛΕΓΕΙ ΑΡΚΕΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΕΛΠΙΖΩ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΧΡΗΣΙΜΑ ΚΑΙ ΝΑ ΣΑΣ ΒΟΗΘΗΣΟΥΝ . ΠΑΡΑ ΤΙΣ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΧΑΜΕΝΕΣ ΩΡΕΣ Η ΥΛΗ ΘΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΘΕΙ ΕΓΚΑΙΡΩΣ . ΩΡΑ ΝΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΕΤΕ ΤΙΣ ΕΠΑΝΑΛΗΨΕΙΣ ΣΑΣ ΚΑΙ ΝΑ ΚΑΛΥΨΕΤΕ ΤΑ ΚΕΝΑ ΣΑΣ. ΕΥΧΟΜΑΙ Η ΜΕΛΕΤΗ ΣΑΣ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΠΟΙΚΟΔΟΜΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ...

   Η ΒΙΩΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ




Βιωματικότητα: ένα έμμονο συστατικό της ποιητικής του πεζογράφου Ιωάννου



«Λέγοντας λοιπόν βιωματική, εννοώ τη λογοτεχνία εκείνη που αντλείται από τα προσωπικά βιώματα του συγγραφέα (...). Τα βιώματα πάλι δεν είναι μονάχα εκείνα που προέρχονται από την εμπειρία, αλλά και οι φαντασιώσεις και οι ισχυρές πνευματικές καταστάσεις που έχει ζήσει ο άνθρωπος (...). Ανακουφίζομαι γράφοντας σε πρώτο πρόσωπο. Είναι για μένα κάτι σαν ψυχολογική ανάγκη. Ωστόσο τα περισσότερα από αυτά που γράφω δεν είναι βιογραφικά και δεν συνέβησαν ακριβώς έτσι, όπως μεταφέρονται στο χαρτί. Άλλωστε, στα πεζογραφήματά μου υποδύομαι και πολλά πρόσωπα που θα ήθελα να είμαι» (συνέντευξη του συγγραφέα με τη Μ. Θερμού, εφ. Καθημερινή, 24.7.1977).



«Όπως ξέρετε, γράφω σε πρώτο πρόσωπο. Γιατί έτσι εκφράζομαι καλύτερα, ζεσταίνομαι πιο πολύ, μ’ αρέσει (...). Επειδή, λοιπόν, γράφω στο πρώτο πρόσωπο (...) ε, δίνω την εντύπωση ότι πολλές φορές [αυτά που αφηγούμαι] είναι περιστατικά τα οποία μου έχουν τύχει, περιστατικά αυτοβιογραφικά. Αλλ’ αυτό δε μ’ ενδιαφέρει καθόλου˙ ούτε για τη δική μου λογοτεχνία, ούτε για κανενός άλλου. Γιατί, όχι μόνο σαν λογοτέχνης, αλλά και σαν μελετητής που είμαι της λογοτεχνίας, ξέρω ότι δεν μετριούνται έτσι τα λογοτεχνήματα, αν δηλαδή είναι αυτοβιογραφικά ή φανταστικά. Εκείνο που μετράει είναι το γράψιμο, το δόσιμο (...). Ο λογοτέχνης πρέπει να χρησιμοποιεί ως ύλη τα βιώματά του. Δεν εννοώ μονάχα τα βιώματα τα οποία έχει αποκτήσει από την εμπειρία, αλλά και τα συναισθήματά του, τις ισχυρές φαντασιώσεις του, όλα τέλος πάντων που έχει ζήσει πολύ αυτός ο ίδιος (...). Αυτά, βέβαια, τα οποία σας λέω, δεν προδικάζουν και την τεχνοτροπία. Πιστεύω ότι η δημιουργική ανάπλαση της βιωματικής ύλης μπορεί να γίνει σύμφωνα με τις οποιεσδήποτε αισθηματικές αρχές ή τάσεις του συγγραφέα. Αυτό που θα προκύψει, αν είναι γνήσια βιωματικό, θα έχει στερεότητα και ενότητα γλώσσας, όπως και ο κόσμος του συγγραφέα του. Είναι παρατηρημένο ότι οι βιωματικοί συγγραφείς, ακόμη και αυτοί που διαθέτουν μικρό ταλέντο, ουδέποτε αραδιάζουν κούφια λόγια ή παρουσιάζουν το φαινόμενο της λεξιθηρίας. Κι αυτό γιατί κατευθύνονται εσωτερικά (...). Αντίθετα όταν [ο γράφων] δεν περιορίζεται, και γράφει για πράγματα που δεν ξέρει, δεν έχει ζήσει (π.χ. ενώ δεν ξέρει κολύμπι, αρχίζει να γράφει για θαλασσινές περιπέτειες, καΐκια και δεν ξέρω τι άλλο), τότε φτάνει να μιλάει ψεύτικα. Και λες: «τι έχει πάθει αυτός;» Απλούστατα, δεν έχει (...) βιώματα και φυσικά δεν έχει γλώσσα. Όσο για την τεχνοτροπία, μπορεί να είναι οποιαδήποτε». (συνέντευξή του στο περ. Διαβάζω, τεύχ. 9, Νοε.-Δεκ. 1977, σ. 23-24.



«Νομίζω ότι το “κλειδί” της δουλειάς μου είναι η βιωματικότητα. Δεν μπορείς να γράφεις καλά, να εκφραστείς με πληρότητα, να έχεις ενότητα έκφρασης, αν αυτά τα πράγματα δεν τα έχεις, κατά κάποιο τρόπο, ζήσει (...). Και δεν εννοώ στον κόσμο της εμπειρίας. Πολλοί (κι εγώ πολλές φορές – και το απωθώ) αισθάνονται την ανάγκη να γράψουν για πράγματα που δεν λαχταρούν και για τα οποία δεν ξέρουν τίποτα. Μόνο που αυτά τα πράγματα δεν μπορούν να σταθούν, ούτε σαν γλώσσα (...). Πιστεύω στη βιωματικότητα των καταστάσεων και στη βιωματική προέλευση της γλώσσας του λογοτέχνη. Και δεν πιστεύω πως αυτό το βιωματικό υπόστρωμα σ’ εμποδίζει να έχεις οποιαδήποτε τεχνοτροπία». (συνέντευξή του με τη Σούλα Αλεξανδροπούλου, εφ. Ελευθεροτυπία, 24.9.1978).

 
ΚΡΙΣΕΙΣ , ΑΠΟΨΕΙΣ , ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΩΑΝΝΟΥ



" Μια ευσέβεια για τα πράγματα και μια ευλάβεια για τους ανθρώπους διαποτίζουν το έργο του (…) Ο ίδιος βλέπει τα εγκόσμια με χιούμορ, αυτοσαρκασμό, μέσα σε μια φοβερή μοναξιά και ένα διαρκή φόβο του θανάτου, αυτής της δύσκολης ώρας, για να χρησιμοποιήσω τον τίτλο από ένα τελευταίο του διήγημα."

( Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος - 18.02.1985, ΕΡΤ2 )



"Πολύ λίγα απ' αυτά τα πεζογραφήματα φέρουν τα γνωρίσματα του διηγήματος. Συνήθως αναπτύσσονται και ακούγονται, όπως η χαμηλόφωνη εξομολόγηση κάποιου γνωστού σου μέσα στη σιγαλιά της νύχτας. Κατά κανόνα, τα πεζογραφήματα αυτά είναι κατορθώματα μιας φαινομενικά φυσικής κι αβίαστης γραφής, που όμως συγκαλύπτει με πολύ μεγάλη τέχνη την επίπονη και επίμοχθη επεξεργασία"

( Αλέξανδρος Κοτζιάς- 18.02.1985, ΕΡΤ2 )



"Ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος έγραφε χωρίς λογοτεχνικούς τρόπους, δηλαδή, έγραφε εκ βαθέων και με τρόπο που πολλές φορές μπορούσε να τον εκλάβει κανείς ως δημοσιογραφικό (…). Ο Ιωάννου είναι ένας κοινωνικός συγγραφέας, κατεξοχήν, ένας καταγραφέας αυτών που συνέβαιναν και συμβαίνουν στη Θεσσαλονίκη (…) "

( Μένης Κουμανταρέας- 18.02.1985, ΕΡΤ2 )



" 'Δεν υπάρχει άλλο γιατρικό από την εξομολόγηση', σημειώνει κάπου ο Ιωάννου, που έγραφε για να λυτρωθεί. Το έργο του είναι μια θερμή ανθρώπινη φωνή, μια χαμηλόφωνη οικεία κουβέντα, για τα έλκη του έσω και του έξω κόσμου. Πεζογραφία βιωματικής γλώσσας, κάτι μεταξύ δοκιμίου και αφηγήματος, έντονη στο ρεαλισμό της, συγκλονιστική στην ευθυβολία της είναι κατά το Λϊνο Πολίτη τα γραπτά του Ιωάννου, που απορρίπτε μύθο, πλοκή, πρόσωπα. Επιδιώκει ανόθευτη επαφή με τα πράγματα, με την ανθρώπινη μοίρα. (…)

Συνεχείς αφηγήσεις, χωρίς διάλογο, από εξομολογήσεις, από βιώματα, από σχόλια, από χρονικά, όπου προέχει συχνότατα το υποκειμενικό στοιχείο, η προσωπικότητα του συγγραφέα. (…) Η αφήγησή του, σφραγισμένη από τις οδυνηρές εμπειρίες του '40 - '50, είναι ζυμωμένη με τον ιδρώτα, τη μυρωδιά, τη γεύση της ζωής και δοσμένη με επίμοχθη, ψιλοδουλεμένη φράση, γράφει ο Αλέξανδρος Κοτζιάς.

Έδωσε, καθώς ο ίδιος έλεγε, τον παλμό της ζωής, την υπόκρουση του σημερινού κόσμου και την ανάσα του αγωνιώντος ανθρώπου.(…) Η ανθρωπιά στο περιεχόμενο και η απλότητα στη μορφή, χαρακτηρίζουν, κατά τον Απόστολο Σαχίνη, το έργο του Ιωάννου. Του Ιωάννου που πλησιάζει τον άνθρωπο πότε με συγκίνηση και πότε με χιούμορ. Ουσία των αφηγημάτων του η αγάπη και η κατανόηση του ανθρώπου, των καημών και του πόνου του, της λαχτάρας του. Η νεοελληνική πραγματικότητα βρίσκεται στο επίκεντρο των βιβλίων του Γιώργου Ιωάννου. (…)

Τα κείμενα είναι σφραγισμένα από μια βαθύτερη ευγένεια. Μέσα από τις αναμνήσεις του διοχετεύει τις απόψεις του, τις κρίσεις του, τις προτιμήσεις του τις εντυπώσεις του από τη ζωή. Αλλά είχε το χάρισμα να μετουσιώνει τα πιο ασήμαντα προσωπικά περιστατικά σε γνήσια τέχνη, καθώς αναγνώρισε η κριτική."

( Βαγγέλης Ψυράκης-24.02.1985, ΕΡΤ1

 
 
ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ . ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΑΦΗΓΗΣΗΣ



Γ. Ιωάννου «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς» (Αφηγηματικές Τεχνικές)



- Ο Γιώργος Ιωάννου είναι πεζογράφος της μεταπολεμικής γενιάς, με έντονες επιρροές από τη σχολή της Θεσσαλονίκης, που είχε κάνει την εμφάνισή της στα πλαίσια της πρωτοπόρου γενιάς του ’30.

- Σύμφωνα με τον Λίνο Πολίτη η μεταπολεμική πεζογραφία «αντλεί περισσότερο από τον προβληματισμό της σύγχρονης ζωής, και επιχειρεί να λυτρωθεί από τους δεσμούς με την προηγούμενη αφηγηματική ή την ηθογραφική παράδοση».

- Κύριο χαρακτηριστικό της σχολής της Θεσσαλονίκης είναι η χρήση του «εσωτερικού μονολόγου». Ο εσωτερικός μονόλογος είναι μια τεχνική που επιχειρεί να φέρει στην επιφάνεια την αδιάκοπη ροή σκέψεων, εικόνων, αναμνήσεων, συνειρμών και εντυπώσεων που διασχίζουν την ψυχή του ήρωα.

Απουσία κεντρικού μύθου

Τα πεζογραφήματα του Ιωάννου δεν αποτελούν διηγήματα με την παραδοσιακή έννοια, δεν έχουν δηλαδή έναν κεντρικό μύθο με συγκεκριμένη πλοκή και ήρωες. Βασίζονται κυρίως στην ανάπτυξη κάποιας ιδέας ή συναισθηματικής κατάστασης του αφηγητή, που έχει ως πρώτο ερέθισμα την παρατήρηση της εξωτερικής πραγματικότητας.

Αφηγητής

Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, καθώς μας παρουσιάζει πρωτοπρόσωπα προσωπικές του σκέψεις και βιώματα. Επί της ουσίας η αφήγηση αποτελεί μια σειρά σκέψεων, συναισθημάτων και συνειρμών της κυρίαρχης αφηγηματικής φωνής. Έχουμε δηλαδή έναν διαρκή εσωτερικό μονόλογο του αφηγητή που απηχεί τις σκέψεις του ίδιου του συγγραφέα.

Η απουσία μύθου δε μας επιτρέπει να αναζητήσουμε ακριβείς αναλογίες με τους παραδοσιακούς αφηγητές των διηγημάτων και μυθιστορημάτων, χωρίς αυτό να σημαίνει πως μπορούμε να ταυτίσουμε απόλυτα τον αφηγητή με τον συγγραφέα. Ο Ιωάννου, άλλωστε, έχει καταστήσει σαφές πως παρά την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, δεν αποτελούν όλα τα γεγονότα που καταγράφονται στα πεζογραφήματά του προσωπικές του εμπειρίες.

Εστίαση

Η εστίαση της αφήγησης είναι εσωτερική καθώς στα πλαίσια του εσωτερικού μονολόγου δε θα ήταν νοητή η μηδενική εστίαση, που θα δημιουργούσε έναν παντογνώστη αφηγητή. Η θέαση της πραγματικότητας επομένως γίνεται από την οπτική του ανώνυμου αφηγητή, ο οποίος μας παρουσιάζει τις σκέψεις αλλά και τα συναισθήματά του.

Διάσπαση κεντρικού θέματος

Η απουσία μύθου στα πεζογραφήματα του Ιωάννου αναπληρώνεται από την ανάπτυξη κάποιας βασικής ιδέας (θέματος), το οποίο όμως συνήθως διασπάται είτε συνειρμικά είτε συνειδητά, οδηγώντας τον πεζογράφο στη διερεύνηση και επιμέρους θεματικών.

Στο πεζογράφημα «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς» οι θεματικές που προσεγγίζονται είναι οι ακόλουθες:

- Η ζωή των προσφύγων στους συνοικισμούς και η ιδιαίτερη ταύτιση του πεζογράφου μαζί τους, μιας και προέρχεται κι ο ίδιος από οικογένεια προσφύγων.

- Η αποξένωση και η ψυχρότητα που χαρακτηρίζει τη ζωή των ανθρώπων της μεγαλούπολης.

- Η μοναξιά του αφηγητή-συγγραφέα που τον οδηγεί συχνά στους προσφυγικούς συνοικισμούς.

Συνοπτικά:

Η μοναξιά που αισθάνεται ο αφηγητής ζώντας σε μια απρόσωπη μεγαλούπολη, όπου οι άνθρωποι αδιαφορούν ο ένας για τον άλλον, τον οδηγεί συχνά στους προσφυγικούς συνοικισμούς, όπου οι άνθρωποι έχουν αναπτύξει ισχυρότερους δεσμούς μεταξύ τους. Ως παιδί προσφύγων ο συγγραφέας νιώθει μια ιδιαίτερη ταύτιση με τους άλλους πρόσφυγες τους οποίους παρατηρεί με κάθε ευκαιρία, έχοντας πια μάθει να αναγνωρίζει τον τόπο καταγωγής τους από τα εξωτερικά τους χαρακτηριστικά ή από την προφορά τους.

Συνειρμικά ο αφηγητής φτάνει στα γεγονότα της επικαιρότητας και στηλιτεύει το μεταναστευτικό κύμα, που απειλεί τη συνοχή των αγνών και βασανισμένων αυτών ανθρώπων. Ο συγγραφέας μάλιστα δε διστάζει να αποδώσει τη μάστιγα της μετανάστευσης στους έχοντες την εξουσία, οι οποίοι αφού εκμεταλλεύτηκαν τους πρόσφυγες στα πλαίσια του εμφυλίου, τώρα επιχειρούν να τους απομακρύνουν από τη χώρα, οξύνοντας δραματικά το πρόβλημα της ανεργίας, προκειμένου να αποφύγουν τις συνέπειες για τη δική τους κακοδιαχείριση και απομύζηση των κρατικών πόρων.

Το πεζογράφημα κλείνει με την έκφραση της επιθυμίας του αφηγητή-συγγραφέα να μπορούσε κι εκείνος να ζει μαζί με τους υπόλοιπους πρόσφυγες στους συνοικισμούς, ώστε να μην χρειάζεται να υπομένει άλλο τη μοναξιά και την αποξένωση από τους ανθρώπους γύρω του.

Επιπλέον θεματικές του κειμένου

«Πρόσφυγές και μετανάστες: ένας κόσμος τόσο επίκαιρος για τη σημερινή εποχή, μας και τόσο οικείος ιδίως για τη χώρα μας. Ο αφηγητής περιπλανάται ανάμεσά τους και προσπαθεί με κάθε τρόπο να μεταλάβει κάτι από την οδύνη του ξεριζωμού. Αναζητώντας εναγώνια την ταυτότητά του, πιστοποιεί εντέλει πως το αίμα είναι μια μνήμη με πολύμορφη γλώσσα, αλλά, δυστυχώς πολλές φορές με μητριά πατρίδα.»

Ο μεγάλος αριθμός προσφύγων που κατέφτασε στη χώρα μετά την Καταστροφή της Σμύρνης (Σεπτέμβρης 1922) και η κατακόρυφη αύξηση της μετανάστευσης τη δεκαετία του ’50 μετά το τέλος του εμφυλίου.

- Τα παιδιά των προσφύγων αναγκάζονται να γίνουν μετανάστες, μη μπορώντας να επιβιώσουν στην οικονομικά εξαθλιωμένη Ελλάδα.

Η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην εξαναγκαστική προσφυγιά και την «οικειοθελή» μετανάστευση είναι κατά τον συγγραφέα δυσδιάκριτη, καθώς θεωρεί πως οι νέοι εξωθούνται να μεταναστεύσουν από τους “εγκληματίες των γραφείων”. Η μετανάστευση δηλαδή θα μπορούσε να αποφευχθεί, αν η κυβέρνηση δεν ήθελε τόσο πολύ να διώξει τους ανθρώπους αυτούς, με την ελπίδα ότι θα γλιτώσει την κατακραυγή και τις αντιδράσεις για τα δικά της σφάλματα.

- Ενώ οι πρόσφυγες διατηρούν καθαρή τη μνήμη της ιδιαίτερης πατρίδας τους, τα παιδιά τους που γεννιούνται στην Ελλάδα, δεν μπορούν εύκολα να προσδιορίσουν την ταυτότητά τους. Κατάγονται από μια μακρινή πατρίδα, που δεν είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν, αλλά έχουν γεννηθεί και μεγαλώνουν στην Ελλάδα, η οποία αν και δεν είναι η πατρίδα των γονιών τους, είναι εντούτοις η μόνη πατρίδα που τα ίδια γνώρισαν.

- Έτσι, παρόλο που ο Ιωάννου έχει γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη, δεν παύει να αναζητά τους δεσμούς του με την Ανατολική Θράκη, τον τόπο καταγωγής των γονιών και των προγόνων του.

Ο χρόνος της αφήγησης

Απελευθερωμένος από τη δεσποτεία του κεντρικού μύθου και της πλοκής, συνθέτει τα περιστατικά που εξιστορεί και σκιαγραφεί τα πρόσωπά του, (πρόσωπα αληθινά, φανταστικά ή μορφές τυχαίων συναντήσεων που συλλαμβάνει ο φακός του), θρυμματίζοντας τη χρονική και αφηγηματική αλληλουχία του κειμένου.

Εφόσον τα γεγονότα της ιστορίας είναι ελάχιστα (ο αφηγητής είναι στο καφενείο και παρατηρεί τους πρόσφυγες, κι έπειτα προχωρά στους κεντρικούς δρόμους της πόλης), καθίσταται σαφές πως η όλη αφήγηση αποτελεί ένα συνονθύλευμα σκέψεων του αφηγητή, που περνά συνειρμικά από το παρόν στο παρελθόν και αντίστροφα.

Ο χρόνος της ιστορίας

Το πεζογράφημα ανήκει στη συλλογή «Για ένα φιλότιμο» που εκδόθηκε το 1964 και περιέχει 22 κείμενα τα οποία γράφτηκαν από το 1961 έως το 1964.

Έχοντας υπόψη μας το γεγονός ότι ο συγγραφέας από το 1961 έως το 1963 βρισκόταν στη Λιβύη, όπου δίδασκε στο Γυμνάσιο της Βεγγάζης, το οποίο ίδρυσε ο ίδιος, ενώ την επόμενη χρονιά βρισκόταν στην Κυνουρία της Αρκαδίας, αντιλαμβανόμαστε πως τα γεγονότα αυτά της περιδιάβασης στους προσφυγικούς συνοικισμούς έχουν συμβεί νωρίτερα. Με δεδομένη, άλλωστε, την αναφορά στο κύμα της μετανάστευσης, που κορυφώθηκε κατά τη δεκαετία του ’50, μπορούμε ίσως να τοποθετήσουμε σ’ αυτή τη δεκαετία την ιστορία του πεζογραφήματος.

Εξομολογητικός τόνος της αφήγησης

Η χρήση του πρώτου προσώπου στην αφήγηση, η απλή γλώσσα και η παράθεση προσωπικών σκέψεων του αφηγητή-συγγραφέα, δημιουργούν μια έντονη αίσθηση οικειότητας στον αναγνώστη και υπογραμμίζουν την εξομολογητική διάθεση του αφηγητή.

Σχήμα κύκλου

Το πεζογράφημα ξεκινά με τον αφηγητή να βρίσκεται σ’ ένα καφενείο στους προσφυγικούς συνοικισμούς και κλείνει με την ευχή να μπορούσε να ζει σ’ έναν προσφυγικό συνοικισμό μαζί με ανθρώπους της ράτσας του.

Με το σχήμα κύκλου ο συγγραφέας αφενός δημιουργεί την αίσθηση ολοκλήρωσης της ιστορίας και αφετέρου στρέφει την προσοχή του αναγνώστη στο θέμα που τον ενδιαφέρει περισσότερο, δηλαδή στην αρμονική και συντροφική διαβίωση των προσφύγων στους συνοικισμούς, που βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την αδιαφορία και την αποξένωση που βιώνουν οι κάτοικοι της μεγαλούπολης.

Ειρωνεία, χιούμορ και αυτοσαρκασμός

Ο Ιωάννου στα πεζογραφήματά του, ακόμη κι όταν πραγματεύεται επίπονες για τον ίδιο θεματικές, φροντίζει να διανθίζει την αφήγησή του με εύστοχα καυστικές παρατηρήσεις, αλλά και αυτοσαρκαστικά σχόλια.

Με τη βοήθεια του χιούμορ ο συγγραφέας κατορθώνει να ελαφρύνει το κλίμα που δημιουργεί η αναφορά σε επώδυνες ιστορικές ή προσωπικές εμπειρίες.

Στο συγκεκριμένο κείμενο είναι ευδιάκριτη η ειρωνεία του συγγραφέα, όταν αναφέρεται στην επιμονή όλων των Κωνσταντινουπολιτών ότι κατάγονται από την καρδιά της πόλης, έστω κι αν προέρχονται από τα περίχωρά της.

«... τους Κωνσταντινουπολίτες, από μέσα ή απ’ τα περίχωρα, κι ας επιμένουν όλοι τους πως είναι απ’ την καρδιά της Πόλης, κι απ’ το Γαλατά.»

Ειρωνική είναι η διάθεση του συγγραφέα κι όταν σχολιάζει το σύγχρονο τρόπο ζωής στις μεγάλες πόλεις, όπου οι άνθρωποι δε θέλουν να γνωρίζονται μεταξύ τους.

«Το ιδανικό, η τελευταία λέξη του πολιτισμού, είναι, λέει, να μη ξέρεις ούτε στη φάτσα το γείτονά σου.»

Η μοναξιά του αφηγητή

Η ευχή του Ιωάννου να μπορούσε να ζει κι ο ίδιος μαζί με τους υπόλοιπους πρόσφυγες στους συνοικισμούς, προκύπτει αφενός λόγω της κοινής καταγωγής με ορισμένους από αυτούς (είναι κι εκείνος πρόσφυγας) κι αφετέρου από τη διαπίστωση ότι στους συνοικισμούς οι άνθρωποι έχουν διατηρήσει έναν απλούστερο τρόπο διαβίωσης, που χαρακτηρίζεται από συντροφικότητα, ειλικρινές ενδιαφέρον και αμεσότητα στη μεταξύ τους επαφή (ό,τι δηλαδή απουσιάζει από τη μοναχική ζωή του συγγραφέα).

Είναι, πάντως, ενδιαφέρον ότι ο Ιωάννου, όπως σ’ αυτό το κείμενο εκφράζει την επιθυμία να ζούσε μαζί με τους υπόλοιπους πρόσφυγες, σε άλλα πεζογραφήματα εκφράζει ανάλογη επιθυμία για άλλες ομάδες ανθρώπων.

Στο «Μοτοσικλέτας εγκώμιο» παρατηρώντας τους μοτοσικλετιστές νιώθει πως εκείνοι είναι ευτυχισμένοι κι εκφράζει τη σκέψη πως θα ήθελε κι ο ίδιος να είναι μαζί τους και να ζει μια τόσο ελεύθερη και γεμάτη ζωή.

Αντιστοίχως, στο «Ο λογοτιμήτης» παρατηρώντας τους κρατούμενους μιας φυλακής αισθάνεται ξαφνικά πως εκείνοι μοιάζουν πολύ πιο ευτυχείς και πως δεν έχουν τόση μοναξιά όπως εκείνος, γι’ αυτό και σκέπτεται πως ίσως είναι καλύτερα να βρίσκεται κάποιος σ’ ένα μοναστήρι ή ακόμη και στη φυλακή, κοντά πάντως σε ανθρώπους που έχουν ακολουθήσει τις πραγματικές τους επιθυμίες και δε ζουν μια διαρκή καταπίεση.

Αυτοβιογραφικά στοιχεία

Αν και όλο το πεζογράφημα βασίζεται στις προσωπικές σκέψεις του συγγραφέα, εντούτοις υπάρχουν ορισμένες αναφορές που αποτελούν σαφείς ενδείξεις της προσωπικής του ταυτότητας και παρουσίας.

- «Κάθομαι στο ορισμένο καφενείο»: Ο Ιωάννου πηγαίνει συχνά στους προσφυγικούς συνοικισμούς, γι’ αυτό και αναφέρεται στο ορισμένο καφενείο. Η ανάγκη του επομένως να βρίσκεται κοντά στους άλλους πρόσφυγες δεν είναι μια ευκαιριακή διαπίστωση, αλλά μια επανερχόμενη εσωτερική κατάσταση.

- «Οι περισσότεροι γεννήθηκαν εδώ σ’ αυτή την πόλη, όπως κι εγώ»: Ο τόπος γέννησης του Ιωάννου, όπως και των άλλων απογόνων των προσφύγων, είναι η Θεσσαλονίκη. Η πόλη δεν κατονομάζεται καθώς αποτελεί το χώρο όπου διαδραματίζονται οι περισσότερες ιστορίες του συγγραφέα.

Η γενέτειρά του διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο έργο του Ιωάννου. Είναι η μεγάλη του αγάπη στην οποία διαρκώς επιστρέφει με την ανάμνηση. Η Θεσσαλονίκη μας δίνεται όχι μόνο ως ο συγκεκριμένος ιστορικός χώρος με τα μνημεία, τις γειτονιές, τους δρόμους, την ιδιαιτερότητα των κατοίκων, ιδίως των προσφύγων, το ανατολίτικο χρώμα, την πολυπολιτισμικότητα, αλλά και ως ο χώρος στον οποίο έζησε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια, στις εμπειρίες των οποίων συχνά επιστρέφει με τη μνήμη. Εμπειρίες προπάντων από την προπολεμική περίοδο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο.

- «Κι όμως διατηρούν πιο καθαρά τα χαρακτηριστικά της ράτσας τους και την ψυχή τους, από μας τους διεσπαρμένους»: Ο Ιωάννου εντάσσει τον εαυτό του στους διεσπαρμένους πρόσφυγες, εννοώντας εκείνους που δεν κατοικούν σε συνοικισμούς, αλλά είναι διάσπαρτοι και ως εκ τούτου απομονωμένοι σε διάφορα σημεία της πόλης.

- «Δεν έχει σημασία που δε γνώρισα ποτέ αυτή την πατρίδα ή που δε γεννήθηκα καν εκεί. Το αίμα μου από κει μονάχα τραβάει»: Ο Ιωάννου παρόλο που κατάγεται από την Ανατολική Θράκη, δεν έχει επισκεφτεί ποτέ τον τόπο αυτό που γεννήθηκαν οι γονείς του. Εντούτοις νιώθει πως υπάρχουν ισχυροί δεσμοί που τον κρατούν ενωμένο με τον τόπο της καταγωγής του κι αυτό γίνεται αντιληπτό από την εσωτερική επικοινωνία και συγγένεια που αισθάνεται κάθε φορά που συνομιλεί με ανθρώπους που έρχονται από τα μέρη εκείνα.

- «Ολομόναχος, ξένος παντάξενος, χάνομαι στις μεγάλες αρτηρίες»: Ο συγγραφέας νιώθει έντονη μοναξιά, την οποία και δε διστάζει να αποκαλύψει. Να σημειωθεί πως οι μοναχικοί περίπατοι στους μεγάλους δρόμους της Θεσσαλονίκης αποτελούν σταθερή επιλογή του συγγραφέα, όπως αναφέρει σε πολλά πεζογραφήματά του. Είναι για εκείνον ένας τρόπος να βρίσκεται κοντά στους ανθρώπους, έστω κι αν δεν προβαίνει σε άμεση επικοινωνία μαζί τους.

- «Μέσα στους ξένους και στα ξένα πράγματα ζω διαρκώς∙ στα έτοιμα και στα ενοικιασμένα»: Ένα από τα παράπονα του Ιωάννου, πέρα από τη μοναξιά που κυριαρχεί στη ζωή του, είναι και το γεγονός ότι ποτέ δεν απέκτησε ένα δικό του σπίτι.

Η τεχνική του φενακισμού

Σύμφωνα με τον Αλέξανδρο Κοτζιά, που είναι ο εισηγητής του όρου, η τεχνική αυτή συνίσταται στην τάση του Ιωάννου να πλησιάζει την αλήθεια χωρίς ποτέ να την αποκαλύπτει.

Η τεχνική αυτή που αναφέρεται ουσιαστικά στους υπαινιγμούς του συγγραφέα, βρίσκει την πληρέστερη εφαρμογή της σε κείμενα όπου ο Ιωάννου μιλά για πολύ προσωπικά του ζητήματα, τα οποία δεν αποκαλύπτει πλήρως.

Στο συγκεκριμένο κείμενο εντοπίζουμε ένα σημείο στο οποίο ο συγγραφέας επιλέγει να μην αποδεχτεί την ιστορική αλήθεια, προτιμώντας την ιδεατή αλήθεια που έχει δημιουργήσει με τη σκέψη του. Καθώς παρατηρεί, δηλαδή, τους πρόσφυγες αισθάνεται σα να ζουν εκ νέου μέσα από αυτούς όλοι εκείνοι οι αρχαίοι λαοί, και παρόλο που αντιλαμβάνεται πως αυτό μπορεί να μην ισχύει, μιας και η σειρά αίματος μετά από τόσες χιλιάδες χρόνια είναι πιθανό να έχει αλλοιωθεί, προτιμά να μην σκέφτεται αυτό το ενδεχόμενο. Υπαινίσσεται έτσι το ενδεχόμενο οι πρόσφυγες αυτοί να μην έχουν καμία σχέση με τους αρχαίους προγόνους του, αλλά επιλέγει να το παραγνωρίσει.

«Γυρνώ μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς με δυνατή ευχαρίστηση. Θράκες, Χετταίοι, Φρύγες, όμορφοι Λυδοί, πάλι, θαρρείς, ανθούν ανάμεσά μας. Οι ίδιοι δεν ξέρουν βέβαια αυτά τα ονόματα∙ για μένα όμως είναι φορτωμένα μυστήριο και αγάπη. Κι αν ακόμη δεν είναι, πολύ θα ήθελα να ήταν έτσι η αλήθεια.»

Αφηγηματικοί τρόποι

Ο βασικός τρόπος αφήγησης είναι η μίμηση, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, στην οποία συνάμα εντάσσονται οι προσωπικές σκέψεις και συναισθήματα του αφηγητή, που αποτελούν τον εσωτερικό μονόλογο του πεζογραφήματος.

Επίσης, στα πλαίσια της αφήγησης εντοπίζουμε και σχόλια του αφηγητή, όταν για παράδειγμα αναφέρεται στη μετανάστευση ή στην αποξένωση του σύγχρονου τρόπου ζωής.



Στοιχεία από την εισαγωγή του σχολικού βιβλίου

Ο πεζογράφος Ιωάννου υπήρξε ένας βαθιά καλλιεργημένος άνθρωπος. Από τα φοιτητικά του χρόνια οι πνευματικές του ανησυχίες τον έφεραν κοντά στην ποίηση του Καβάφη, του Σεφέρη, του Έλιοτ κ.ά. Αναγνώστης του Ν. Γ. Πεντζίκη, του Κόντογλου, του Ίωνα Δραγούμη επηρεάστηκε από το έργο τους, γοητεύτηκε από τον Παπαδιαμάντη, αφουγκράστηκε τον εσωτερικό μονόλογο.

Αφομοιώνοντας δημιουργικά τους ήχους όλων αυτών των φωνών ο Ιωάννου διαμόρφωσε τη δική του συγγραφική φυσιογνωμία. Με υλικό αντλημένο από τα δύσκολα παιδικά του χρόνια, από τον κόσμο της προσφυγιάς, από τη δίνη του πολέμου και της Κατοχής και από τις περιπέτειες της μεταπολεμικής περιόδου καταρτίζει το θεματολόγιό του. Η μαρτυρία, το βίωμα, η εξομολόγηση, η έκφραση της υπαρξιακής αγωνίας και του αδιεξόδου τροφοδοτούν τα κείμενά του.

Περιηγητής των πόλεων όπου έζησε, και κυρίως της γενέτειράς του Θεσσαλονίκης, ο Ιωάννου καταγράφει με ακρίβεια και ενάργεια το καθημερινό τους πρόσωπο. Το εξωτερικό σκηνικό κατά κανόνα συνοδεύεται από την εσωτερική του περιπλάνηση στο χώρο της ατομικής και συλλογικής μνήμης. Οι αποτυπώσεις του, οι περιγραφές -άλλοτε λιτές και άλλοτε εμποτισμένες στο ποιητικό κλίμα- η λεπτή παρατήρηση, το σχόλιο, η ανεπιτήδευτη γραφή, η ανάκληση του παρελθόντος αλλά και η διαπραγμάτευση του παρόντος, τον οδηγούν σε νέους τρόπους οργάνωσης του αφηγηματικού υλικού.

Απελευθερωμένος από τη δεσποτεία του κεντρικού μύθου και της πλοκής, συνθέτει τα περιστατικά που εξιστορεί και σκιαγραφεί τα πρόσωπά του, (πρόσωπα αληθινά, φανταστικά ή μορφές τυχαίων συναντήσεων που συλλαμβάνει ο φακός του), θρυμματίζοντας τη χρονική και αφηγηματική αλληλουχία του κειμένου.

Ο αναγνώστης των πεζογραφημάτων του Ιωάννου θέλγεται από την αμεσότητα της γραφής του και αισθάνεται οικείο τον κόσμο που αναδύεται μέσα από τις σελίδες του έργου του.

 
ΥΦΟΣ ΚΑΙ ΑΦΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ



Το ύφος του Ιωάννου



Το ύφος των πεζογραφημάτων του Γιώργου Ιωάννου διακρίνεται για την οικειότητα που δημιουργεί στον αναγνώστη, χάρη στην απλή και καθημερινή γλώσσα που χρησιμοποιεί στην αφήγησή του. Ο σκοπός του συγγραφέα είναι να εκφράσει μέσα από τα κείμενά του συναισθήματα, σκέψεις και βιώματα που εκφράζουν την πλειονότητα των ανθρώπων που έζησαν εκείνη την εποχή κι όχι απλώς να αποτυπώσει την προσωπική του εμπειρία. Για το λόγο αυτό χρησιμοποιεί απλό κι ανεπιτήδευτο ύφος στην αφήγησή του, επιχειρώντας έτσι να απευθυνθεί σε ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, στο οποίο παράλληλα επιτρέπει να ταυτιστεί ευκολότερα με τους ήρωες των ιστοριών του, αλλά και με όσα διαδραματίζονται σε αυτές.

Επίσης, ο Ιωάννου επιχειρεί να μεταφέρει το κλίμα όλων αυτών των επώδυνων εμπειριών που έζησε στα χρόνια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και της κατοχής, χωρίς όμως να δημιουργήσει ένα έντονα καταθλιπτικό συναίσθημα στον αναγνώστη, γι’ αυτό κι εμπλουτίζει την αφήγησή του με χιούμορ, ειρωνεία αλλά και αυτοσαρκασμό. Κάθε φορά που αισθάνεται ότι έχει φορτίσει έντονα την αφήγησή του, φροντίζει με μια διακριτική δόση ειρωνείας, με ένα καλά ζυγισμένο σχόλιο να ελαφρύνει την ένταση που έχει δημιουργηθεί. Η φροντίδα αυτή του συγγραφέα συμβάλλει ώστε τα κείμενά του να διαβάζονται άνετα και ο αναγνώστης να μοιράζεται τα βιώματα του Ιωάννου χωρίς να γίνεται αποδέκτης υπερβολικών συναισθηματικών εντάσεων.

Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, της γραφής του Ιωάννου η αποφυγή κάθε είδους υπερβολής που θα μπορούσε να διακινδυνεύσει την καθαρότητα και τη λιτότητα του ύφους του. Ο συγγραφέας δεν επιθυμεί να γράψει κείμενα γεμάτα πόνο και θλίψη, ούτε θέλει να καθοδηγήσει τον αναγνώστη ως προς το τι θα πρέπει να αισθανθεί για όσα διαβάζει. Για το λόγο αυτό καταγράφει τα γεγονότα και ξετυλίγει την ιστορία του με απλότητα και χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις, διατηρώντας πάντοτε στην αφήγησή του μια αποστασιοποίηση που του επιτρέπει να μιλά ακόμη και για πολύ επώδυνα γεγονότα, χωρίς να κινδυνεύει να παρασυρθεί από τον πόνο που φέρνει μαζί της η ανάμνησή τους.

Ιδιαίτερος είναι και ο εμπλουτισμός του ύφους της αφήγησης που επιτυγχάνεται με την εξομολογητική διάθεση που χαρακτηρίζει τη διήγηση του Ιωάννου. Χάρη σε μια σειρά συνειρμών ο συγγραφέας ανακαλεί στη μνήμη του και μας παραθέτει τις προσωπικές του σκέψεις, τα συναισθήματα του αλλά και ξεχωριστά βιώματα που συχνά έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Με τον τρόπο αυτό ο συγγραφέας κατορθώνει να εμβαθύνει ως προς το συναίσθημα ή τον προβληματισμό που κυριαρχεί στην ιστορία που μας αφηγείται. Μέσα, δηλαδή, από τις εξομολογήσεις αυτές τα αφηγήματά του Ιωάννου λαμβάνουν ευρύτερες προεκτάσεις και του επιτρέπουν να μεταδώσει στον αναγνώστη με μεγαλύτερη πληρότητα τους συλλογισμούς του.



Με υλικό αντλημένο από τα δύσκολα παιδικά του χρόνια, από τον κόσμο της προσφυγιάς, από τη δίνη του πολέμου και της Κατοχής και από τις περιπέτειες της μεταπολεμικής περιόδου καταρτίζει το θεματολόγιό του.

Απελευθερωμένος από τη δεσποτεία του κεντρικού μύθου και της πλοκής, συνθέτει τα περιστατικά που εξιστορεί και σκιαγραφεί τα πρόσωπά του, θρυμματίζοντας τη χρονική και αφηγηματική αλληλουχία του κειμένου.



Τύπος αφηγητή: Ο αφηγητής των πεζογραφημάτων του Ιωάννου είναι ομοδιηγητικός, δηλαδή, συμμετέχει στην ιστορία την οποία αφηγείται είτε ως πρωταγωνιστής (αυτοδιηγητικός αφηγητής) είτε ως παρατηρητής ή αυτόπτης μάρτυρας. Σχεδόν πάντα στα κείμενα του Ιωάννου αφηγητής είναι ο ίδιος ο συγγραφέας.



Εστίαση: Στα κείμενα του Ιωάννου έχουμε εσωτερική εστίαση, δηλαδή, ο αφηγητής ξέρει όσα και τα πρόσωπα που συμμετέχουν στην ιστορία.



Αφηγηματική τεχνική: Ο Ιωάννου συνήθως χρησιμοποιεί την τεχνική του εγκιβωτισμού και της αναδρομικής αφήγησης. Σε κάποια στιγμή ο αφηγητής από κάποια αφορμή αφηγείται την προηγούμενη ζωή του σε σχέση με την παρούσα. Με αφορμή τυχαίων συνειρμών ο αφηγητής ανακαλεί στη μνήμη του παλαιότερες εποχές και οδηγείται σε παρεκβάσεις, οι οποίες δεν είναι πάντοτε σύντομες. Την τεχνική των συνειρμών ο συγγραφέας τη χρησιμοποιεί συχνά. Οι συνειρμοί του ωθούνται από χώρους, σκέψεις, αναμνήσεις, κουβέντες, ήχους, αντικείμενα κ.λπ.



Ρυθμός αφήγησης: Συχνά ο ρυθμός της αφήγησης στα πεζογραφήματα του Ιωάννου επιταχύνεται με παραλείψεις γεγονότων, με περιληπτικές αποδόσεις μεγάλων χρονικών διαστημάτων καθώς και με αφηγηματικά κενά.



Πώς αφηγείται; Ο Ιωάννου στα περισσότερα πεζογραφήματά του αποφεύγει το διάλογο μεταξύ των προσώπων της ιστορίας και αφήνει τον αφηγητή του κειμένου να αφηγείται τα γεγονότα παρεμβάλλοντας περιγραφές, σχόλια αλλά και σκέψεις του που κάποτε παρουσιάζονται ως ένας εσωτερικός μονόλογος.



Ειρωνεία: Με την ειρωνεία ο Ιωάννου ξεπερνάει τα σκληρά και επικίνδυνα σημεία της μνήμης. Είναι, άλλωστε, μια στάση που τήρησε και στη ζωή του. Παράλληλα, η τεχνική αυτή συντελεί και στην αποφόρτιση του κλίματος που δημιουργεί η αφήγηση.

 
 
ΓΕΝΙΚΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΓΡΑΦΗΣ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ



1. Όψεις του λόγου του

• Μιλά σχεδόν πάντα σε πρώτο πρόσωπο και μιλά κατά κανόνα για ατομικά περιστατικά, δεν παραλείπει εντούτοις να τοποθετείται μέσα σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό χωροχρόνο. Ανάγεται στην παιδική του ηλικία και τη μυθοποιεί, αλλά αποκαλύπτει και άσχημες πτυχές της ζωής.

• Απουσιάζει ο μελοδραματισμός και ο έντονος συναισθηματισμός και δε χάνει ποτέ το χιούμορ του.

• Αποσπασματικό στοιχείο. Τα κείμενά του μοιάζουν σπαράγματα ευρύτερων σχημάτων

2. Τα θέματα κι ο χειρισμός τους: η Συνειρμική οργάνωση

• Χρησιμοποιεί τη μνήμη και την παρατήρηση. Η μνήμη του είναι κατάφορτη από γεγονότα και πρόσωπα. Η παρατήρηση είναι το άλλο μέσον του αφηγητή. Με αυτή το πεζογράφημα παίρνει τη μορφή της αφήγησης του συγκεκριμένου

3. Ο Χώρος στην πεζογραφία του

• Σε όλα τα πεζογραφήματα εισβάλλει πάντα σχεδόν η Θεσσαλονίκη είτε εξωραϊσμένη είτε σα σκηνικό μιας αποτρόπαιας κατοχικής ανάμνησης.

• Ως χώρος, ως τοπίο στα έργα του Ιωάννου δε νοείται τίποτε άλλο παρά μόνον ο τόπος που κατοικείται και ειδικότερα η πόλη. Η φύση στο έργο του είναι σχεδόν ανύπαρκτη και παίρνει νόημα μόνο με την παρουσία του ανθρώπου. Βέβαια δεν τον ενδιαφέρει ο οποιοσδήποτε κατοικημένος χώρος, αλλά μόνον εκείνος που είναι δεμένος με την προσωπική του ζωή

4. Ο Χρόνος στην πεζογραφία του

• Σύνθεση παρελθόντος –παρόντος και γενικότερα διαφορετικών στιγμών

5. Το αφηγηματικό υποκείμενο στην πεζογραφία του

• Η αφήγηση είναι μονομερής, μονοεστιακή: τα πάντα δίνονται από μια οπτική γωνία, μέσα από την όραση, τα συναισθήματα, τη σκέψη και την αίσθηση ενός μονάχα προσώπου.

• Μετέχει και πρωταγωνιστεί στα εξιστορούμενα ή απλώς τα παρακολουθεί από κοντά σα θεατής και τα αφηγείται. Η συμμετοχή του είναι δεδομένη σε όσα αφηγείται, ποικίλλει όμως ο βαθμός συμμετοχής. Ο μεγαλύτερος είναι εκεί που εξομολογείται προσωπικά βιώματα κι ο μικρότερος εκεί που είναι απλός θεατής και σχολιαστής.

6. Γλώσσα και ύφος στα πεζογραφήματά του

• Μικροπερίοδος λόγος, μικρές δηλαδή φράσεις χωρίς πολλές δευτερεύουσες προτάσεις

• Γλώσσα απλή και καθημερινή

• Ανάμειξη πεζολογικών στοιχείων με στοιχεία ποιητικής ατμόσφαιρας

7. Το Είδος του πεζογραφήματος που καλλιέργησε ο Ιωάννου

• Διηγήματα δεν μπορούμε να ονομάσουμε τα έργα του. Ο ίδιος τα ονομάζει “πεζογραφήματα”, είτε γιατί, όπως λέει, περιέχουν όλα τα είδη είτε γιατί κανένα από τα πεζογραφικά είδη δεν καλύπτει τα δικά του.

• Πολύπτυχο κείμενο. Συνδυάζει φαντασία, μνήμη, επιστημοσύνη, παρατηρητικότητα, συνειρμούς, ποιητική και εξομολογητική διάθεση.

 
 
ΤΟ ΥΦΟΣ ΓΡΑΦΗΣ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ



Το ύφος γραφής του Γιώργου Ιωάννου



Το ύφος των διηγημάτων του Ιωάννου είναι απλό και συγκρατημένο χωρίς εξάρσεις και μελοδραματισμούς, παρόλο που τα θέματα που διαπραγματεύεται μερικές φορές είναι τέτοια που θα μπορούσαν να τον παρασύρουν σε εκφραστικές εντάσεις. Η χρήση του α΄ προσώπου, και κυρίως στα σημεία των κειμένων όπου ο συγγραφέας αυτοβιογραφείται, δίνουν στα κείμενά του εξομολογητικό τόνο, ενώ η χρήση σε άλλα σημεία του γ΄ προσώπου δίνουν ποικιλία στο λόγο.



Έχουμε να κάνουμε πάντα μ' έναν άνθρωπο που διψάει να μιλήσει απλά κι αληθινά. Μιλώντας επίμονα σε πρώτο πρόσωπο χωρίς περιστροφές, το ύφος του επιβάλλεται γυμνό: δεν ναρκισσεύεται, δεν μεγαληγορεί, δεν ψευτίζει. Πολύ περισσότερο αυτός προχωρεί σε βάθος, στοχάζεται χωρίς ψυχρές φόρμουλες, κι αφήνει το ατομικό περιστατικό ν’ αναχθεί σε καθολικότερη μοίρα. Γιατί πίσω από την ιδιωτική υπόθεση ενός ανθρώπου που καταγράφει τις εμπειρίες του από τη Θεσσαλονίκη, την ελληνική επαρχία και την Αφρική, υπάρχει το γενικότερο ανθρώπινο αδιέξοδο, κρυσταλλωμένο σε μερικές, άψογες συχνά, πεζογραφικές φόρμες. Και πίσω από την εγκαρτέρηση και τη μνήμη του ίδιου ανθρώπου, σφαδάζει τραγική η εποχή των δολοφόνων.



Οι σύντομες προτάσεις, οι μικρές περίοδοι δίνουν μια κοφτή και ξεκάθαρη μορφή στο λόγο του και νομίζω ότι πηγάζουν από την ενασχόλησή του με τη δημοτική μας ποίηση, ενώ η έλλειψη περιγραφών της φύσης και οι σύντομες αποδόσεις των συναισθημάτων έχουν ως αποτέλεσμα ένα λιτό, διαυγές και περιεκτικό ύφος. Την εικόνα συμπληρώνει ένα υποδόριο χιούμορ, με αρκετή δόση αυτοσαρκασμού σε κάποια σημεία.



Η ιδιαιτερότητα της αφηγηματικής φωνής του Ιωάννου οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην απλή γλώσσα που χρησιμοποιεί με την οποία δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει, στον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο ανακαλεί το παρελθόν, γράφοντας συνειρμικά, παρεμβάλλοντας στις αναμνήσεις σκέψεις και συναισθήματα.



Ο συγγραφέας αποκλείει από το έργο του κάθε ένταση και, το σπουδαιότερο, κάθε μελοδραματική νότα ή συναισθηματισμό. Τα πάντα είναι χαλιναγωγημένα, συγκρατημένα, ιδωμένα από κάποια απόσταση.



Στην πεζογραφία του Ιωάννου κυριαρχεί η μονομερής ή μονοεστιακή αφήγηση, αφού όλα μάς δίνονται «μέσα από την όραση, τα συναισθήματα, τη σκέψη και την αίσθηση ενός μονάχα ανθρώπου», ο οποίος παραμένει αμετακίνητος στο πεδίο των εμπειριών του. Κάτι που πραγματοποιεί ακολουθώντας την τακτική της διάσπασης του εκάστοτε θέματός του σε μικρές, κάποτε διαφορετικές, θεματικές ψηφίδες, οι οποίες τελικά συγκλίνουν, σχηματίζοντας μία συγκεκριμένη ψυχική κατάσταση, αυτήν του υποκειμένου της αφήγησης. Όπως συγκλίνουν και, εντέλει, συντίθενται διαφορετικές μεταξύ τους χρονικές στιγμές, του παρελθόντος και του παρόντος, δημιουργώντας στον αναγνώστη των πεζογραφημάτων του την αίσθηση μιας συγκινησιακά φορτισμένης αιώρησης στον χρόνο.



Μονομερής ή μονοεστιακή αφήγηση



Είναι μια μορφή αφήγησης στην οποία τα πάντα μας δίνονται από την οπτική γωνία ενός μονάχα προσώπου, το οποίο μπορεί να μετέχει στα εξιστορούμενα ή απλώς να παρακολουθεί ως θεατής και να μας τα αφηγείται. Η εσωτερική ζωή ανήκει σ’ ένα μόνο πρόσωπο, τα υπόλοιπα αφηγηματικά πρόσωπα, όταν υπάρχουν, δίνονται εξωτερικά, δηλαδή όπως τα βλέπει, τα ακούει το ένα αφηγηματικό πρόσωπο. Η μονομερής αφήγηση δεν είναι υποχρεωτικό να διατυπώνεται σε πρώτο πρόσωπο, αν και αυτή είναι η συνήθης τακτική.

 
ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ



Το διήγημα ανήκει στη συλλογή «Για ένα φιλότιμο»(1964).

Βασικό θέμα του διηγήματος είναι η πρόθεση του συγγραφέα να παρουσιάσει το δεσμό των προσφύγων με την πατρίδα και τη ράτσα τους και την αποξένωσή του στο πλήθος της μεγαλούπολης.

Ενότητα 1η (παρ. 1): ορίζεται ο σκηνικός χώρος (ένα καφενείο, μάλλον της Θεσ/νίκης) και χρόνος (μετά το σχόλασμα-βραδάκι). Η αφορμή για το ξετύλιγμα των σκέψεων του συγγραφέα είναι μια συνηθισμένη σκηνή: παιδιά που παίζουν μπάλα. Συνειρμικά και αντιθετικά οδηγείται η σκέψη του στους μεγάλους, στους πρόσφυγες-θαμώνες του καφενείου. Δίνει τα χαρακτηριστικά των προσφύγων: α. πολύ πιο αληθινοί (προϋπόθεση: να είναι κουρασμένοι), β. διατηρούν τα χαρακτηριστικά της ράτσας και την ψυχή τους (παρόλο που είναι μακριά από την πατρίδα τους, αντίθετα με τους διεσπαρμένους), γ. πιο γνήσιοι (προϋπόθεση: να τους βλέπει στο καφενείο), δ. αλλιώτικοι ( όταν βρίσκονται αλλού).

Ενότητα 2η (παρ. 2, 3): το ύφος της ενότητας είναι δοκιμιακό. Με το συγγραφικό εύρημα της ικανότητας του συγγραφέα στην αναγνώριση αναφέρονται όλες οι ράτσες των προσφύγων που ήρθαν στην ελληνική επικράτεια μετά το 1922. Η ικανότητά του αυτή υπογραμμίζεται με τις φράσεις: έχω φοβερά εξασκηθεί, διακρίνω από μακριά, σπανίως θα πέσω έξω, είμαι ολότελα αλάνθαστος, έχω τόση πεποίθηση. Αναφέρει τους Πόντιους, τους Καραμανλήδες, τους Καυκάσιους, τους Μικρασιάτες και τους Θρακιώτες κ. ά., τονίζοντας χαρακτηριστικά της εμφάνισης και της προφοράς τους. Υπαινιγμό στην καταγωγή της οικογένειάς του από τη Θράκη (αυτοβιογραφικό στοιχείο) συνιστά η παραδοχή πως έχει συνηθίσει την ιδιαίτερη προφορά των Θρακιωτών. Αξίζει να προσεχθεί στην ενότητα αυτή η τριπλή επανάληψη του ρήματος μπερδεύω, με την οποία αναφέρεται υπαινικτικά στην πολυπολιτισμική Θεσσαλονίκη μετά το 1922.

Ενότητα 3η (παρ. 4, 5): ο συναισθηματικά φορτισμένος αφηγητής επιχειρεί να γενικεύσει τα συναισθήματά (β΄ ενικό προσ. Στην αρχή της παραγράφου) που του γεννά η συνύπαρξη, η συναναστροφή και η αίσθηση της κοινής καταγωγής με τους πρόσφυγες (συγκίνηση, σου ’ρχεται ν’ αγκαλιάσεις, μεθώ, χαίρομαι, ανατριχιάζω, σα ζεστό κύμα με σκεπάζει ξαφνικά, λαχτάρα, δυνατή ευχαρίστηση, μυστήριο κι αγάπη). Θεωρεί τους πρόσφυγες συνέχεια των αρχαίων λαών που ζούσαν στις ίδιες περιοχές (γι’ αυτό και παραθέτει τα ονόματα αρχαίων λαών στην 5η παράγραφο), χωρίς όμως να το στηρίζει επιστημονικά, παρά μόνο συναισθηματικά. Στην 4ηπαράγραφο παραθέτει και τον ορισμό της έννοιας πατρίδα: το αίμα, η κοινή καταγωγή, οι κοινές ρίζες.

Ενότητα 4η (παρ. 6):το ύφος αλλάζει. Ο αφηγητής γίνεται καταγγελτικός. Οι γραφειοκράτες εκμεταλλεύτηκαν τους πρόσφυγες, έσπειραν διχόνοια ανάμεσά τους και τους εξωθούν στη μετανάστευση ( η ερμηνεία του συγγραφέα για το μεταναστευτικό κύμα των Ελλήνων). Αξιοπρόσεκτη σ’ αυτή την παράγραφο η διάκριση των όρων «πρόσφυγες» και «μετανάστες».

Ενότητα 5η (παρ. 7,8,9): Στην παρ. 7 ο αφηγητής επαναφέρει το θέμα του αίματος που ενώνει υπόγεια τον ίδιο με τους πρόσφυγες. Ο υπαινιγμός ότι«ποτέ τους δεν επιμένουν να με κρατήσουν στις παρέες τους» δείχνει τη δυσκολία του αφηγητή να ενσωματωθεί και μας θυμίζει το «διεσπαρμένους» της πρώτης παραγράφου.

Η αδυναμία ενσωμάτωσης του αφηγητή στις παρέες των προσφύγων τον οδηγεί στο να θίξει στην επόμενη παράγραφο ένα από τα προβλήματα του «πολιτισμού» μας, αυτό της αποξένωσης του ανθρώπου από τους συνανθρώπους του και το περιβάλλον στον οποίο ζει. Έτσι ο κάτοικος της σύγχρονης μεγαλούπολης παρομοιάζεται με τον πρόσφυγα που νιώθει μόνος μακριά από την πατρίδα του. Η παράγραφος 7 αναπτύσσεται με βάση τους συνειρμούς (αρτηρίες – ερυθρά και λευκά αιμοσφαίρια – βουβό ποτάμι των προσφύγων, κούτσουρο- καμπυλώσω τη ράχη μου – της Γονατιστής) και στηρίζεται σε δύο παρομοιώσεις (οι δρόμοι σαν αρτηρίες και ο αφηγητής σαν κούτσουρο που κόβει τη ροή του νερού). Τελικά το «βουβό ποτάμι των προγόνων» (σύμβολο της αδιάσπαστης συνέχειας της ράτσας) είναι αυτό που τον βοηθά να υπερβεί τη μοναξιά και την αλλοτρίωση.

Στην 9η παράγραφο ο αφηγητής εκφράζει την απέχθειά του για το σύγχρονο πολιτισμό και τον προβληματισμό του για την αποξένωση των κατοίκων στις μεγαλουπόλεις. Περιγράφει ένα σύγχρονο κοινωνικό φαινόμενο και ειρωνεύεται το επίπεδο των σχέσεων των σύγχρονων ανθρώπων ( «Το ιδανικό, η τελευταία λέξη του πολιτισμού, είναι, λέει, να μην ξέρεις ούτε στη φάτσα το γείτονά σου»): οι άνθρωποι αδιαφορούν για το διπλανό τους, αποφεύγουν κάθε επαφή, αντιμετωπίζουν το συνάνθρωπο με καχυποψία πιστεύοντας μάλιστα ότι είναι πολιτισμένοι).

Ενότητα 6η ( παρ. 10): Κλείνει το πεζογράφημα μακαρίζοντας αυτούς που ζουν στον τόπο τους και δεν αναγκάστηκαν για κανένα λόγο να τον εγκαταλείψουν ή έστω τους πρόσφυγες που ζουν στους προσφυγικούς συνοικισμούς και διατηρούν στενή επαφή με τους ανθρώπους της ίδιας ράτσας. Θα προτιμούσε λοιπόν να ήταν πρόσφυγας παρά σύγχρονος αστός.

 
 
Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ



Ο χώρος, και συγκεκριμένα η Θεσσαλονίκη, αποτελεί αναγκαία συνθήκη, για να "διαβάσουμε" το έργο του. Το είδαμε κιόλας στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς, θα το δούμε και στο "Στου Κεμάλ το Σπίτι". Τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο συνομιλεί με την πόλη του ο Ιωάννου θα προσπαθήσουμε κι από 'δω να προσεγγίζουμε, δίνοντας συμπληρωματικά παραθέματα του Θανάση Σπήλια ( "Η Θεσσαλονίκη στο έργο του Γ.Ι", περ. Φιλόλογος, τ. 72) και της Έλενας Χουζούρη ( "Η Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου, περιπλάνηση στο χώρο και το χρόνο, εκδ. Πατάκη, 1995):

Η Θεσσαλονίκη αποτελεί πηγή έμπνευσης και αντικείμενο εξύμνησης. Ο Ιωάννου την αποκαλεί γενέτειρα και τρέφει παθολογική αγάπη γι' αυτή. Επισημαίνει το κοσμοπολίτικο και πολυπολιτισμικό χρώμα της πόλης, που οφείλεται στην ιδιαιτερότητα των κατοίκων της, κυρίως των προσφύγων. Επιμένει στον ιστορικό χώρο τονίζοντας τη σημασία της Θεσσαλονίκης κατά τη βυζαντινή περίοδο.

"Το ανατολίτικο χρώμα της θεσσαλονίκης με το "χαμάμι", το "καφεσαντάν"κτλ, οι περιθωριακοί κι ο υπόκοσμος του Παλιού Σταθμού και άλλων χώρων, τα διάφορα παρα-επαγγέλματα της "φτωχομάνας",

το κοινό των λαϊκών σινεμά και οι λόγοι συνωστισμού σ' αυτά, οι ξεπεσμένοι μικρασιάτες άρχοντες και η κοινωνική αλλαγή την οποία υπέστησαν και επέφεραν, οι νέες βιοτεχνίες με τους πρόσφυγες, η αρχιτεκτονική των σπιτιών κτλ αποτελούν ζητήματα που παρουσιάζουν σοβαρό ενδιαφέρον για τον ερευνητή. Όπως επίσης σοβαρό ενδιαφέρον παρουσιάζει και η αντιπαράθεση των δύο κόσμων - του παλαιού και του νέου - που σαν θέμα προβάλλεται και από πολλούς άλλους σύγχρονους συγγραφείς".

( Θανάσης Σπήλιας)

"Ο χώρος στα πεζογραφήματα του Ιωάννου είναι αναμφισβήτητα ένας βιωμένος χώρος. Ο χώρος, όμως, είναι το κατάλυμα του χρόνου. Που σημαίνει ότι ο βιωμένος χώρος συσσωματώνει και τον αντίστοιχο βιωμένο χρόνο. Η περιπλάνηση σ' αυτό τον αξεδιάλυτο χωροχρόνο πραγματώνεται μέσω της ανάμνησης. Η Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου είναι πρωταρχικά μια πόλη της μνήμης. Μέσω αυτής ο αφηγητής περιπλανάται στο χώρο και το χρόνο της. Το ταξίδι, άλλωστε, στο χρόνο (παρελθόν) είναι ουσιαστικά πάλι "ταξίδι στο χώρο". Ο αφηγητής, τον οποίο υποδύεται ο συγγραφέας, βλέπει την πόλη καθώς περιπλανάται σ' αυτή. Η οπτική του, οπτική ενός πλάνητα, δεν είναι παρά ενός ενήλικα, ο οποίος επιζητά ν' ανασυνθέσει τη χαμένη πόλη, τη χαμένη νιότη, τη χαμένη παιδικότητα και αθωότητα. Η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη της αναζήτησης του "χαμένου χρόνου". Άλλωστε, ο ίδιος ο συγγραφέας έχει ομολογήσει πως "με τα κείμενα αυτά προσπαθώ περισσότερο το χρόνο να αιχμαλωτίσω κι όχι τον τόπο "., προχωρώντας στην επεξήγηση ότι "πόλεις βρίσκονται στο εντελώς πρώτο επίπεδο, ενώ εγώ σκοπεύω πολύ παρακάτω. Αυτό σημαίνει πως οι χώροι οι οποίοι εμφανίζονται στα κείμενα, όπως τους ανασυνθέτει ο αφηγητής μέσω της μνήμης του, είναι χώροι οι οποίοι λειτουργούν μεταφορικά με συνδηλώσεις, έτσι που να μετατρέπονται σε χώρους ποιητικούς.

(…) Το εγώ του αφηγητή μειώνει την ένταση της παρουσίας της πόλης, μιας και την αντιμετωπίζει και πάλι ως πρόφαση για τις διαθέσεις και εξομολογήσεις του, με αποτέλεσμα η πόλη να μετατρέπεται σε χώρο υποδοχής κάποιων οριακών, ψυχολογικών καταστάσεων του αφηγητή.(…) Δεν διασχίζει τους χώρους για να τους περιγράψει, αλλά για να αισθανθεί εκείνα τα βιώματα τα οποία οι χώροι αυτοί ανακαλούν στη μνήμη του. Λειτουργούν, δηλαδή, διάφορα σημεία της πόλης ως "δρομοδείκτες της μνήμης". (…) Βλέπουμε τον αφηγητή να περιπλανάται μόνος στους δρόμους της πόλης, παρατηρώντας και αποθησαυρίζοντας βλέμματα, χειρονομίες, κινήσεις. Η νωχέλεια και ο αργός ρυθμός της κίνησής του συμβαδίζουν με την έκπληξη με την οποία αντικρίζει τα πράγματα γύρω του (…) Προσωπική ιστορία και ιστορημένη πόλη συμπλέουν, φωτίζοντας η μια την άλλη. [Πολλές φορές] οι χώροι της εμφανίζονται ως σημεία απώλειας και θανάτου".

( Έλενα Χουζούρη)

 
 
 
 
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ ΤΟΥ



Ο Γιώργος Ιωάννου αγάπησε το συγκεκριμένο, ακολούθησε τον ρυθμό της ψυχής του, μίλησε καθαρά και κέρδισε τη λύ¬τρωση περνώντας μέσα από τρομερές εσωτερικές πιέσεις, φοβίες και μοναξιές.

Όπως ο ίδιος έλεγε, έγραψε πρώτα για την ψυχή του. Τα κείμενα του μπορεί να βασίζονται σε βιώματα, όμως δεν είναι αυτοβιογραφικά.

«Ξέρω να προσέχω, να αποθησαυρί¬ζω, να διεισδύω και να πλάθω από το λίγο το πολύ. Από τη νύξη να φτάνω στην ολοκλήρωση», είχε πει το 1984 στον Αντώνη Φωστιέρη και στον Θανάση Νιάρχο.

• οι ιστορίες του Γιώργου Ιωάννου δεν ακουμπούν σε έναν αφηγηματικό καμβά που να στηρίζε¬ται σε μια πλοκή ή σε ένα μύθο. Μπορεί ο ίδιος να είναι παραμυθάς, και μάλιστα σπουδαίος, αλλά δεν είναι μυθο¬πλάστης. Δεν κινεί πρόσωπα, δεν τα παρακολουθεί στην εξέλιξη τους. Τουλάχιστον όχι με τον παραδοσιακό πεζο¬γραφικό τρόπο. Δεν είναι μυθιστοριογράφος. Εκείνος πίσω από το προσωπείο του χρονικογράφου μας ψιθυρίζει για τις μυστικές πλευρές μιας πόλης ή ενός ατόμου. Το άτομο αυτό δεν είναι ήρωας με την κλασική έννοια. Ο ήρωας στον Ιω¬άννου είναι πάντα ένας: ο ίδιος. Ο εαυτός του. Ένας εαυτός που κινείται ράθυμα — άλλο ένα στοιχείο που διώχνει τον σημερινό αναγνώστη, τον εθισμένο στην ταχύτητα — και που εξομολογείται. Διαρκώς εξομολογείται και αυτοαναλύεται.

• Εξετάζοντας συνολικά την πεζογραφία του Ιωάννου, ο Αλέξανδρος Κοτζιάς παρατηρεί ,στη μελέτη του "Πεζογράφοι της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς'', πως τρία είναι τα ενοποιητικά της στοιχεία:

• η εμπειρία του πολέμου, όπως αποτυπώνεται στη συνείδηση του συγγραφέα μέχρι το 1950,

η παρουσία της Θεσσαλονίκης στα κείμενά του ως ζωτικού σκηνικού χώρου και, τέλος, το πρό¬σωπο του αφηγητή του, που μιλάει κατά κανόνα σε πρώτο ενικό, χρησιμοποιώντας τον «άμορφο» συνειρμικό μονό¬λογο.

• Κοντά στην τελευταία παρατήρηση του Κοτζιά βρίσκεται και ο Γιώργος Αράγης όταν καταπιάνεται με τη σειρά του με το συνολικό έργο του Ιωάννου στην ανθολογία ''Η μεταπολεμική πεζογραφία ''των εκδόσεων Σοκόλη. Ο όρος στον οποίο καταφεύγει ο Αράγης προκειμένου να προσ¬διορίσει τον ρόλο και τον τρόπο λειτουργίας του συγγραφι¬κού εγώ ή του συγγραφικού προσώπου του Ιωάννου είναι,

• η μονομερής ή μονοεστιακή αφήγηση — μια αφήγηση στην οποία τα πάντα μας δίνονται από μία και μοναδική οπτική γωνία: μέσα από την όραση, τα συναισθήματα, τη σκέψη και την αίσθηση ενός μονάχα προσώπου.

Ο κριτικός προ¬σθέτει στα ενοποιητικά χαρακτηριστικά της τεχνικής του Ιωάννου δύο ακόμη παραμέτρους: τη διάσπαση του αφηγη¬ματικού θέματος και τη σύνθεση του χρόνου.

Με την πρώτη παράμετρο αναφέρεται στο γεγονός ότι το κάθε αφήγημα του Ιωάννου σχηματίζεται κατ' αρχάς από πολύ διαφορετι¬κά μεταξύ τους θεματικά δεδομένα, τα οποία εντούτοις συ¬γκλίνουν στην πορεία σε μιαν ενιαία (αδιαίρετη) ψυχική κα¬τάσταση. Με τη δεύτερη παράμετρο ο Αράγης αναφέρεται σε κάτι το οποίο συμβαίνει κατά παρόμοιο τρόπο στη λει¬τουργία του αφηγηματικού χρόνου, ο οποίος, αντί να κινεί¬ται μονόδρομα, από το παρελθόν προς το παρόν ή από το παρόν προς το παρελθόν, αναπτύσσεται συνθετικά, με διαρ¬κείς και ανάκατες μνημονικές ανακλήσεις (όταν ο αφηγητής είναι στο παρόν ανακαλεί το παρελθόν, αλλά και όταν με¬ταβαίνει στο παρελθόν θυμάται το παρόν) και με συνεχή περάσματα από το ένα χρονικό επίπεδο στο άλλο.

• Η τεχνική (ή τέχνη) του φενακισμού, σύμφωνα με τον Α. Κοτζιά ,

Ο εξομολογούμενος στα κρίσιμα σημεία υπεκφεύγει, κρατάει τον αναγνώστη σε απόσταση από τον μύχιο πυρήνα της ψυχής του, αφήνει μια απορία μήπως τα όσα ειπώθηκαν δεν αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπο του αφηγητή, αλλά τα χρησιμοποιεί ως τεχνάσματα για να αφυπνίσει τη συνείδηση του αναγνώστη. Μετά από ατελείωτες εξομολογήσεις ο Ιωάννου- αφηγητής παραμένει για τον αναγνώστη πρόσωπο μοναχικό και απρόσιτο. Συνεχής προβολή της εξομολογητικής προθυμίας και ταυτόχρονη άρση της.

• η τεχνική του συγκερασμού:

Η τεχνική του συγκερασμού υπάρχει στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς με την αναφορά στην εκμετάλλευση των προσφύγων από τους εγκληματίες των γραφείων. Είναι συγκερασμός παρελθόντος/παρόντος, της παλιάς αίγλης των προγόνων και της τωρινής τους κατάστασης. Στου Κεμάλ το σπίτι υπάρχει ανάλογο παράδειγμα στην τελευταία ενότητα με την αναφορά στην καταστροφή του ψηφιδωτού. Συγκερασμός του παλιού με το νέο.

   ΦΥΣΙΚΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΚΑΙ ΟΙ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ , ΤΑ ΣΥΝΟΔΕΥΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ , ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ , ΟΙ ΣΧΟΛΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΕΕ. ΞΕΡΕΤΕ ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΤΕ ΜΕ ΤΟ ΚΑΘΕ ΕΝΑ ΑΠΟ ΑΥΤΑ ΚΑΙ ΠΩΣ ΝΑ ΔΟΥΛΕΨΕΤΕ.     ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΑΛΛΑ ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ... ΑΣ ΑΠΟΛΑΥΣΟΥΜΕ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΘΙΕΡΩΜΕΝΟ , ΠΛΕΟΝ , ΑΣΜΑ . [ΔΕ ΘΕΛΩ ΕΠΙΚΡΙΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΜΟΥ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ]     http://www.youtube.com/watch?v=PieS0zG228A


Πέμπτη 7 Μαρτίου 2013

ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ... ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ

   ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΦΩΤΟΤΥΠΙΕΣ ΠΟΥ ΘΑ ΣΑΣ ΔΟΘΟΥΝ ΚΑΙ ΤΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ , ΑΣ ΕΧΕΤΕ ΑΠΟ ΠΡΙΝ ΑΥΤΑ ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ , ΤΟΥ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥ ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ .


ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
Διαβάζοντας τα "Αντικλείδια" του Παυλόπουλου συλλογιζόμαστε: τι κρύβει αυτή η πόρτα που μοιάζει ανοιχτή αλλά δεν αφήνει κανένα να δρασκελίσει;Τι υπάρχει πίσω της, που ασκεί τόση γοητεία; Τι είναι αυτό που οι ποιητές από καταβολής του κόσμου αναζητούν και, σύμφωνα με τον ποιητή, δε θα το βρουν ποτέ; Και τα αντικλείδια; Τι καταφέρνουν;Τι ξεκλειδώνουν αυτά;

Αν κι οι ερμηνείες αποτελούν, όπως κι ο ίδιος ο Παυλόπουλος δέχεται, προσωπικές προσεγγίσεις που δεν μπορούν να διεκδικούν την απόλυτη αλήθεια, ας διαβάσουμε τι δήλωνε σε μια συνέντευξή του στη Λ.Σ. Αρμυριώτη, δυο χρόνια πριν ( περ. Ύφος, 7.1.08).



-Φαίνεται καθαρά στο ποίημα σας "τα Αντικλείδια". Εκεί λοιπόν λέτε -απ' ό,τι καταλαβαίνω- ότι δεν υπάρχουν αντικλείδια, οι πόρτες είναι ανοιχτές. Όμως υπαινίσσεσθε στο ποίημα, ότι ο ποιητής λειτουργεί σαν ένα αντικλείδι, διότι βλέπει την κρυμμένη αλήθεια στα πράγματα.

—Είναι κι αυτό μια εκδοχή για την πρόσληψη του ποιήματος. Το ποίημα αυτό προσφέρεται για πολλές εκδοχές και όσες περισσότερες είναι αυτές, τόσο πιο καλό είναι το ποίημα. Εγώ ποτέ δεν αναλύω. Αφήνω την περαιτέρω έρευνα για τον αναγνώστη. […] Οι εκδοχές αφορούν στον αναγνώστη. Κάθε ένας, μπορεί να έχει τη δική του εκδοχή, να το προσεγγίσει με τη δική του συγκίνηση, γι αυτό οι αναλύσεις των ποιημάτων δεν ευστοχούν πάντοτε, δεν μπορείς να πεις, αυτό λέει αυτό το ποίημα.

[…]

Σουρεαλιστική -είναι λίγο- η ποίηση σας;



—Καθόλου! (με αγανάκτηση)



-Ποιες είναι οι παράμετροι; Τι πρέπει να έχει ένα ποίημα για να πάψει να λέγεται προσωπικό; Πως να είναι;

—Δεν μπορώ να διδάξω την ποίηση. Δεν ξέρω τι είναι η ποίηση, κι αυτό εκφράζω με "Τα αντικλείδια" κλπ. Δεν υπάρχει ορισμός της ποίησης.



Γ. Παυλόπουλος, Τα Αντικλείδια.

Είναι μια απόπειρα να παραβιασθεί η ανοικτή πόρτα της ποίησης.

Ο Παυλόπουλος πραγματεύεται την απόπειρα του ποιητή να αλώσει την πόρτα της ποίησης με τα αντικλείδια, την απεγνωσμένη του προσπάθεια να ανοίξει την ανοικτή πόρτα της ποίησης.

Η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή ως τη στιγμή που θα κοιτάξεις μέσα και πηγαίνεις να μπεις. Την ίδια ακριβώς στιγμή η πόρτα κλείνει. Έκτοτε αυτό που είδες και δεν είδες, αυτό που μόλις πρόφτασες να δεις και χάθηκε απ’ τα μάτια σου, θα σε προκαλεί για κάτι απροσδιόριστο και μαγικό. Θέλεις ν’ ανοίξεις πάλι την πόρτα και μαθαίνεις την τέχνη του κλειδαρά. Φτιάχνοντας αντικλείδια ελπίζεις ότι βρίσκεσαι όλο και πιο κοντά στο ποιητικό σου όραμα. Και δεν ξέρεις αν το κυνηγάς εσύ ή αν σε κυνηγάει εκείνο. Ώσπου κάποτε διαπιστώνεις πως τα αντικλείδια σου είναι τα ποιήματα που φτιάχνεις για ν’ αποκαλύψεις κάτι που παραμένει πάντα απατηλό και φευγαλέο. Όπως μέσα στα όνειρα.

Έτσι θέλω να πιστεύω για τον εαυτό μου, ότι ανήκω και στη Συντεχνία των Κλειδαράδων και στην Εταιρία Συγγραφέων.

Εντούτοις κάποιοι έχουν την ψευδαίσθηση ότι η ποίηση είναι μια πόρτα συνεχώς ανοιχτή, όπου μπορούν να μπαίνουν και να βγαίνουν άνετα. Μα αυτοί είναι οι μόνοι από τους οποίους δεν κινδυνεύει να εκλείψει η τέχνη των κλειδαράδων.

(συνομιλία με τον ποιητή Γ. Παυλόπουλο, περιοδικό Ελίτροχος)

Ο Γ. Παυλόπουλος στο ποίημα αυτό πραγματεύεται την απόπειρα του ποιητή να αλώσει την πόρτα της ποίησης με τα αντικλείδια, την απεγνωσμένη του προσπάθεια να ανοίξει την ανοικτή πόρτα της ποίησης.

Αφήγηση: Το ποίημα είναι αφήγηση ενός προσώπου –δεν ενδιαφέρει αν ταυτίζεται ή όχι με τον ποιητή. Η αφήγηση δεν αφορά ένα συγκεκριμένο συμβάν, αλλά μια επαναλαμβανόμενη ανά τους αιώνες διαδικασία απόπειρας να παραβιαστεί η ανοιχτή πόρτα της ποίησης. Το πρόσωπο που αφηγείται δεν εμφανίζεται στο ποίημα ως υποκείμενο ενός άμεσου πρώτου ρηματικού προσώπου· τα όσα λέγει διεκδικούν την εγκυρότητα του αντικειμενικού, αυτού που αορίστως επαναλαμβανόμενο συμβαίνει και που περιγράφεται στο ποίημα από ένα πρόσωπο που διαθέτει συνολική εποπτεία στο χώρο (κόσμος) και στο χρόνο (από τότε που υπάρχει ο κόσμος).

(Τασούλα Καραγεωργίου, Τα αντικλείδια του Γιώργη Παυλόπουλου, μια διδακτική δοκιμή)

Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή: ο ποιητής προσπαθεί να δώσει ένα ορισμό της ποίησης, ο οποίος αποσαφηνίζεται στη συνέχεια του ποιήματος

Πολλοί: πολλοί είναι αυτού περνούν έξω από την ανοιχτή αυτή πόρτα και κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν, ρίχνουν ένα βλέμμα, αλλά δεν μπορούν να αντιληφθούν τη μαγεία αυτού του κόσμου, δεν έχουν ανοιχτά τα μάτια της ψυχής τους.

Μερικοί: λίγοι είναι οι εκλεκτοί, οι ικανοί να δουν τι αποκαλύπτει η ανοιχτή πόρτα και να δεχτούν την πρόκληση να περιηγηθούν στο μαγικό αυτό κόσμο, να αποκαλύψουν τα μυστικά του, να γευθούν τη χαρά που μπορεί να τους προφέρει.

Η πόρτα τότε κλείνει: τότε συμβαίνει ένα παράδοξο: η πόρτα η διάπλατα ανοιχτή σε όλους κλείνει ερμητικά, κανείς δεν τους ανοίγει και το κλειδί είναι χαμένο. Οι μαγεμένοι, πλέον, εκλεκτοί που αντίκρισαν τη μαγεία της ποίησης δεν είναι διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν τις προσπάθειες. Υπάρχει κι άλλος δρόμος: όταν δε βρίσκουμε το κλειδί (το ένα και μοναδικό) φτιάχνουμε αντικλείδια (πολλά). Έτσι και οι ποιητές που αναζητούν εναγωνίως να εισέλθουν στην Ποίηση φτιάχνουν τα δικά τους αντικλείδια, φτιάχνουν ποιήματα, που πιστεύουν ότι θα τους ανοίξουν την πόρτα.

Η πόρτα δεν ανοίγει πια: οι προσπάθειες είναι άκαρπες, δεν οδηγούν πουθενά. Η πόρτα δεν ανοίγει, δεν πρόκειται ποτέ να ανοίξει, όσα αντικλείδια και να κατασκευάσουν, όπως δεν άνοιξε ποτέ στο παρελθόν, για όσους μπόρεσαν να δουν στο βάθος. Η πόρτα δεν άνοιξε, δεν ανοίγει, ούτε θα ανοίξει ποτέ. Οι ποιητές όμως έγραφαν αντικλείδια-ποιήματα, γράφουν και θα συνεχίσουν να γράφουν ελπίζοντας. Η πρόκληση και η περιπέτεια θα συνεχίζεται αέναα.

• Τα Αντικλείδια του Παυλόπουλου πρέπει να ακουστούν ως δοκιμές για να οριστεί το άπιαστο είδωλο της ποίησης και το φάντασμα ενός ποιήματος.

(Δ. Ν. Μαρωνίτης, Τα αντικλείδια της ποίησης)

Χαρακτηριστικά της ποίησής του:

• Είναι κατά βάση αφηγηματική, με ιστορίες παράξενες, χτισμένες με εικαστική τεχνική και με κινηματογραφική οπτική, με γλώσσα πυκνή και εκφραστική μέσα στη λιτότητά της.

• Απουσιάζουν τα περιττά επίθετα και τα σχήματα λόγου. Κυριαρχεί το ρήμα. Συχνά αυτή η γλώσσα ανακαλεί απόηχους από το δημοτικό τραγούδι.

• Στα ποιήματά του εγγράφεται και η ιστορική μνήμη, καθώς η ιστορία σφράγισε με δεινά τη γενιά του, την πρώτη μεταπολεμική ποιητική γενιά. Και όσα ποιήματά του αναφέρονται σε ιστορικά βιώματα είναι επίσης αφηγηματικά, γιατί ο Παυλόπουλος επιλέγει να καταθέτει τη μαρτυρία του μέσα από ένα μύθο χωρίς ευθεία αναφορά σε τόπο και χρόνο

• Ο ποιητικός κόσμος του Παυλόπουλου είναι ονειρικός, αλλά συντίθεται από πραγματικά υλικά.

• Διακρίνεται από ήπια δραματικότητα και επανάληψη θεματικών μοτίβων.

• Η ποίησή του διαποτίζεται από διακριτικό αισθησιασμό και διάχυτη μελαγχολία.

ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ . ΓΛΩΣΣΑ \ ΥΦΟΣ

Ο Γιώργης Παυλόπουλος ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά ποιητών. Η ποίησή του είναι σεμνή, ζεστή και χαμηλόφωνη. Διακρίνεται για το απλό και κουβεντιαστό της ύφος, τον πεζολογικό της τόνο, τη φυσικότητα του λεξιλογίου της και την υπαινικτική, αλληγορική γραφή της. Η γλώσσα του είναι καθαρά προσωπική, αν και ακουμπάει γερά στην παράδοση (δημοτικό τραγούδι, Σολωμό, Μακρυγιάννη, Σεφέρη). Είναι μια γλώσσα ρωμαλέα, πυκνή, απροσποίητη και αδιακόσμητη, χωρίς εκζήτηση. Η ποίησή του είναι εικονιστική και αναπαριστά την εφιαλτική ζωή του μεταπολεμικού ανθρώπου, ο οποίος βιώνοντας καθημερινά το θάνατο, προσπαθεί να τον υπερβεί μέσω του ονείρου, της ποίησης και του έρωτα. Οι εικόνες, που δημιουργεί, διαδέχονται η μία την άλλη με λυρική, ονειρική αφηγηματικότητα και σκηνική διάρθρωση.

BELLUM CIVILE STA LATINIKA   
http://www.youtube.com/watch?v=SHoDKldosXk



Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2013

ΠΟΙΗΣΗ 1948

   Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΓΙΝΕΤΑΙ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΕΚΕΙΝΟΥΣ ΠΟΥ ΒΙΑΖΟΝΤΑΙ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΤΑ ΠΡΟΣΘΕΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ . ΟΙ ΦΩΤΟΤΥΠΙΕΣ ΜΕ ΤΙΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΘΑ ΔΟΘΟΥΝ ΜΑΛΛΟΝ ΤΗΝ ΠΕΜΠΤΗ . ΤΗ ΔΕΥΤΕΡΑ ΘΑ ΔΟΥΛΕΨΟΥΜΕ ΜΕ ΤΙΣ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΦΩΤΟΤΥΠΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ .... ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΗΝ ΕΙΝΑΙ ΣΤΗΝ ΥΛΗ ΤΩΝ ΕΣΠΕΡΙΝΩΝ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ ΑΛΛΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΜΕ ΑΥΤΟ ΤΟΥ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΥ . ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΕΡΕΥΝΑ ΛΟΙΠΟΝ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΑ ΤΑ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΣΤΟΙΧΕΙΑ . ΚΑΛΗ ΜΕΛΕΤΗ ... Α, ΚΑΙ Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΥΠΟΚΡΟΥΣΗ ...




Ένα από τα πιο δημοφιλή του ποιήματα (σύμφωνα με την


άποψη πολλών, το πιο δημοφιλές) στους κριτικούς και το αναγνωστικό κοινό.

Έχει τη μικρότερη -έως καμία- σχέση με το υπερρεαλιστικό ποιητικό του πρόγραμμα, γιατί:

• δεν χαρακτηρίζεται από περίεργες συνάψεις λέξεων,

• από προγραμματική καταστρατήγηση του λογικού ειρμού και του νοήματος

• από μεταφορές που προτείνουν αναλογίες ανάμεσα σε στοιχεία ετερόκλητα

Το ποίημα χαρακτηρίζεται από:

• οριακή μορφική λιτό¬τητα,

• θεματική ευκρίνεια και νοηματική καθαρότητα που υπερ¬βαίνουν τις συνηθισμένες αντιλήψεις περί ποιητικότητας και τρέπουν τον αναγνώστη προς την εξέταση όχι τόσο του σημαίνοντος όσο του σημαινόμενου.

• η γλώσσα τού ποιήματος είναι ομοιογενής: είναι μια καθημερινή δημοτική, που το μόνο το οποίο επιδιώκει είναι η επικοινωνιακή αποτελεσματικότητα. Λείπουν εντελώς οι τολμηρές υφολογικές επιλογές, που αποσκοπούν στην αφύπνιση (ή τον εντυπωσιασμό) του αναγνώστη, η συνηθισμένη ή και προσφιλής στον ποιητή παράλληλη παρουσία της δημοτικής με την καθαρεύουσα, καθώς και η συνύπαρξη ετερόκλητων γλωσσικών τύπων. Η γλωσσική ουδετερότητα αναδεικνύεται σε μια γενικότερη υφολογική ουδετερότητα, μέσα από την απουσία μεταφορών ή και άλλων σχημάτων λόγου. Η απουσία αυτή είναι πλήρης και κατορθώνεται χάρη στην απουσία ποιητικών εικόνων. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο ποιητής αποφεύγει τη χρήση οποιασδήποτε εικόνας, κάνοντας έτσι φανερό πως δεν θέλει να καλύψει την επικοινωνιακή λειτουργία τού ποιη¬τικού λόγου του με ποιητικό φόρτο, αλλά ούτε καν να την ε¬πισκιάσει με την παρουσία κάποιας περιγραφικής εικόνας.

• Ο ποιητής δεν θυσιάζει την ελευθερία της ποίησης και, γενικότερα, της τέχνης στην υπηρεσία κοινωνικών σκοπών, αλλά δέχεται πως, μέσα στα όρια αυτής της ελευθερίας, υ¬πάρχει το δικαίωμα του ποιητή που ζει σε μια σκοτεινή ε¬ποχή να μη θέλει να γράφει, ή να γράφει με τρόπο που να ταιριάζει όχι με την ποιητική του ή, γενικότερα, το πρόγραμ¬μα του, αλλά με την ατμόσφαιρα που επικρατεί στο κοινω¬νικό και ιστορικό περιβάλλον του ( δηλαδή η απομάκρυνση του Εγγονόπουλου από του υπερρεαλιστικό τρόπο γραφής του σ΄αυτό το ποίημα είναι ένας τρόπος να δείξει τη διαμαρτυρία του για τον Εμφύλιο) . Το ποίημα απο¬τελεί έκφραση μιας προσωπικής αντίδρασης : ο ποιητής δεν έχει τη διάθεση να γράψει, γιατί δίπλα του συμβαίνουν γε¬γονότα που τον κάνουν να συνειδητοποιεί τη ματαιότητα της ποιητικής δημιουργίας, και διατυπώνει την άποψη πως η α¬πασχόληση με την ποίηση δεν ταιριάζει με την τραγικότητα του Εμφύλιου. Γράφει, λοιπόν, τελικώς το ποίημα, αλλά το γράφει με τέτοιο τρόπο, ώστε να το απογυμνώσει από τα στοιχεία εκείνα που, παραδοσιακά, το καθιερώνουν ως ποίημα (δηλαδή, ως ποιητικό έργο τέχνης) - το γράφει με σκοπό να το απογυμνώσει από την ποιητικότητα του και, με τον τρόπο αυτό, να το ακυρώσει ως λόγο που έχει αισθητικές αξιώσεις

Ας θέσουμε κάποια καίρια ερωτήματα για την πολιτική διάσταση ή προοπτική της ποίησης, που βοηθούν στην κατανόηση του ποιήματος:

1. Η ποίηση λειτουργεί πολιτικά, προκαλεί εξελίξεις, απο¬τελεί καθοριστικό ιστορικό και κοινωνικό παράγοντα;

2. Αν δεν έχει μια τέτοια λειτουργία μήπως θα έπρεπε να την επιδιώξει;

3. Μπορεί ή πρέπει ένας ποιητής να μη συμμετέχει σε αυτά που συμβαίνουν γύρω του;

4. Είναι η ποίηση αυτοσκοπός ή ένα μέσο που χρησιμο¬ποιείται υπέρ ή εναντίον της ανθρώπινης προόδου;

5. Είναι δυνατόν να θεωρήσουμε την ποίηση σαν κάτι ξε¬χωριστό και ανεξάρτητο, ή μήπως η δύναμη της απορρέει από τη σύνδεση της με δραστηριότητες που δεν είναι καθόλου λογοτεχνικές;

Οι απαντήσεις που δίνονται μέσα από το ποίημα είναι :

1) Ο ποιητής δεν είναι δυνατόν να μένει ανεπηρέαστος α¬πό

αυτά που συμβαίνουν γύρω του: η τέχνη του επη¬ρεάζεται σε

τέτοιο βαθμό από τα δυσάρεστα γεγονότα, ώστε είναι δυνατόν να ανασταλεί η δημιουργική του παρόρμηση εντελώς ή μερικώς.



2) Η ποίηση δεν είναι μεν αυτοσκοπός, αλλά παράλληλα δεν

μπορεί να υποβιβαστεί σε ένα απλό όργανο για την επιτυχία

σκοπών που είναι ξένοι προς αυτήν, είτε αυ¬τοί οι σκοποί

υπηρετούν την πρόοδο είτε την αναστέλ¬λουν.



3)Η ποίηση, όσο ξεχωριστή και αν είναι σαν δράση δη¬μιουργική

και σαν δύναμη διαμορφωτική του κόσμου, δεν μπορεί να

λειτουργήσει ανεξάρτητα από τις υπό¬λοιπες δραστηριότητες του ανθρώπου, οι οποίες τον καθορίζουν ως κοινωνικό ον.

Σαφέστατες αναλογίες με το «Ποίηση 1948»

του Ν.Εγγονόπουλου

έχουν τα ποιήματα του Wilfred Owen

και του Bertolt Brecht :

Wilfred Owen ( 1893- 1918 ) Άγγλος ποιητής.

Πολέμησε στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, υπέστη ψυχικό

κλονισμό από τη φρίκη που έζησε.

Τα ποιήματά του αποτελούν την σπαρακτικότερη λογοτεχνική

μαρτυρία της φρίκης του πολέμου.



Πάνω απ΄όλα δεν ασχολούμαι με την Ποίηση.

Το θέμα μου είναι ο Πόλεμος και το έλεος του Πολέμου.

Η Ποίηση βρίσκεται στο έλεος.

Και ο Μπρεχτ με αφορμή τον φασισμό και το Β Παγκόσμιο Πόλεμο:

Αληθινά ζω σε σκοτεινούς καιρούς!

Η χωρίς δόλο λέξη είναι αποκοτιά.

Το αρυτίδωτο μέτωπο σημαίνει αναισθησία.

Ο άνθρωπος που γελά

απλώς δεν έχει μάθει τα τρομερά νέα,

Τι είδους καιροί είναι αυτοί, που μια συζήτηση

γύρω από τα δέντρα αποτελεί σχεδόν έγκλημα

γιατί υποδηλώνει την αποσιώπηση τόσων τρόμων;

Όπου ο άνθρωπος που ήρεμα διασχίζει τον δρόμο

βρίσκεται ήδη πολύ μακριά από τους φίλους του

που έχουν ανάγκη.



Στο πρώτο ποίημα- δήλωση η εξάρτηση της ποίησης

από το ιστορικό περιβάλλον δηλώνεται ρητά ενώ στο

ποίημα του Μπρεχτ η στράτευση λειτουργεί δίχως να δηλώνεται

γι αυτό λειτουργεί πιο αποτελεσματικά.

Το ποίημα του Εγγονόπουλου βρίσκεται κάπου ανάμεσα στα δύο: παρ΄όλη την υφολογική του λιτότητα , δεν περιορίζεται

στην ξηρότητα της σκόπιμης αντιποιητικής δήλωσης

του Owen, αλλά αφήνει και ένα μικρό περιθώριο στην

ποιητικότητα ( με την παρομοίωση για τα αγγελτήρια θανάτου).

Φυσικά ο πιο «πολιτικός» ποιητής , από τους τρεις,

είναι ο Μπρεχτ και πιστεύει λιγότερο από όλους στην ποίηση σαν αυτοσκοπό.

Και ο Μανώλης Αναγνωστάκης θέτει για επίλογο πάλι το δίλημμα :

Η απόφαση

Εἶστε ὑπὲρ ἢ κατά;

Ἔστω ἀπαντεῖστε μ᾿ ἕνα ναὶ ἢ μ᾿ ἕνα ὄχι.

Τὸ ἔχετε τὸ πρόβλημα σκεφτεῖ

Πιστεύω ἀσφαλῶς πὼς σᾶς βασάνισε

Τὰ πάντα βασανίζουν στὴ ζωὴ

Παιδιὰ γυναῖκες ἔντομα

Βλαβερὰ φυτὰ χαμένες ὦρες

Δύσκολα πάθη χαλασμένα δόντια

Μέτρια φίλμς. Κι αὐτὸ σᾶς βασάνισε ἀσφαλῶς.

Μιλᾶτε ὑπεύθυνα λοιπόν. Ἔστω μὲ ναὶ ἢ ὄχι.

Σὲ σᾶς ἀνήκει ἡ ἀπόφαση.

Δὲ σᾶς ζητοῦμε πιὰ νὰ πάψετε

Τὶς ἀσχολίες σας νὰ διακόψετε τὴ ζωή σας

Τὶς προσφιλεῖς ἐφημερίδες σας· τὶς συζητήσεις

Στὸ κουρεῖο· τὶς Κυριακές σας στὰ γήπεδα.

Μιὰ λέξη μόνο. Ἐμπρὸς λοιπόν:

Εἶστε ὑπὲρ ἢ κατά;

Σκεφθεῖτε το καλά. Θὰ περιμένω.

 
ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ





Ο Εγγονόπουλους, είναι γνωστό πλέον, υπήρξε αντισυμβατικός τόσο στη ζωή, όσο και στην τέχνη εφόσον τον χαρακτήριζε μια έντονη αντίθεση προς τους αποδεκτούς και συμβατικούς κανόνες, η οποία εκδηλώθηκε και εκφράστηκε πειστικά σε όλη τη διάρκεια της καλλιτεχνικής του σταδιοδρομίας, τόσο ως ποιητή όσο και ως ζωγράφου. Βέβαια δεν συμμετείχε ενεργά στη διεξαγωγή του ένοπλου αντιστασιακού αγώνα, αλλά η στάση του απέναντι στις πολιτικοκοινωνικές καταστάσεις μπορεί να θεωρηθεί, μέσω της τέχνης, ως μαρτυρία μιας παθητικής αντίστασης στην οποία αναγνωρίζεται ο έμμεσος αντίκτυπος της ιστορικής στιγμής. Ο Νίκος Εγγονόπουλος, εξάλλου, σύμφωνα με μαρτυρία της Λένας Εγγονοπούλου, ήταν ο πρώτος που υιοθέτησε και καθιέρωσε στη λογοτεχνία τη λέξη "εμφύλιος" για τον ένοπλο αγώνα μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων ομάδων, την ίδια στιγμή που όλοι γύρω του μιλούσαν για "ανταρτοπόλεμο" και "συμμοριτοπόλεμο", στοιχείο, βέβαια, που σηματοδοτεί και την πολιτική του θέση.

(…)

Το αποκορύφωμα της ευαισθησίας, της αποδοκιμασίας, και της αυτοσυνειδησίας, στοιχεία που δηλώνουν ακόμα μια φορά τη πολιτική ηθική του Νίκου Εγγονόπουλου, αποτελεί το ποίημα "Ποίηση 1948", όπου σημειώνει την αδυναμία του να εκφράσει με λόγια την τραγωδία που ξετυλίγεται γύρω του και έτσι παραβολικά εξομοιώνει τη διαδικασία της ποιητικής γραφής με τη διαδικασία γραφής αγγελτηρίων θανάτου.

Η μείωση της ποιητικής παραγωγής σε ώρες κρίσιμες και τραγικές για τον ελληνισμό, υπήρξε αντίληψη ζωής για τον Νίκο Εγγονόπουλο".



Ο ίδιος δήλωνε επαγγελματίας ζωγράφος. Δε φαινόταν μάλιστα ιδιαίτερα πρόθυμος να αναφερθεί στην εν γένει ποιητική του δραστηριότητα, που θεωρούσε «ζήτημα εντελώς προσωπικό», ούτε και ενδιαφερόταν τόσο να δει τα ποιήματά του δημοσιευμένα.



Ποιήματα, βέβαια, γράφει και μάλιστα οι ποιητικές του συλλογές εκτείνονται σε ένα διάστημα σαράντα χρόνων ( 1938 - 1978)· και μάλιστα πιστεύει στην ποιότητα της γραφής του: "Δεν μπορεί ένας άνθρωπος που ξεκούρασε την ψυχή του ανάμεσα στα χρώματα και στις συνθέσεις να μην μπορεί να γράψει για το μεράκι του μερικούς στίχους όπου θα είναι, όπως στα χρώματα, οι λέξεις σοφά συντεθειμένες" · και μάλιστα διαθέτοντας βάθος γνώσης της ποίησης• και μάλιστα του απονέμεται "Α΄βραβείο κρατικής ποιήσεως", το 1958, χωρίς να έχει από πουθενά υποστήριξη.



ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ



Βέβαια δε σταμάτησα σ' αυτούς τους μεγάλους ( Σολωμός, Χαίλντερλιν, Μπωντλαίρ, Χατζή - Σεχρέτ), αλλά κι ο Μαλλαρμέ με γοήτευσε ένα καιρό. "Οι Γάλλοι ξέρουν να προσδίνουν στα στιγμιαία μια αιωνιότητα", έλεγε ο Γκαίτε. Αλλά πρέπει να πω ότι πέρα απ' αυτούς τους δασκάλους με δίδαξαν πολλά ο Απολλιναίρ, ο Λωτρεαμόν, ο Καρυωτάκης, ο Καβάφης, ο Εμπειρίκος. Όλοι αυτοί μού ομόρφηναν το νυχτερινό μου ουρανό, μού έκαναν τη νύχτα μέρα"

( "Συνομιλία")



Η περιπέτεια του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι δεν λειτούργησε ως αυτοτελές κίνημα, όπως στη Γαλλία, και μολονότι τα κελεύσματά του δεν βρήκαν θετική ανταπόκριση στο πρώτο του κοινό, της μεσοπολεμικής και αμέσως μεταπολεμικής περιόδου, έγινε αισθητή και συνέβαλε στον μετατονισμό μιας ευαισθησίας. «Εδώ δεν είναι παίξε γέλασε / εδώ είναι Μπαλκάνια», σάρκασε ο Εγγονόπουλος, που μοιράστηκε γενναία τη χλεύη, την απαξίωση και την τακτική της αποσιώπησης ενόσω ο λόγος περί «ελληνικότητας» στερέωνε το οικοδόμημά του στη διάρκεια του Μεσοπολέμου.

Ο Νίκος Εγγονόπουλος θεωρείται ένας από τους μείζονες εκπροσώπους της γενιάς του '30, ενώ αποτέλεσε και έναν από τους κύριους εκφραστές του υπερρεαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα.



Πόσο κοντά ήταν όμως ο Εγγονόπουλος στο ρεύμα του υπερρεαλισμού;

Η σχέση του με το κίνημα και προπάντων με το πνεύμα του ευρωπαϊκού υπερρεαλισμού έδωσε αφορμή για - ως επί το πλείστον- άστοχες τοποθετήσεις, οι οποίες, ή τον καθιέρωναν ως «θεμελιωτή» ενός καλλιτεχνικού και ευρύτερα κοινωνικού φαινομένου που ποτέ δεν ρίζωσε στην Ελλάδα, ή τον κατέκριναν (μαζί με τον Εμπειρίκο και τον Ελύτη) για έλλειψη ανατρεπτικού ήθους και επαναστατικής στρατηγικής.



Οι περισσότεροι αναλυτές του ζωγραφικού και ποιητικού έργου του έδωσαν λιγότερη απ' όσο έπρεπε σημασία σε μερικές σπάνιες, αλλά ειλικρινείς και αυθεντικές εκμυστηρεύσεις του - όπως π.χ. η διάλεξη που έδωσε το 1963 στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο - όπου με τρόπο αισθαντικό αλλά και κάπως ασαφή επιχείρησε να προσδιορίσει την προσωπική σχέση του με ένα ευρωπαϊκό πρωτοποριακό κίνημα το οποίο ο ίδιος χαρακτήρισε ως «Σχολή»:

«Στον υπερρεαλισμό δεν προσεχώρησα ποτέ. Τον υπερρεαλισμό τον είχα μέσα μου, όπως είχα μέσα μου και το πάθος της ζωγραφικής, από την εποχή που γεννήθηκα».

Πώς θα πρέπει να ερμηνεύσουμε την πίστη του Εγγονόπουλου στο γεγονός ότι ανέκαθεν «τον υπερρεαλισμό τον είχε μέσα του;». Σαν πρόθεση να αναγνωρίσει σε μερικές από τις ηθικές και πνευματικές αξίες του κινήματος - όπως π.χ. στην ελευθερία της έκφρασης - μια διαχρονική και πανανθρώπινη διάσταση; Σαν βούληση μιας έστω μερικής προσέγγισης του υπερρεαλιστικού ανορθολογισμού με το υπέρλογο και αντιφυσιοκρατικό πνεύμα που χαρακτήρισε τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή καλλιτεχνική παράδοση;

'Η μήπως παράλληλα με αυτές τις υποθέσεις θα πρέπει να εξετάσουμε και το ενδεχόμενο ο Εγγονόπουλος να εκπροσωπεί έναν «αυτόχθονα» υπερρεαλισμό μη ικανό να δημιουργήσει κίνημα αρχηγικού χαρακτήρα, αλλά αρκετά ικανό για να καταγράψει μέσ' από ένα ιδιαίτερα πλούσιο ποιητικό ταμπεραμέντο, ιδιάζουσες πτυχές της νεοελληνικής πραγματικότητας;

Μάλλον η αλήθεια βρίσκεται πίσω απ΄όλα αυτά τα ερωτήματα.

Η διαφορά του με τον ευρωπαϊκό υπερρεαλισμό

Ως προς το ζήτημα του υπερρεαλισμού ο Εγγονόπουλος πράγματι χρησιμοποίησε τις ίδιες κειμενικές πρακτικές που χρησιμοποίησαν και οι Γάλλοι υπερρεαλιστές.

Οι πρακτικές αυτές περιλαμβάνουν:

την αυτόματη ή συνειρμική γραφή και το μαύρο χιούμορ, το κολλάζ, την αυτοαναφορικότητα, τα λογοπαίγνια, την ανατροπή ή την υπέρβαση λογοτεχνικών ειδών, την παρωδία, την επαναγραφή ρητών ή αποφθεγμάτων, τον ειδολογικό υβριδισμό.

Όμως τον χωρίζει μια μεγάλη απόσταση από εκείνους. Η διαφορά από τους γάλλους και γενικότερα τους ευρωπαίους υπερρεαλιστές , είναι ότι εκείνοι χρησιμοποίησαν την ανορθολογική γραφή προκειμένου «να σπάσουν» τα δεσμά με την παράδοση ενώ εκείνος την είδε σαν «συνδετικό κρίκο» που θα αποκαθιστούσε τη «συνέχεια από τον Αισχύλο στον Ρωμανό τον Μελωδό, στον Ερωτόκριτο, στο Δημοτικό Τραγούδι, στον Σολωμό και τον Κάλβο». Ο δύσκολος στόχος αυτού του «αυτόχθονος» υπερρεαλισμού ήταν, όχι η ρήξη, αλλά η επινόηση μιας πειστικής συνέχειας που θα ένωνε αναζωογονητικά, τα σκόρπια θραύσματα μιας μακρινής πολιτισμικής μήτρας η οποία για τους νεοέλληνες λειτουργούσε ως σύμβολο μιας «αδιαπραγμάτευτης» κληρονομιάς.

Τελικά αυτό που μένει κοιτώντας όλα αυτά είναι πως ο Νίκος Εγγονόπουλος δεν έχει ανάγκη προσφυγής στις δογματικές αρχές του υπερρεαλιστικού κινήματος για να αναγνωριστεί ως μεγάλος δημιουργός προπάντων ως μεγάλος ποιητής. Εξάλλου, η ουσιαστικότερη κατάκτηση του κινήματος, που υπήρξε και η ουσιαστικότερη κατάκτηση του ιδίου του Εγγονόπουλου, είναι αυτή που επεσήμανε το 1929 ο Walter Benjamin σε ένα άρθρο του αφιερωμένο στον υπερρεαλισμό και στη σχέση του με την ιδέα της Ελευθερίας: «Από την εποχή του Bakounine έχει να διαμορφωθεί στην Ευρώπη μια ριζοσπαστική αντίληψη για την ιδέα της ελευθερίας και αυτό το συναντά κανείς μόνο στους υπερρεαλιστές. Είναι οι πρώτοι που απαρνούνται την ιδεολογική πλέον ακαμψία του φιλελευθερισμού και τις ηθικολογίες της ουμανιστικής σκέψης. Οι υπερρεαλιστές γνωρίζουν ότι η ελευθερία κερδίζεται με χίλιες θυσίες και μάλιστα τις πιο σκληρές, ότι δεν γνωρίζει όρια, ότι απορρίπτει κάθε υπολογισμό και το μόνο που επιδιώκει είναι η απόλυτη ολοκλήρωσή της».



ΠΡΟΣΟΧΗ



Στοιχεία του ποιήματος που προσεγγίζουν το υπερρεαλιστικό ρεύμα:

• Αφαιρετικός λόγος, πύκνωση νοημάτων

• Συνυποδήλωση νοημάτων, ιστορικών γεγονότων και συναισθημάτων

• Συνειρμική εκδίπλωση νοημάτων, αυτόματη γραφή , μόνο στο στίχο 17, « και πότε άλλωστε δεν ήσαν»)

• Απουσία μέτρου, ομοιοκαταληξίας, στίξης και γενικά η ελευθερία στίχου

• Ο θρυμματισμός του στίχου που εξυπηρετεί την αναλογία ατμόσφαιραςποιήματος και εποχής αλλά και ποιήματος – ψυχισμού του ποιητή

• Η έντονη και μακάβρια εικόνα που δημιουργείται με την παρομοίωση στους στίχους 9-13

• Μικρογράμματη γραφή

• Η χρήση της ποίησης ως μέσου σύζευξης του παρόντος με το παρελθόν, των ιστορικών γεγονότων και των συναισθημάτων, γενικών και ατομικών



Όμως στο συγκεκριμένο ποίημα υπάρχει λογική αλληλουχία και ειρμός στο νόημα, δεν υπάρχουν λογικά άλματα. Ξεκινά από μια κύρια ιδέα, η οποία αναπτύσσεται λογικά, χωρίς συνειρμικές παρεκβάσεις. Έτσι, το συγκεκριμένο ποίημα είναι ένα δημιούργημα ελάχιστα χαρακτηριστικό της ποιητικής του Εγγονόπουλου.



Εργοβιογραφικά στοιχεία



Ποιητής και ζωγράφος, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του Υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, ο Νίκος Εγγονόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1907 από πατέρα Κωνσταντινοπολίτη και μητέρα Αθηναία. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στην Κωνσταντινούπολη, ενώ τις γυμνασιακές του σπουδές τις ολοκλήρωσε στο Παρίσι και επέστρεψε για να υπηρετήσει τη θητεία του. Η οικογένειά του τον προόριζε για γιατρό, αλλά ο ίδιος γράφτηκε (1932) στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, όπου είχε καθηγητές, μεταξύ άλλων, τον Κ. Παρθένη και τον Γ. Κεφαλληνό και συμφοιτητές του τον Γ. Μόραλη και τον Δ. Διαμαντόπουλο. Μετά την αποφοίτησή του από τη Σχολή, μαθήτευσε πλάι στον Φ. Κόντογλου.

Το 1940-41 στρατεύτηκε και υπηρέτησε στο αλβανικό μέτωπο. Συνελήφθη αιχμάλωτος των Γερμανών και κρατήθηκε σε στρατόπεδο εργασίας, απ’ όπου κατάφερε να δραπετεύσει. Διετέλεσε επιμελητής, στη συνέχεια τακτικός καθηγητής (1964-73) και, μετά τη συνταξιοδότησή του, ομότιμος καθηγητής στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Ε.Μ.Π. Πέθανε το 1985 στην Αθήνα και κηδεύτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο με δημόσια δαπάνη.

Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1938, από τις σελίδες του περιοδικού Κύκλος του Απόστολου Μελαχρινού. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν, η οποία προκάλεσε εντονότατες αντιδράσεις, ως και την παρωδία των ποιημάτων του, ελλείψει ίσως άλλων, σοβαρότερων, επιχειρημάτων. Την επόμενη χρονιά (1939), εξέδωσε Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής, συλλογή που γνώρισε ανάλογη υποδοχή. Αντίθετα, το επόμενο συνθετικό του ποίημα Μπολιβάρ που εκδόθηκε στο τέλος της κατοχής (1944), γνώρισε θετική υποδοχή, είτε γιατί το αναγνωστικό κοινό αισθανόταν πλέον πιο εξοικειωμένο με τη νεωτερική ποιητική έκφραση, είτε γιατί διαβάστηκε με υπερτονισμένη την εθνική του διάσταση.

Οι επόμενες ποιητικές συλλογές, Η επιστροφή των πουλιών (1946) και Ελευσις (1948), αντιμετωπίστηκαν, επίσης, θετικά, ενώ το βιβλίο του Εν ανθηρώ Έλληνι Λόγω (1957) απέσπασε το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Έπειτα από μια εικοσαετία κυκλοφόρησε την τελευταία του ποιητική συλλογή, Στην Κοιλάδα με τους Ροδώνες (1975), η οποία περιλαμβάνει και μεταφράσεις ξένων ποιημάτων (Δάντη, Λόρκα, Μαγιακόφσκι, κ.ά.) και τιμήθηκε, επίσης, με το κρατικό ποιητικό βραβείο. Το 1980 κυκλοφόρησε το μελέτημά του Ο Καραγκιόζης, ένα Ελληνικό Θέατρο σκιών, ενώ δύο χρόνια μετά τον θάνατό του, το 1987, συγκεντρώθηκαν σε μια έκδοση με τον τίτλο Πεζά Κείμενα ποικίλα σημειώματα, άρθρα κ.λπ. του ποιητή. Τέλος, το 1993 εκδόθηκε μια σειρά επιστολών του προς τη σύζυγό του Λένα, υπό τον γενικό τίτλο και σ’ αγαπώ παράφορα.

Ποιητικές συλλογές: Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν (1938), Τα κλειδοκύμβαλα της Σιωπής (1939), Επτά ποιήματα (1944), Η Επιστροφή των Πουλιών (1946), Ελευσις (1948), Εν Ανθηρώ Έλληνι Λόγω (1957), Ποιήματα Α΄ και Β΄ (1977, συγκεντρωτική έκδοση των προηγούμενων συλλογών, μαζί με το εκτενές ποίημα Ο Ατλαντικός), Στην κοιλάδα με τους ροδώνες (1978). Ποιήματα:

Μπολιβάρ (1944), Ο Ατλαντικός (1954), Η Εικών (1962), Σύντομος βιογραφία του ποιητού Κωνσταντίνου Καβάφη (1968), Των ιερών Εβραίων (1969), Ου δύναταί τις δυσί κυρίοις δουλεύειν (1969), Η μπαλλάντα του Ισιδώρου-Σιδερή Στέικοβιτς (1971), Η σημαία (1972), Ένα όνειρο: η ζωή (1972), Η βυκάνη (1974), Η Γιαβουκλού (1981), Τα γαρούφαλα (1983). Ζωγραφική: Για τη Ζωγραφική (1963), Ελληνικά Σπίτια - Λεύκωμα με έγχρωμους πίνακες (1972). Μελέτες, κείμενα, επιστολές: Ο Καραγκιόζης, ένα Ελληνικό Θέατρο σκιών (1980), Πεζά Κείμενα (1987), ... και σ’ αγαπώ παράφορα, Γράμματα στην Λένα 1959-1967 (1993).



Η κριτική για το έργο του



Η σουρεαλιστική δομή της ποίησης του Ν. Εγγονόπουλου



«Η ποίηση του Εγγονόπουλου δεν απομακρύνεται όσο νομίζεται από την ποίηση των άλλων Ελλήνων υπερρεαλιστών της σχολής ή και των λίγο πιο ανεξάρτητων. Εδώ, μάλιστα, έχομε έναν ειρμό, μια αρκετά καθαρή διαγραφή ενός νοήματος. […] Το ποίημα οικοδομείται μάλλον “ακουστικά” (θα έλεγα “μουσικά”, αν η λέξη αυτή δεν είχε καταντήσει να τα λέει όλα και τίποτα) παρά “ζωγραφικά”. Διαβάζοντας ή ακούγοντας ένα ποίημα του Εγγονόπουλου δεν σου αναπαράγεται κάποιος πίνακας, αλλά έχεις την αίσθηση μιας γλωσσικά εκφρασμένης περιγραφής, όπου η υφή και ο τόνος των λέξεων συμβάλλουν ουσιαστικά στην απόδοσή της. […] Αν όμως το ποίημά του αναπτύσσεται περιγραφικά, διεκπεραιώνεται υπερρεαλιστικά και σκηνοθετείται σε έναν χώρο ονειρικό ή παράλογο, η τελική του απόδοση δεν στερείται από σημασίες. Και όχι μόνο δεν συνετέθη ερήμην τους, αλλά (συχνά πολύ έκδηλα) δείχνει ότι επήγασε από τη σύλληψη μιας “ιδέας”, διεξάγεται κάτω από τη φώτισή της και προσκομίζει τις “αποδείξεις” της».



(Αλ. Αργυρίου, 1990, Διαδοχικές αναγνώσεις ελλήνων υπερρεαλιστών, Αθήνα: Γνώση, σελ. 150- 173)



Υφολογικά γνωρίσματα της ποίησης του Ν. Εγγονόπουλου



«Το ύφος του Εγγονόπουλου είναι ασφαλώς μπαρόκ, […] το ανακάτεμα λογίων με άκρως δημοτικές λέξεις ή εκφράσεις, δίνουν στη γραφή τον εκλεκτισμό ενός δανδή. Εδώ το ύφος πλησιάζει στον Καβάφη, με παρόμοιες καταβολές από την Πόλη. […] Κάνει στην ποίησή του αυτό που οι Ρώσοι φορμαλιστές ονόμαζαν αποξένωση. […] Η ποιητική αυτή μέθοδος αποπλανάει κι αποπροσανατολίζει τον αναγνώστη βυθίζοντάς τον μέσα στην “ποιητική” απορία, σε μια κατάσταση δεκτικότητας των αντιθέτων, που τον γοητεύει και του κινεί την περιέργεια. […] Το ύφος του Εγγονόπουλου μοιάζει να γνωρίζει όλα τα κόλπα της ρητορικής, όλους τους τρόπους γραφής που συνειδητά υπονομεύουν την ίδια τη γραφή χωρίς ν’ αλλάζουν τον ποιητικό της χαρακτήρα […] Η ειρωνική αυτή γραφή, γεμάτη ρητορικά σχήματα, όπου το απροσδόκητο συναγωνίζεται με την υπερβολή, υποσκάπτει την “ρητορικότητα” του ποιητικού λόγου, αποκαλύπτοντας το τέχνασμα κάθε ποιητικής γραφής […]. Είναι, συγκρινόμενος με τις άλλες ποιητικές γραφές, όπως του Σεφέρη και του Ελύτη, πιο απροκάλυπτα παρωδική… όμως με τη μόνη έννοια ότι αυτοϋποδεικνύεται ως τέχνασμα […]. Σε αντίθεση, λοιπόν, με τους ποιητές που ενυπάρχουν μέσα στην αισθητική τους, ο Εγγονόπουλος μένει διαρκώς απέξω, θεατής πάντοτε και αναγνώστης της γραφής του […]. Παίζει με τον αναγνώστη αλλά και με τον εαυτό του ως αναγνώστη κι έτσι αποδομεί τη γραφή του και μας δίνει τα ίχνη των προϋποθέσεων κάθε ποιητικού λόγου, που τ’ αφήνει σκόρπια μέσα στα ποιήματά του, για να τα βρούμε όπου βρεθούν, και να τα συλλέξουμε».





(Ν. Βαλαωρίτης, 1988, «Για τον θερμαστή του ωραίου στους κοιτώνες των ένδοξων ονομάτων», Χάρτης, τ. 25/26, σελ. 87-92)



Οι ποιητικές φόρμες του Ν. Εγγονόπουλου





«Καθαρεύουσα και δημοτική δεν σημαίνουν τίποτα για τον Εγγονόπουλο. […] Η διαμάχη καθαρευουσιάνων και δημοτικιστών δεν τον ενδιαφέρει. […] Ο τρόπος που βλέπει τη γλώσσα είναι ενοποιητικός, δηλαδή οραματικός και μεταμορφωτικός. […] Η Ελλάδα στην ποίησή του έχει έναν θρυλικό χαρακτήρα και οι “δραματοποιήσεις” που επιχειρεί ξεκινούν από αυτή τη βάση, είναι κυρίως καλλιτεχνικές κι όχι “ιστορικές”. […] Ο ποιητής αντιλαμβάνεται την ελληνικότητα ως πνευματική, ηθική και καλλιτεχνική κατάσταση κι όχι ως ιστορικό παράγωγο ή άλλοθι, εν πάση περιπτώσει. […] Αν εξαιρέσει κανείς τον Μπολιβάρ που οι φόρμες του είναι κάπως διαφορετικές, ο Εγγονόπουλος χρησιμοποιεί τρεις τύπους φόρμας: την πρόζα, όπου αναπτύσσει με μεγάλες, σχεδόν αφηγηματικές, αναπνοές τα θέματά του (είναι θα λέγαμε τα μεγάλα ταμπλό), τη φόρμα σε στενούς στίχους, πολλοί από τους οποίους αποτελούνται από μια μόνο λέξη, και αλλού τη φόρμα με αυξομειώσεις όσον αφορά το πλάτος, που είναι συνδυασμός μεγάλων και μικρών ρυθμικών αναπνοών. Παρά το διαφορετικό ρυθμικό αποτέλεσμα, η πρόθεση δεν είναι τόσο ο ρυθμός όσο το εικαστικό περιεχόμενο, που ενδιαφέρει».

(Αν. Βιστωνίτης, 1988, «Για τον Εγγονόπουλο και τον υπερρεαλισμό», Χάρτης, ό.π., σελ. 176-191)



Η εναλλαγή της τονικότητας στην ποίηση του Ν. Εγγονόπουλου



«Τα “τραγούδια” του Νίκου Εγγονόπουλου —η ποιητική του— […] καταργούν τον ενιαίο τόνο κι εγκαθιδρύουν ένα παιγνίδι ανάμεσα σε διαφορετικές τονικότητες: ο τόνος της διθυραμβικής έκρηξης σβήνει μέσα στο χαμηλόφωνο λυρισμό. η ρητορικότητα, ο στόμφος εναλλάσσονται με πεζολογία. η άκρατη μελαγχολία ανακόπτεται από την πιο αιχμηρή διακωμώδηση, η ζοφερή διάθεση από ιλαρότητα. τόνοι χαμηλοί εναλλάσσονται με τόνους υψηλούς, χαρμόσυνους, μέσα σε μια συνεχή σχέση αλληλοαναίρεσης, που επιβάλλει την πολυεπίπεδη ανάγνωση και διεγείρει συγκινώντας, συγκινεί τέρποντας και τέρπει δραστηριοποιώντας διανοητικά τον αναγνώστη. Χάρη σ’ αυτήν τη συνεχή εναλλαγή τόνου, ο ποιητής εγκαθιστά μια ριζοσπαστική σχέση με τα γεγονότα της αντικειμενικής πραγματικότητας, προβάλλει την πολυ-πρισματικότητά τους και την αμφιθυμία μέσα στην οποία βιώνονται, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. […] Η εναλλαγή αυτή λειτουργεί επίσης ως ρυθμιστής που φροντίζει για τη φόρτιση και αποφόρτιση των συμβόλων, τα παρουσιάζει από νέες οπτικές γωνίες, φωτίζει συνεχώς τις “άλλες” πλευρές τους, τις λιγότερο εμφανείς. Έτσι τα σύμβολα ανατρέπονται, η ιδεολογική τους φόρτιση ακυρώνεται, η σημασία τους ανανεώνεται. […] Επανάσταση, ανατροπή, συμφιλίωση είναι οι ποιητικές επιλογές του Νίκου Εγγονόπουλου, και μ’ αυτές τοποθετείται απέναντι στην ποιητική παράδοση, ελληνική και διεθνή…».







Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013

ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ

   ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΑΝΑΛΥΘΗΚΕ ΗΔΗ , ΝΟΜΙΖΩ ΕΠΑΡΚΩΣ , ΚΑΙ ΟΙ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΟΥΣΙΩΔΕΙΣ , ΚΥΡΙΩΣ ΑΥΤΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ . ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΑ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΜΕΛΕΤΗΣΕΤΕ ΚΑΙ ΤΑ ΑΚΟΛΟΥΘΑ ΑΝΘΟΛΟΓΗΜΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΠΕΛΕΓΗΣΑΝ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΕΡΕΥΝΑ ΣΕ ΙΣΤΟΤΟΠΟΥΣ ΣΥΝΑΔΕΛΦΩΝ . ΚΑΛΟ ΔΙΑΒΑΣΜΑ ... ΤΙ ;;; ΑΣΜΑ ΕΡΩΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΛΟΓΩ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ ;;; ΛΙΓΟ ΔΥΣΚΟΛΟ ΓΙΑ ΤΑ ΑΚΟΥΣΜΑΤΑ ΜΟΥ..... ΑΣ ΘΕΩΡΗΣΟΥΜΕ ΕΡΩΤΙΚΟ ΤΟ ΑΚΟΛΟΥΘΟ ....



Η ποίηση της Πολυδούρη δεν πρέπει να κριθεί με αυστηρά καλλιτεχνικά μέτρα. Δεν είναι καρπός μιας υποταγής επίμονης, χωρίς καμιά παρέκκλιση, σχεδόν θρησκευτικής, στο νόημα της τέχνης, η μετουσίωση σε αυτοδύναμο σώμα αισθητικό της ζωικής εμπειρίας. Είναι ανάβρυσμα της στιγμής, με τα καλλιτεχνικά μέσα που δίνει η στιγμή στην ποιήτρια, του αισθήματος που την κατακλύζει. Πραγματικά, υπάρχουν πολλά γνωρίσματα του αυτοσχεδιασμού στα ποιήματα της Πολυδούρη· πεζολογίες, κοινοτοπίες, ατημελησίες, περισσολογίες. Άγρυπνη συνείδηση καλλιτεχνική δεν εποπτεύει τη δημιουργία της. Συχνά όμως στη φράση της, στη λέξη της διοχετεύει το πάθος που δονεί την ψυχή της και αυτή η ζέστα του πάθους, του γυμνού αμετουσίωτου, είναι το στοιχείο που μας θερμαίνει κι εμάς:


Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου (…)

Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.

Ο τελευταίος στίχος θα μπορούσε να είναι της Ντεμπόρντ Βαλμόρ, άλλης – μεγάλης – ερωτόπαθης ποιήτριας, από τέτοια πλησμονή του πάθους ξεχειλίζει. Δεν πρέπει να λησμονούμε άλλωστε ότι τους πιο παθητικούς, τους πιο φλογερούς στίχους της τους έγραψε άρρωστη η Πολυδούρη, στους στερνούς μήνες της ζωής της και ότι η θέρμη της αρρώστιας, όπως τόσο συχνά συμβαίνει, πολλαπλασιάζει τον οίστρο του πάθους. Αλλιώς αντικρύζει τ’ αγαθά της ζωής και ένα από τα πιο μεγάλα, τον έρωτα, ένας που δεν έχει κανένα λόγο να πιστεύει ότι δε θα ζήσει ακόμα, κι εκείνος που αισθάνεται ότι είναι μετρημένες οι μέρες του.

(…) Ομορφιά της ζωής, πόνος. Ανάμνηση του έρωτα, πάλι πόνος. Τους συσχετισμούς αυτούς, που γεννιούνται αυτόματα στην ψυχή τής θανάσιμα τραυματισμένης ποιήτριας, τους βλέπουμε να γεννιούνται με τον ίδιο αυτοματισμό και στην ποίησή της. (…) Τον έρωτα που δεν τον χάρηκε όσο θα το ‘θελε διαρκώς αναπολεί, νοσταλγεί, ονειρεύεται. Και ο έρωτας είναι πάντα σχεδόν ανακατεμένος με τ’ όραμα ενός νεκρού (…) Η ποίηση της Πολυδούρη σκιρτά απ’ τη λαχτάρα και από τη μέθη της ζωής. Και μόνο στο τέλος τρεκλίζει από τον πόνο».



Ας τονίσουμε, πάντως, πως όλοι συγκλίνουν σε κάποια χαρακτηριστικά του έργου της Μ.Πολυδούρη, τα οποία τελικά είναι κι αυτά που το οριοθετούν.



*** "Τα αισθήματα επίσης είναι γνωστά, μάλλον ένα και μόνο αίσθημα: ο έρωτας και μάλιστα ο πιο γνήσια γυναικείος αισθηματικός έρωτας με τις αποχρώσεις της μελαγχολίας, νοσταλγίας, περιπάθειας, τρυφερότητας, θανάσιμης απελπισίας (…) Ο έρωτας από αισθηματική πληρότητα ξεπερνάει τον ίδιο το χώρο του αισθηματισμού και γίνεται δύναμη, που μεταμορφώνει την ύπαρξη, μέσα στο λαμπρό φως μιας μυστικής γέννησης" ( Γιώργος Θέμελης)



*** "Είναι λυρική και όχι μόνον υπό την γραμματολογικήν έννοιαν"

( Τέλλος Άγρας)



*** "(…) η Πολυδούρη έχει κατά βάθος κάτι το δαιμονικά ανυποχώρητο. Παρόμοια με τον Καρυωτάκη, θηρεύει κι εκείνη με τον τρόπο της το απόλυτο, που γίνεται μάλιστα στην περίπτωσή της πιο τελεσίδικα ανέφικτο, καθώς ο ασίγαστος ερωτισμός της τη σπρώχνει τελικά να το εντοπίσει στη μορφή του αυτόχειρα ποιητή, όταν ο θάνατος τον είχε κάνει απλησίαστο, ώσπου δεν της μένει πια παρά "στου έρωτα την άγρια καταιγίδα να ιδεί να μετρηθούν γι' αυτήν θάνατος και ζωή".

( Κώστας Στεργιόπουλος)

*** Η λυτρωτική λειτουργία της ποίησης βοηθά την Πολυδούρη να βρει διέξοδο στο εκρηκτικό πάθος της, που εκδηλώνεται σε δύο άξονες, τον έρωτα και το θάνατο. Η ρομαντική της φύση την κάνει να αντιφάσκει, να αιωρείται ανάμεσα στη δίψα της για τον έρωτα και την ένταση της ζωής και νοσηρό, τραγικό προαίσθημα του θανάτου. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για αντίφαση, η μεταφυσική βεβαιότητα ότι ο θάνατος πλησιάζει επιταχύνει και εντατικοποιεί τους ρυθμούς της ζωής, ώστε να ικανοποιηθεί η άπληστη ανάγκη για έρωτα (Γ. Χατζίνης).



*** Τα ποιήματά της παρουσιάζουν μια εικόνα ατημελησίας. Φθαρμένα υλικά, κοινότοπες εικόνες, κοινόχρηστες λέξεις, φλύαροι πλατειασμοί, αισθηματολογία, μελοδραματισμός, ελλιπής γλωσσική και στιχουργική επεξεργασία, τετριμμένη θεματολογία. Αυτό που διασώζει την ποίησή της είναι η γνησιότητα του πάθους της, που οδηγεί κάποιες φορές σε δραματικές κορυφώσεις ανεπανάληπτες, και η μουσικότητα του στίχου που αποδίδει τις συναισθηματικές μεταπτώσεις. Είναι η βάση της κατά τ ’άλλα ορμεμφυτικής και ανοργάνωτης ποιητικής της

(Κ. Στεργιόπουλος).



*** Η Μαρία Πολυδούρη υπήρξε γνήσιο παιδί των ιστορικών και αισθητικών παραμέτρων της εποχής της. Η στενή σχέση αλληλεπίδρασης, έως και ταύτισης, ζωής και έργου είναι θεμελιώδης αρχή των νεορομαντικών. Η σύνδεση ζωής και έργου κατά τη διαδικασία της ποιητικής σύνθεσης ήταν αυτονόητη για την Πολυδούρη. (elogos.gr)



*** Οι στίχοι της είν' ατημέλητοι και τους διακρίνει μελαγχολία, ρέμβη και διάθεση για φυγή. ( Έλλη Αλεξίου)

*** Δυο βιβλία που περιέχουν περισσότερο θάνατο από σελίδες... Έτσι όπως μας έρχονται από την ολοκληρωτική της νύχτα, έχουν την υποβλητικότητα ενός μεγάλου θρήνου... ( Ουράνης)



Οι απόψεις όσων έχουν μελετήσει το ποιητικό έργο της Μαρίας Πολυδούρη συγκλίνουν σε δύο βασικές διαπιστώσεις: 1) Χαρακτηρίζεται από αμεσότητα, φυσικότητα, "αυθορμησία". 2)Υπάρχουν σ' αυτό αδυναμίες, προχειρότητες. Ας σταθούμε σήμερα στο πρώτο κι ας δούμε πώς περιγράφεται, πώς σχολιάζεται, από τους κριτικούς του έργου της.



*** "Συνήθως η αυθορμησία είναι το έδαφος της πρώτης ύλης, που έρχεται άμεσα από την ψυχή μαζί με τη φωνή, η ίδια φυσική φωνή ως φορέας συναισθημάτων. Χρειάζεται πάντα και κάτι άλλο για να γίνει ποίηση αυτή η πρώτη ύλη. Χρειάζεται τέχνη, που θα μετουσιώσει την ύλη σε μουσική, αφού την απαλλάξει από το βάρος της ζωτικής ανάγκης, που την κρατεί στο επίπεδο των συναισθηματικών εκκενώσεων. Και όμως η ποίηση της Μαρίας Πολυδουρη μοιάζει να' ναι ευθύς αμέσως έτοιμη, χωρίς να 'χει ανάγκη να υποστεί αυτή την αλλοίωση και διαμόρφωση, σάμπως ο παράγων Τέχνη να 'ναι σύμφυτος με την ύλη και βγαίνει μαζί της με τη φωνή. Κινδυνεύει να μην είναι αποτέλεσμα από τη διαμορφωτική ενέργεια του πνεύματος, αλλά κατάσταση ψυχής."



*** "Το βλέπει κανείς πως η ποίηση αυτή είναι σκέτη, απλή ομιλία και εξομολόγηση" ( Γιώργος Θέμελης)

Τα ίδια, περίπου, παρατηρεί και ο Κώστας Στεργιόπουλος:

*** "Γιατί η Πολυδούρη έγραφε τα ποιήματά της όπως και το ατομικό της ημερολόγιο. Η μεταστοιχείωση γινόταν αυτόματα και πηγαία. Κι αν στους περισσότερους της νεορρομαντικής σχολής το βιωματικό στοιχείο - τόσο κυριαρχικό σε όλους τους - ήταν μια πρώτη ύλη που περνούσε από διαδοχικές διαφοροποιήσεις, ώσπου να φτάσει στο ποίημα, γι' αυτήν η έκφραση εσήμαινε κατ' ευθείαν μεταγραφή των γεγονότων του συναισθηματικού της κόσμου στην ποιητική γλώσσα της εποχής, με όλες τις εξιδανικεύσεις, τις ωραιοποιήσεις και τις υπερβολές, που της υπαγόρευε η ρομαντική της φύση κι η ατμόσφαιρα του περιβάλλοντος."



Αλλά και ο Τέλλος Άγρας και ο Γιάννης Χατζίνης:

*** "Η ποιητική γλώσσα και η ομοιοκαταληξία της Πολυδούρη ως και η στιχουργία αυτής, παρ' όλην την ποικιλίαν των ευχερώς χρησιμοποιηθέντων ρυθμών, από της οποίας μετέστη, τέλος εις τον ελεύθερον στίχον, χαρακτηρίζεται υπό φυσικότητος. "

" Η ποιητική έκφραση είναι γι’ αυτήν ζωτική ανάγκη, γιατί λειτουργεί σαν πράξη λύτρωσης από τα πάθη της, σαν απαραίτητη προϋπόθεση για την ψυχική της ηρεμία. Μπροστά σ’ αυτή την επιτακτική ανάγκη έκφρασης, τα ζητήματα τεχνικής περνούν σε δεύτερη μοίρα. Αδυνατεί και, κυρίως, αδιαφορεί να υποτάξει το χειμαρρώδη λυρισμό της σε συμμετρικά σχήματα" (Τέλλος Άγρας).



*** "Ο συνηθισμένος τύπος λογοτέχνη είναι αυτός που ζει για να γράφει. Εκείνος, δηλαδή, για τον οποίο τα ίδια τα πάθη αποκτούν αξία μόνο απ' τη στιγμή που θα βρουν καλλιτεχνική έκφραση. Η Πολυδούρη όμως ζει για να ζήσει. Κι όταν χαράζει στο χαρτί τους στίχους της, δεν αποβλέπει στον αναγνώστη, αλλά στην ίδια τη δική της ανάγκη να δώσει στο ηφαίστειό της διέξοδο". (Γιάννης Χατζίνης)

Η Μαρία Πολυδούρη ήταν λυρική ποιήτρια της δεκαετίας του 1920, που εξέφρασε πηγαία, αυθόρμητα, ανεπεξέργαστα τη σπαρακτική σχέση που είχε η ίδια, αλλά και η γενιά της με τον έρωτα και τον θάνατο σε ένα περιβάλλον κοινωνικής αναζήτησης και συναισθηματικής παρακμής.

Η βιωματική ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη αντανακλά, ως ένα βαθμό, τη "νεορομαντική σχολή", που αναπτύσσεται στον αστερισμό του μεσοπολέμου, περιόδου αναζητήσεως πολιτικής ισορροπίας στην Ελλάδα. Μικρασιατική καταστροφή, εθνική κρίση, οικονομικό χάος, κοινωνική ρευστότητα, συνθέτουν τη βασική υπαρξιακή αβεβαιότητα των ποιητών της εποχής

Ελάχιστη, όπως και η ζωή της, ήταν η δημιουργία της. Δύο συλλογές με ποιήματα συναισθηματικής έξαρσης, σημαδεμένα από τον ανικανοποίητο έρωτα με τον Κώστα Καρυωτάκη («Οι τρίλλιες που σβήνουν» και «Ηχώ στο Χάος»), και δύο πεζογραφήματα γεμάτα απέχθεια και σαρκασμό για την υποκρισία και τον καθωσπρεπισμό της εποχής της («Ημερολόγιο» το ένα και χωρίς τίτλο το άλλο).





Η Μαρία Πολυδούρη ήταν μια αληθινή, γνήσια γυναικεία φωνή, που ακούστηκε στην ελληνική ποίηση της δεκαετίας του '20.

Μια ποιήτρια αισθαντική, ειλικρινής, με την αλήθεια της ψυχής της, που άλλοτε βάραινε από τον πόνο της ανθρώπινης ύπαρξης και άλλοτε «ποθούσε» το αύριο, κατορθώνοντας όμως πάντα να αγγίζει τα όρια της απόγνωσης.

Μια γυναίκα πιο ελεύθερη στην Αθήνα του '20, απ' ό,τι είναι πολλές γυναίκες σήμερα.

Μια γυναίκα που τόλμησε, προκάλεσε, δε δίστασε μπροστά σε κοινωνικά πρέπει, αντιστάθηκε με μέτρο τις δικές της ιδέες, διεκδίκησε το δικαίωμα στην οργή και την ουτοπία, στο όνειρο και την αλήθεια.

Μια τραγική φιγούρα της εποχής της, γεμάτη ζωή και θάνατο.

Μια μαχόμενη καρδιά, μια επαναστατημένη γυναίκα που δίνει τον προσωπικό της αγώνα, μια ψυχή έτοιμη να ριχτεί στη φωτιά, γνωρίζοντας καλά πως θα καεί.

Η Πολυδούρη , με τη ζωή και το έργο της, έρχεται να μας υπενθυμίσει την άλλη, την αληθινή διάσταση της αγάπης. Η ψυχή της και η αγάπη γεννήθηκαν την ίδια μέρα. Αυτό ένιωθε και το έγραψε. Επιθυμούσε να πιστέψει σ' έναν άνθρωπο που θα 'χει το μέγεθος και την ακεραιότητα του συμβόλου.



«... Ας φανερωθεί μπρος μου ο άνθρωπος που θα μπορέσω να τον αγαπήσω αληθινά, με τρέλα κι ας μη με αγαπήσει, δε με μέλλει. Θα ζω με την ευτυχία του να αγαπώ και θα πεθάνω έτσι...».





Η αγάπη για την Πολυδούρη - όπως άλλωστε κατά βάθος και για τους περισσότερους ανθρώπους - συχνά εκφράζεται σαν μια κραυγή απελπισίας.



«... Τι ειρωνεία! να μιλούν για την αγάπη άνθρωποι που δεν τη γνωρίζουν και να σιωπούν εντελώς κείνοι που νιώθουν την ψυχή τους να πνίγεται στον πόνο της...».



Έδωσε και δόθηκε στην αγάπη με τέτοια ένταση, που σήμερα μπορεί να μοιάζει ανοίκεια.

Κι όμως είναι τόσο αληθινή, τόσο ειλικρινής, που είναι ικανή να μνημονεύει το σπουδαίο, να ερμηνεύει το όνειρο, να πλησιάζει το ανεκπλήρωτο .




Εργοβιογραφικά στοιχεία



Η Μαρία Πολυδούρη γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1902, όπου και ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές σπουδές της και διορίστηκε στη Νομαρχία Μεσσηνίας. Μετά τον θάνατο και των δύο γονέων της, ζήτησε μετάθεση στη Νομαρχία Αττικής (1922) και γράφτηκε στη Νομική Σχολή. Στην υπηρεσία της γνώρισε τον Κώστα Καρυωτάκη και τον ερωτεύτηκε παράφορα. Η σχέση τους υπήρξε πολυκύμαντη, χωρίς, όμως, ευτυχισμένο τέλος. Για ένα διάστημα η Πολυδούρη έζησε στο Παρίσι, όπου προσβλήθηκε από φυματίωση και επέστρεψε στην Ελλάδα (1928). Πέρασε τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής της στο σανατόριο «Σωτηρία». Η αυτοκτονία του Καρυωτάκη τής έδωσε τη χαριστική βολή. Πέθανε σε ηλικία μόλις 28 χρόνων, το 1930. Η Μαρία Πολυδούρη άρχισε να γράφει στίχους από πολύ μικρή, τα ωραιότερα ποιήματά της, όμως, τα έγραψε μετά τη γνωριμία της με τον Καρυωτάκη.

Δημοσίευσε δύο ποιητικές συλλογές: Οι τρίλιες που σβήνουν (1928) και Ηχώ στο χάος (1929) (που συγκροτούν τα Άπαντά της). Οι στίχοι της είναι επηρεασμένοι από το λογοτεχνικό ρεύμα του Nεορομαντισμού και του Nεοσυμβολισμού και μοιάζουν με ένα λυρικό παραλήρημα. Κύρια γνωρίσματά τους είναι η λυρική έξαρση, η ευαισθησία, η λεπτότητα των συναισθημάτων, η ειλικρίνεια, η μουσικότητα και η μελαγχολία.



Η κριτική για το έργο της



Η ποιητική ανεξαρτησία της Μ. Πολυδούρη

«Δεν θα γλιτώσει, φυσικά, ούτε η Πολυδούρη από την επίδραση του Καρυωτάκη. Αν και θα ’ταν πιο εύστοχο αν λέγαμε πως η Πολυδούρη, βοηθημένη και από τον Καρυωτάκη, συνειδητοποιεί την εποχή της και τυραννιέται όσο κι αυτός από τη γύμνια της, χωρίς όμως και να καταφέρει να δώσει τόσο άμεσα, όσο εκείνος, το δράμα της. Και είναι προς τιμήν της πως απόφυγε τους μιμητισμούς, διατηρώντας ατόφια την προσωπικότητά της. Μένει τόσο ανεξάρτητη, που δεν διδάσκεται καν από τον αγαπημένο της ποιητή την λεκτική επεξεργασία του στίχου, και υστερεί φανερά, σε σύγκριση μ’ αυτόν που έδωσε πάντα τόσο αψεγάδιαστα, από την άποψη αυτή, ποιήματα. Παρόλα αυτά, έχουνε οι δυο τους ένα κοινό σημείο. Τον απόλυτα υποκειμενικό τόνο στην ποίησή τους. Γιατί και η Πολυδούρη, παρ’ όλη την τραγικότατη συνείδησή της, δεν έδωσε κι αυτή καθολικότητα, ούτε καθρέφτισε τους ανθρώπους μέσα στο έργο της. Αλλά υπάρχει τόση ειλικρίνεια στο ασυγκράτητο λυρικό παραλήρημα της ψυχής και της φαντασίας της, ώστε ο προσωπικός τόνος της να γίνεται πανανθρώπινος».

Ποιητικά γνωρίσματα της Μ. Πολυδούρη

«Και συμβαίνει τούτο το χαρακτηριστικό για την περίπτωσή της: ενώ όλοι οι άλλοι, ποιος λίγο ποιος πολύ, πρόφτασαν να διαδραματίσουν κάποιο ρόλο ζωντανοί, εκείνη διαβάστηκε και προσέχτηκε μόλις πριν απ’ τον πρόωρο θάνατό της κι αμέσως ύστερα. Γι’ αυτό η παρουσία της στα γράμματα, ενισχυμένη κι απ’ τη μεγάλη μεταθανάτια φήμη του Καρυωτάκη, εξαιτίας του δεσμού τους και της σχετικής επιφυλλιδογραφίας γύρω απ’ το “ειδύλλιο” των δύο ποιητών, που έφτασε να μεταμορφωθεί σε λαϊκό “ρομάντζο”, άρχισε να γίνεται αισθητή μαζί με το ρεύμα του “καρυωτακισμού”, όταν η ίδια δεν υπήρχε πια. Όλα αυτά μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε πόσο έμενε στραμμένη προς τη ζωή και πόσο η ποίησή της αποτελούσε ένα μέρος των αισθημάτων, των διαθέσεων και των προσωπικών της καταστάσεων. Γιατί η Πολυδούρη έγραφε τα ποιήματά της όπως και το ατομικό της ημερολόγιο. Η μεταστοιχείωση γινόταν αυτόματα και πηγαία. Κι αν στους περισσότερους της νεορρομαντικής σχολής το βιωματικό στοιχείο —τόσο κυριαρχικό σε όλους τους— ήταν μια πρώτη ύλη που περνούσε από διαδοχικές διαφοροποιήσεις, ώσπου να φτάσει στο ποίημα, γι’ αυτήν η έκφραση εσήμαινε κατ’ ευθείαν μεταγραφή των γεγονότων του συναισθηματικού της κόσμου στην ποιητική γλώσσα της εποχής, με όλες τις εξιδανικεύσεις, τις ωραιοποιήσεις και τις υπερβολές, που της υπαγόρευε η ρομαντική της φύση κι η ατμόσφαιρα του περιβάλλοντος. Για τούτο κι οι επιδράσεις στο έργο της εμφανίζονται μάλλον περιορισμένες και τυχαίες, κι είναι πιο πολύ επιδράσεις ζωής και γενικών τάσεων παρά συγκεκριμένων λόγιων πηγών, χωρίς να ξεφεύγει εντελώς απ’ τον κανόνα ούτε κι η φανερή επίδρασή της από τον Καρυωτάκη, αφού κι εκείνη φαίνεται να προέρχεται όχι μόνο απ’ την ίδια την ποίησή του, μα κι απ’ την προσωπική τους σχέση.

Η Πολυδούρη κινείται ολόκληρη στην περιοχή του συναισθήματος και των συναισθηματικών καταστάσεων, συνήθως γύρω απ’ τα δυο βασικά μοτίβα του έρωτα και του θανάτου, διατηρώντας έναν ιδιαίτερα προσωπικό τόνο. Πληθωρική από την αρχή σε συναισθηματισμούς, σε τρυφερότητα και γυναικεία ευαισθησία, φτάνει ν’ αγγίξει στο τέλος κάποιες δραματικές νότες και να μετριάσει στις καλύτερες στιγμές της τις πολλές ρομαντικές κοινοτοπίες, τον μελοδραματισμό και την κλαυθμηρή διάθεση, που τη χαρακτηρίζουν κατά ένα μεγάλο μέρος, για να περιοριστεί οξύτερα στο ατομικό της δράμα. Με χαλαρή συνήθως και κάποτε αδέξια τεχνική, αλλά με αυτοσχεδιαστική ευχέρεια, νοσηρά ρομαντική και ψυχολογικά επηρεασμένη από τα οικογενειακά της ατυχήματα, το επαρχιακό περιβάλλον της πατρίδας, τα μανιάτικα μοιρολόγια που άκουγε μικρή και τα αισθηματικά αναγνώσματα των λαϊκών μεσοπολεμικών περιοδικών, εξελίσσει βαθμιαία την ποίησή της σε μια γεμάτη ερωτική περιπάθεια και τύψη ελεγεία θανάτου, εξουδετερώνοντας τα μειονεκτήματά της με το πάθος και τον παλμό της φωνής της. Γιατί πέρα απ’ τις συναισθηματικές διαχύσεις, η Πολυδούρη έχει κατά βάθος κάτι δαιμονικά ανυποχώρητο. Παρόμοια με τον Καρυωτάκη, θηρεύει κι εκείνη με τον τρόπο της το απόλυτο, που γίνεται, μάλιστα, στην περίπτωσή της πιο τελεσίδικα ανέφικτο, καθώς ο ασίγαστος ερωτισμός της τη σπρώχνει τελικά να το εντοπίσει στη μορφή του αυτόχειρα ποιητή, όταν ο θάνατος τον έχει κάνει απλησίαστο, ώσπου δεν της μένει πια παρά “στου έρωτα την άγρια καταιγίδα” να ιδεί να μετρηθούν γι’ αυτήν θάνατος και ζωή. Βέβαια, αν εξαιρέσουμε μερικά ποιήματα, ο συναισθηματισμός της ελάχιστα μετουσιώνεται ποιητικά, κι ακόμα πιο σπάνια πνευματικοποιείται. Κι ωστόσο, χωρίς ιδιαίτερη πνευματικότητα, χωρίς ακονισμένη τεχνική, κατορθώνει να δίνει νέα δύναμη σε φτωχές και τριμμένες λέξεις, ώστε ένα πλήθος κοινοτοπίες ν’ αποκτούν εκφραστικότητα ασυνήθιστη. Γι’ αυτό κι εξακολουθεί να παραμένει από τις πιο γνήσιες γυναικείες φωνές που ακούστηκαν στη νεοελληνική ποίηση».



Μαρία Πολυδούρη, «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες»

Συνήθως η αυθορμησία είναι το έδαφος της πρώτης ύλης, που έρχεται άμεσα από την ψυχή μαζί με τη φωνή, η ίδια η φυσική φωνή ως φορέας αισθημάτων. Χρειάζεται πάντα και κάτι άλλο για να γίνει ποίηση αυτή η πρώτη ύλη. Χρειάζεται η τέχνη, που θα μετουσιώσει την ύλη σε μουσική, αφού την απαλλάξει από το βάρος της ζωτικής ανάγκης, που την κρατεί στο επίπεδο των αισθηματικών εκκενώσεων. Και όμως η ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη μοιάζει να’ ναι ευθύς αμέσως έτοιμη, χωρίς να ‘χει ανάγκη να υποστεί αυτή την αλλοίωση και διαμόρφωση σάμπως ο παράγων Τέχνη να ‘ναι σύμφυτος με την ύλη και βγαίνει μαζί της με τη φωνή. Κινδυνεύει να μην είναι αποτέλεσμα από τη διαμορφωτική ενέργεια του πνεύματος, αλλά κατάσταση της ψυχής.

[...] Τα αισθήματα επίσης είναι γνωστά, μάλλον ένα και μόνο αίσθημα: ο έρωτας και μάλιστα ο πιο γνήσια γυναικείος αισθηματικός έρωτας με τις αποχρώσεις της μελαγχολίας, νοσταλγίας, περιπάθειας, τρυφερότητας, θανάσιμης απελπισίας. Όμως όλα τούτα τα γνωστά τα σώζει μια πνοή αλήθειας, που ενώ είναι κατάσταση ζωής, δε βουλιάζει στη πεζολογία που πληγώνει, κατορθώνει και κινείται τις περισσότερες στιγμές επάνω απ’ την τριβή, είναι, να πει κανείς, το τριμμένο διασωμένο μέσα σ’ έναν αέρα μουσικής, που βεβαιώνει την παρουσία της ψυχής, μιας ψυχής γυναικείας με την ιδιαίτερη εκείνη υφή της θηλυκότητας.

[...] Το βλέπει κανείς πως η ποίηση αυτή είναι σκέτη, απλή ομιλία και εξομολόγηση.

Ο έρωτας από αισθηματική πληρότητα ξεπερνάει τον ίδιο το χώρο του αισθηματισμού και γίνεται δύναμη, που μεταμορφώνει την ύπαρξη, μέσα στο λαμπρό φως μιας μυστικής γέννησης.

Γιώργος Θέμελης, Νεοέλληνες Λυρικοί, (Βασική Βιβλιοθήκη, τόμ. 29), εκδοτ. οίκος Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος, 1959, σ. 50-52



Όμως και πάλι, για να βαστάξει τον πόνο της και να δικαιώσει τη ζωή της – με την πιο μεστή και εξαίσια δικαίωση – και για ν’ αντιπροβάλει ένα φως στο μέγα σκοτάδι του φριχτού Οράματος, της φτάνει που ένας άνθρωπος την αγάπησε, της φτάνει που ένας άνθρωπος την κράτησε στα χέρια του μια νύχτα και την φίλησε στο στόμα. Είναι τόσο πλούσια, τόσο μεγάλη αυτή η χαρά, ώστε την γεμίζει ακόμα και νικάει τον πόνο της, και η ματωμένη φωνή που σκίζεται – μα και που βρίσκει πάντα τη δύναμη να ‘ναι ένας γλυκύτατος κελαϊδισμός – ξεχύνεται στο πιο θεσπέσιο κι ακράτητο ερωτικό υμνολόγημα:

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου .

Γιατί η Πολυδούρη έγραφε τα ποιήματά της όπως και το ατομικό της ημερολόγιο. Η μεταστοιχείωση γινόταν αυτόματα και πηγαία. Κι αν στους περισσότερους της νεορομαντικής σχολής, το βιωματικό στοιχείο – τόσο κυριαρχικό σε όλους τους – ήταν μια πρώτη ύλη που περνούσε από διαδοχικές διαφοροποιήσεις, ώσπου να φτάσει στο ποίημα, γι’ αυτήν η έκφραση εσήμαινε κατ’ ευθείαν μεταγραφή των γεγονότων του συναισθηματικού της κόσμου στην ποιητική γλώσσα της εποχής, με όλες τις εξιδανικεύσεις, τις ωραιοποιήσεις και τις υπερβολές, που της υπαγόρευε η ρομαντική της φύση κι η ατμόσφαιρα του περιβάλλοντος.

[...] Γιατί, πέρα απ’ τις κοινότοπες συναισθηματικές διαχύσεις, η Πολυδούρη έχει κατά βάθος κάτι το δαιμονικά ανυποχώρητο. Παρόμοια με τον Καρυωτάκη, θηρεύει κι εκείνη με τον τρόπο της το απόλυτο, που γίνεται μάλιστα στην περίπτωσή της πιο τελεσίδικα ανέφικτο, καθώς ο ασίγαστος ερωτισμός της τη σπρώχνει τελικά να το εντοπίσει στη μορφή του αυτόχειρα ποιητή, όταν ο θάνατος τον έχει κάνει απλησίαστο, ώσπου δεν της μένει πια παρά «στου έρωτα την άγρια καταιγίδα να ιδεί να μετρηθούν γι’ αυτήν θάνατος και ζωή.

Κώστας Στεργιόπουλος, Η ανανεωμένη παράδοση, Η Ελληνική ποίηση, Εκδ. Σοκόλη, 1980 και Μαρία Πολυδούρη, Άπαντα, επιμ. Τ. Μενδράκος, ό.π., σ. 267-271.



Η ποιητική γλώσσα και η ομοιοκαταληξία της Πολυδούρη ως και η στιχουργία αυτής, παρ’ όλην την ποικιλίαν των ευχερώς χρησιμοποιηθέντων ρυθμών, από της οποίας μετέστη στο τέλος εις τον ελεύθερον στίχον, χαρακτηρίζεται υπό φυσικότητος.

[...] Είναι λυρική και όχι μόνον υπό την γραμματολογικήν έννοιαν, αλλά και υπό την τεχνικήν, τουτέστιν εις την ουσίαν και την υφήν της ποιητικής μορφής, όπου επιδιώκει την λεπτότητα, την λιτότητα, την διαφάνειαν και την οξύτητα. Η λυρική ελεγεία εμφανίζεται εις σημεία τινα του έργου της μετ’ αρτιότητος ουχί συνήθους.

Τέλλος Άγρας, άρθρο στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια και Μαρία Πολυδούρη



Από τα τραγούδια της Μαρίας δεν ήξερα κι ακόμα δεν καλοξέρω παρά μόνο ένα τραγούδι, εκείνο που καθιέρωνε τον έρωτά της στον αγαπημένο της που δεν υπήρχε πια, αυτό που λέγεται «Γιατί μ’ αγάπησες» και που ‘φτανε για τη ψυχή μου, γιατί η λυρική γυναικεία της φωνή ανέβαινε σε τούτο το τραγούδι με την καθαρότητα ενός αηδονίσιου τραγουδιού μέσα στη νύχτα που ολοένα υψωνόταν κυρίαρχη γύρωθε κι απάνωθέ της μ’ όλα της τα σκότη, αλλά και μ’ όλα της τ’ αστέρια ακόμα.

Άγγελος Σικελιανός, Ελληνικόν Ημερολόγιον «ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ», 1945 και Μαρία Πολυδούρη, Άπαντα, επιμ. Τ. Μενδράκος, ό.π., σ. 272-274

Δεν ξέρουμε αν η ίδια η ποιήτρια είχε συνείδηση της εξαιρετικής οξύτητας των ερωτικών της κραυγών. Προπάντων, αν είχε σκεφθεί άμεσα τον αναγνώστη, αν έγραφε για τον αναγνώστη, μ’ άλλα λόγια για τη φήμη. Ο συνηθισμένος τύπος του λογοτέχνη είναι εκείνος που ζει για να γράφει. Εκείνος, δηλαδή, για τον οποίο τα ίδια τα πάθη αποκτούν αξία μόνο απ’ τη στιγμή που θα βρουν έκφραση καλλιτεχνική. Η Πολυδούρη όμως ζει για να ζήσει. Κι όταν χαράζει στο χαρτί τους στίχους της, δεν αποβλέπει στον αναγνώστη, αλλά στην ίδια τη δικής της ανάγκη να δώσει στο ηφαίστειο διέξοδο.

[...] Παρ’ όλα αυτά, νομίζω πως φτάνει ν’ αγγίξουμε με το δάχτυλο την πληγή της Πολυδούρη, για να νιώσουμε να μας διαπερνάει το ρίγος που έκανε και την ίδια να βγάζει αυτές τις κραυγές:

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου ...